Η Κέισι μπορεί να είναι ειδική στο να δίνει συμβουλές για σχεσεις σε άλλους, αλλά όταν πρόκειται για για τις δικές της...τα κάνει μαντάρα... γι αυτό έχει προτιμήσει το δρόμο της μοναξιάς τι γίνεται όμως όταν ανακαλύπτει πως είναι η μόνη που δεν έχει λάβει πρόσκληση για το πρωτοχρονιατικο πάρτι του περιοδικού όπου αρθρογραφεί, γιατί είναι αποκλειστικά για ζευγάρια; Η Κέισι πεισμωνει και με τη βοήθεια των τριών καλύτερων της φίλων βγαίνει 10 ραντεβού σε 2 μέρες, στην προσπάθεια εύρεσης του τέλειου άντρα που θα τη συνοδέψει εκείνο το βράδυ .
10 άντρες εντελώς διαφορετικοί ο ένας από τον άλλο... ποιος θα κερδίσει την καρδιά της;
Πρόλογος
“Αγαπητή Κέισι,
Το όνομα μου είναι Ελίζα.
Γίνομαι 35 σε μία εβδομάδα και νομίζω πως είμαι πολύ μπερδεμένη.
Είναι αστείο το πως ξαφνικά άρχισα να σκέφτομαι τη ζωή μου και να επανεκτιμώ τις επιλογές μου που μ’ έχουν φέρει σ’ αυτό το σημείο που βρίσκομαι αυτή τη στιγμή. Μη με παρεξηγείς, είμαι μια πετυχημένη επαγγελματίας σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο για άντρες. Έχω καταφέρει να κερδίσω σεβασμό και φυσικά πολλά λεφτά, παρότι δεν ζω με βάση πόσα χρήματα έχω στην τράπεζα. Η ζωή μου είναι καλή· Τις περισσότερες μέρες είμαι χαρούμενη κι ακόμα κι εκείνες που ξυπνάω θλιμμένη, καταφέρνω να τις αλλάξω, αλλά υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα που καθημερινά με κάνει να σταματήσω για λίγο και να χαθώ στις σκέψεις μου. Είναι ίσως ένα ασήμαντο πρόβλημα, μα τελικά τα ασήμαντα δεν είναι αυτά που μας κυριεύουν; Το θέμα μου είναι πως είμαι ελεύθερη και η μόνη από τις φίλες μου που δεν έχει κάποιον στη ζωή της. Βλέπω τους ανθρώπους γύρω μου να φτιάχνουν τις ζωές τους, να ερωτεύονται, να περνάνε όμορφα κι εγώ αισθάνομαι εγκλωβισμένη.
Η ερώτηση μου είναι, γιατί; Πάντα μ’ ενδιέφερε ο έρωτας και η αγάπη, αλλά ποτέ δεν είχα χρόνο γι’ αυτά. Πάντα ήμουν εγώ κι ο εαυτός μου· έχω δουλέψει πολύ σκληρά για να φτάσω εδώ που είμαι, θεωρώ πως είμαι ευχάριστη, έξυπνη, αρκετά όμορφη και δεν απαιτώ πολλά παρά μόνο τα βασικά, λίγο σεβασμό και αρκετή αγάπη μα απ’ ότι φαίνεται, οι άντρες φοβούνται να με πλησιάσουν κι εκείνοι που το κάνουν, τρέχουν τελικά μακριά μου φοβισμένοι. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τη τελευταία φορά που κάποιος άντρας εστίασε λίγο πιο πέρα από το επαγγελματικό παρουσιαστικό μου και κοίταξε βαθιά μέσα μου και πέρα από το σόου που δίνω καθημερινά για να επιβιώσω· σπάνια κάποιος έχει ξεπεράσει τη σκληρότητα που αναγκάζομαι να δείχνω προς τα έξω.
Φαντάζομαι πως αυτή τη στιγμή θ’ αναρωτιέσαι γιατί αντί να χαίρομαι για όλα όσα έχω καταφέρει, στεναχωριέμαι για ασήμαντα θέματα. Δεν το θέλω μα δεν μπορώ να κρύβομαι άλλο πια. Νιώθω μόνη μου. Το βιολογικό μου ρολόι χτυπά σαν τρελό. Η μοναξιά μέσα μου φαντάζει σαν ωρολογιακή βόμβα που φτάνει κοντά στην έκρηξη και φοβάμαι πως μου τελειώνει ο χρόνος και πως αν γίνει αυτή η έκρηξη δε θα προλάβω να σωθώ. Από τη μία δεν θέλω να υποκύψω σε ότι με προστάζει η κοινωνία και πως θα ‘πρεπε να γιορτάζω καθημερινά το γεγονός πως έχω ανεβάσει τον εαυτό μου ολομόναχη μου στη κορυφή και το ότι κερδίζω μάχες απέναντι σε ισχυρούς εχθρούς κι από την άλλη η μοναξιά με κοροϊδεύει αλύπητα.
Γι’ αυτό σου ζητάω βοήθεια. Τι να κάνω; Να κυνηγήσω τον έρωτα; Να προστατέψω τον εαυτό μου και τη καρδιά μου; Να πέσω στα βαθιά; Χρειάζομαι βοήθεια. Έχεις κάποια συμβουλή να μου δώσεις;
Με αγάπη, Ελίζα”.
Κεφάλαιο 1.
«Αγαπητή Ελίζα…»
Κοιτάζω τον κέρσορα να αναβοσβήνει εδώ και δέκα λεπτά. Τέσσερις φορές έχω διαβάσει το γράμμα που μου έστειλε η Ελίζα, τριάντα πέντε χρονών, πετυχημένη επαγγελματίας που αναζητά τον έρωτα και ενώ τέτοια γράμματα δεν θα έπρεπε να με προβληματίζουν καθόλου, γιατί είναι ψωμοτύρι για μένα, ετούτο μ’ έχει κάνει να χάσω το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Δεν έχω απάντηση να δώσω. Πως κατέληξα να είμαι ο κλαυσίγελος των στηλών συμβουλών του κόσμου αφού δεν μπορώ να δώσω μια απλή απάντηση σε μια απλή ερώτηση; Τρία χρόνια τώρα λαμβάνω τέτοια γράμματα τα οποία απαντάω με τρομερή ευκολία μέσα σε μερικά λεπτά, μα ετούτο… τρέμω να γράψω τη παραμικρή λέξη. Είναι λες και το χαρτί και τα γράμματα της Ελίζας με κοιτούν και με περιγελούν για την ανικανότητα μου. Το χέρι μου που κρατάει το γράμμα τρέμει. Τι να της πω; Τι συμβουλή να της δώσω; Γιατί επηρεάστηκα τόσο πολύ από μία απλή ερώτηση;
Κοιτάζω έξω από το παράθυρο ασυναίσθητα. Βρέχει πάλι κι αυτή τη φορά πολύ δυνατά. Αυτό είναι το πρόβλημα με τον χειμώνα στο Σαν Φρανσίσκο· βρέχει συνέχεια, ασταμάτητα κι ενώ αγαπώ τη βροχή και το κρύο, αυτή τη στιγμή μου τη δίνει στα νεύρα και θέλω τόσο πολύ να σταματήσει κι ας μην έχω σκοπό να βγω έξω. Το τζάκι στο σαλόνι ανάβει ακόμα, αν και σύντομα το τελευταίο ξύλο που έριξα μέσα θα γίνει κάρβουνο, μα τουλάχιστον αυτή τη στιγμή νιώθω τη ζεστασιά να με τυλίγει. Από το παράθυρό μου έχω την ομορφότερη θέα προς τον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο που με το ζόρι φαίνεται αυτή τη στιγμή, αλλά ποιος νοιάζεται; Η ομίχλη που καλύπτει αυτό και το Αλκατράζ κάνει την ατμόσφαιρα μαγική και με κάνει να ξεχάσω τη βροχή μα και το γεγονός πως είμαι ολομόναχη Σάββατο βράδυ μέσα σ’ ένα τεράστιο σπίτι. Μένω σχεδόν μόνη μου- λέω σχεδόν γιατί ο αδερφός μου ο Όλιβερ θυμάται πού και πού να μ’ επισκεφτεί. Όχι ότι έχω παράπονο από εκείνον, απλά μου λείπει τον περισσότερο καιρό και θα ‘θελα να περνούσε λίγο παραπάνω χρόνο μαζί μου. Αλλά εκείνος, στα είκοσι έξι, έχει ήδη φτιάξει τη ζωή του κι εγώ στα τριάντα ακόμα φοβάμαι και να κοιτάξω κάποιον κατάματα.
Μοναξιά… μοναχικότητα… βιολογικά ρολόγια που χτυπάνε σαν ωρολογιακές βόμβες...
Κοιτάζω το γράμμα πάλι και βαριανασαίνω εκνευρισμένη.
«Αγαπητή Ελίζα,
Γιατί σε τρομάζει τόσο πολύ το ότι γίνεσαι τριάντα πέντε;…» ξεκινώ να γράφω και ο ήχος των πλήκτρων ακούγεται σ’ όλο το σπίτι καταφέρνοντας να εξαφανίσει την ησυχία που είχε πέσει βαριά πάνω μου. Ρίχνω μια ματιά στην αντανάκλαση μου στο τζάμι και στριφογυρίζω τα μάτια μου αγανακτισμένη. «Γιατί σε τρομάζει που γίνεσαι τριάντα πέντε; Σοβαρά Κέισι; Να σου θυμίζω πως έπεσες στα πατώματα όταν έγινες τριάντα;» ρωτάω τον εαυτό μου και πέφτω με περίσσια θεατρικότητα πάνω στα μαξιλάρια το πάτωμα, γρυλλίζοντας ενοχλημένη. «Είναι τριάντα πέντε και ελεύθερη, ενώ όλοι τριγύρω της έχουν σχέση ή ακόμα κι οικογένεια. Απλά σκέψου πως θα αισθάνεσαι εσύ σ’ εκείνη την ηλικία, είναι πολύ απλό». Τινάζομαι πανέτοιμη για να δώσω την πολυπόθητη απάντηση και αφού βολεύομαι στο πάτωμα ξεκινώ να γράφω και πάλι. «Το να είσαι σ’ αυτή την ηλικία και ελεύθερη είναι απαράδεκτο… για μερικούς ανθρώπους… άλλοι σ’ αυτή την ηλικία έχουν ήδη οικογένειες και ένα μάτσο κουτσούβελα μα εσύ έχεις μόνο τη δουλειά σου, αυτό είναι το πρόβλημα». Γελάω με τον εαυτό μου μόλις συνειδητοποιώ τι έχω γράψει. «Αμάν ρε Κέι, θες να πέσει σε κατάθλιψη η γυναίκα;» μου φωνάζω, έτοιμη να παραιτηθώ εντελώς από αυτό το γράμμα που το διάλεξα ανάμεσα σε εκατοντάδες γιατί πίστεψα σε μια στιγμή απόλυτης βλακείας πως το ‘χα, πως θα τη βοηθούσα την Ελίζα ο κόσμος να χαλούσε. Μάλλον χρειάζομαι βοήθεια γιατί μόνη μου δεν βλέπω να φτάνω στο τέρμα αυτής της διαδρομής.
Σπάνια στη ζωή μου ζητάω βοήθεια από κάποιον γιατί έχω πείσει τον εαυτό μου πως είμαι απόλυτα ικανή να τα βγάλω πέρα άσχετα με τι έχω να αντιμετωπίσω. Σε κανέναν, ποτέ, δεν έχω αποκαλύψει πως τις περισσότερες φορές δεν ξέρω καν τι κάνω. Τόσο εγωίστρια είμαι. Βέβαια, υπήρξαν στιγμές που αναγκάστηκα να αφήσω τον εγωισμό μου στην άκρη και να παραδεχτώ πως δεν είμαι η σούπερ γυναίκα που όλοι νόμιζαν. Ευτυχώς, ο Όλιβερ και οι τρεις κολλητές μου, με ξέρουν καλύτερα απ’ ότι ξέρω τον εαυτό μου και πάντα βρίσκονται στο πλευρό μου όταν, μία στο τόσο, αναζητήσω τη βοήθειά τους. Αυτή τη στιγμή νιώθω σαν να πνίγομαι. Ίσως θα πρέπει να αναζητήσω να μου δώσουν λίγη από τη σοφία τους μήπως και δώσω μία απάντηση στην Ελίζα, που δεν την φέρει σε απόγνωση.
Αρπάζω το κινητό μου και δαγκώνω το κάτω χείλος μου ενώ ψάχνω τον αριθμό της μίας από τις τρεις κολλητές μου, της Μπρούκλιν. Το κορίτσι με το σοκολατένιο δέρμα και το χαμόγελο που είναι ικανό να φωτίσει και το πιο σκοτεινό δωμάτιο, το γνώρισα πριν τρία χρόνια, όταν έπιασα δουλειά στο περιοδικό. Όλες τις γνώρισα τότε, απλά η Μπρούκλιν ήταν εκείνη που με πλησίασε πρώτη. Ως δημοσιογράφος που της άρεσε η έρευνα, με είχε πλησιάσει για να μάθει τι μέρος του λόγου ήμουν, πριν με βάλουν στην παρέα τους. Την αγαπώ γιατί στα είκοσι εννέα χρόνια της, είναι η φωνή της λογικής και η μόνη που μου δίνει σοβαρές απαντήσεις στα προβλήματά μου.
Περιμένω με ανυπομονησία να απαντήσει και χαίρομαι μόλις ακούω τη φωνή της μετά από μερικά δευτερόλεπτα. «Μπρουκ, χρειάζομαι τη βοήθεια σου!» πετάω χωρίς καν να τη χαιρετήσω.
«Δε θα ‘πρεπε κανονικά εγώ να έπαιρνα εσένα για συμβουλές;» χαχανίζει η φιλενάδα μου. Σμίγω τα φρύδια μου απορημένη· η Μπρούκλιν δεν χαχανίζει ποτέ, τι έχει συμβεί ξαφνικά; «Τέλος πάντων, γίνεται να μιλήσουμε σε καμιά ώρα;»
«Χρειάζομαι επειγόντως βοήθεια» γκρινιάζω σαν μικρό παιδί.
«Έχει έρθει ο Ντάνυ και… ξέρεις…» λέει και ξεσπάει σε δυνατά γέλια που με κάνουν να γελάσω κι εγώ μαζί της.
«Πότε γύρισε, θα μείνει καιρό;»
Ο Ντάνυ είναι δημοσιογράφος του Reuters και σπάνια μένει σ’ ένα μέρος για πολύ καιρό. Η Μπρούκλιν είναι τρελά ερωτευμένη μαζί του και πάντα εκμεταλλεύεται αυτές τις στιγμές που περνάνε μαζί, στο έπακρο. Δεν την αδικώ, ο Ντάνυ είναι ένας υπέροχος άντρας με ευαισθησίες κι όσα έχει δει, τον καθιστούν και τρομερά ενδιαφέρον σαν χαρακτήρα. Μα το κυριότερο και καλύτερό του προσόν είναι το πως βλέπει την Μπρούκλιν, ως ίση του κι ας μην έχει ταξιδέψει στον κόσμο κι ας μην έχει καλύψει πολέμους. Για εκείνον, η κολλητή μου, είναι μοναδική και γι’ αυτό τον αγαπώ.
«Θα μείνει αρκετά, ίσως και να μη ξαναφύγει» ψιθυρίζει συνωμοτικά και την ακούω να κρατάει την ανάσα της. «Κέι, θα σε πάρω τηλέφωνο σε λίγο» προσθέτει με κομμένη την ανάσα.
«Ναι Κέι, τα λέμε σε λίγο» φωνάζει ο Ντάνυ από μέσα και μου κλείνουν το τηλέφωνο ανάμεσα σε χαχανητά.
Θέλω να γκρινιάξω, μα η χαρά μου για τη φίλη μου δεν μ’ αφήνει. Εντάξει, μπορεί η Μπρουκ να είναι απασχολημένη μα η Πέυτον σίγουρα με την εμπειρία της στις σχέσεις, θα μου δώσει μια λύση. Στα τριάντα ένα έχει κάνει άπειρες σχέσεις· οι περισσότερες δεν κράτησαν πάνω από μερικούς μήνες αλλά είναι εξπέρ στον έρωτα και στα ρούχα. Η Μπρουκ γράφει στο περιοδικό που δουλεύουμε για τα πιο σοβαρά θέματα της πόλης, εγώ δίνω συμβουλές στον κόσμο με την ελπίδα πως τους βοηθάω και η Πέυτον δίνει συμβουλές για styling και είναι άψογη στη δουλειά της. Η ξανθιά φίλη μου με τα μάτια που πετάνε σπίθες, είναι μία καλλονή όχι μόνο στην εμφάνιση, αλλά και στην καρδιά.
«Δε μπορώ να μιλήσω» πετάει κοφτά μόλις σηκώνει το τηλέφωνο. «Είμαι στη μέση ενός ραντεβού μ’ έναν γνωστό ηθοποιό… είναι βαμπίρ… ο ρόλος του, όχι ο ηθοποιός, μα ειλικρινά σκέφτομαι να τον αφήσω να με δαγκώσει απόψε όπου θέλει».
«Σε ακούει;» τη ρωτάω αφελέστατα γιατί τα κάνει κάτι τέτοια η φίλη μου, μιλάει για άλλους μπροστά τους σαν να μην βρίσκονται εκεί.
«Όχι, για ποια με πέρασες, έχει πάει στο μπάνιο» γελάει.
«Οπότε έχεις λίγο χρόνο για μένα…»
«Όχι!» φωνάζει σχεδόν και μου κλείνει το τηλέφωνο στα μούτρα.
Κοιτάζω την οθόνη του κινητού και μουτρώνω. «Ανάγωγη» σχολιάζω και δοκιμάζω την τρίτη της παρέας που είναι και η μικρότερη. Η εικοσιπεντάχρονη Πάιπερ είναι η προσωπική βοηθός της αρχισυντάκτριάς μας και είναι εντελώς τρελή. Τη ζηλεύω αφάνταστα για τα Ασιατικά χαρακτηριστικά της που τη κάνουν να μοιάζει εξωτική αλλά και για τον χαρακτήρα της, γιατί ξέρει πως να αφήνει πίσω της κάθε τι ενοχλητικό και να ζει τη ζωή χωρίς να νοιάζεται για τα πρέπει του κόσμου. Δε ξέρω αν θα μπορέσει να με βοηθήσει, απλά έχω φτάσει σ’ εκείνο το σημείο που θέλω ν’ ακούσω μια φιλική φωνή και να κάνω έναν διάλογο της προκοπής, όμως η Πάιπερ δεν σηκώνει καν το κινητό.
«Αυτό ήταν, θα ψάξω να βρω νέες φίλες που να μην έχουν ζωή» γκρινιάζω πάλι παραδομένη στη μοίρα μου.
Κλαψουρίζω σαν μικρό παιδί και σηκώνομαι με δυσκολία από το πάτωμα. Με το ζόρι φτάνω ως την κουζίνα όπου ξεκινώ να κατεβάζω πατατάκια και σοκολάτες από τα ντουλάπια για να μασουλάω καθώς φτιάχνω την αγαπημένη μου ζεστή σοκολάτα με τρία ζαχαρωτά. Μόνο αυτό μπορεί να με χαλαρώσει αυτή τη στιγμή. Σκέφτομαι τα λόγια της Ελίζα στο γράμμα και αναστενάζω. Τι να κάνω… γίνομαι τριάντα πέντε… μοιάζει λες και καταστρέφεται όλος της ο κόσμος εξαιτίας των γενεθλίων της. Καγχάζω γιατί ξέρω πως δεν είναι η ηλικία της το θέμα αλλά το τι φέρνει μαζί της. Ένας χρόνος πιο κοντά στα σαράντα, τα τρομακτικά σαράντα που η γυναίκα πρέπει να τρέξει αγώνα δρόμου αν θέλει να γίνει μάνα, αν θέλει να φτιάξει οικογένεια, αν θέλει να μη περπατά στο δρόμο και να τη κοιτάνε λες και είναι καμιά κακόμοιρη γιατί στα σαράντα δεν είναι παντρεμένη. Το βιολογικό ρολόι χτυπά σαν τρελό… άφησε το να χτυπά, λέω ‘γω. Γιατί θα πρέπει οι γυναίκες να έχουν ένα ηλίθιο ρολόι να βαράει μέσα στ’ αυτί τους να τους υπενθυμίζει πως έρχεται το τέλος; Γιατί θα πρέπει μια γυναίκα να έχει ημερομηνία λήξης; Αυτό θα της πω, θα της πω να κάνει ότι της λέει το ένστικτο της και να ζήσει όπως θέλει εκείνη.
Επιτέλους, το στέρνο μου φαντάζει πιο ανάλαφρο μόλις αποφασίζω πως θα κινηθώ και ένα χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο μου όταν ακούω την πόρτα ν’ ανοίγει. Σύντομα ακολουθεί ο χαρακτηριστικός ήχο των κλειδιών που αφήνονται πάνω στο τραπεζάκι.
«Κέισι;» φωνάζει ο αδερφός μου από τον διάδρομο.
«Στη κουζίνα!»
Η χαρά μου που θα τον δω πάλι μετά από δύο μέρες είναι απερίγραπτη και σχεδόν πέφτω με φόρα πάνω του μόλις κάνει την εμφάνιση του. Με σφίγγει στα χέρια του και με σηκώνει τόσο όσο να μη πατάνε τα πόδια μου στο πάτωμα πριν με φιλήσει στο μέτωπο. Τι κι αν είναι μικρότερος, πάντα μου συμπεριφερόταν ως προστάτης μου αν και όλη του τη ζωή εγώ τον προστάτευα απ’ όλα τα κακά. Αν δεν υπήρχε αυτός, αν η αγάπη μου δεν ήταν τόσο τεράστια, δε θα είχα πολεμήσει τους δαίμονες μου και πολύ φοβάμαι πως η ζωή μου θα είχε εξελιχθεί πολύ διαφορετικά.
Ξεκολλάω από πάνω του και τον παρακολουθώ να βγάζει το σακάκι του ενώ μου χαμογελάει διάπλατα. Δεν έχω αγαπήσει άλλον τόσο όσο έχω αγαπήσει τον Όλιβερ. Θυμάμαι καθαρά τη μέρα της γέννησης του αν και ήμουν μόλις τεσσάρων χρονών. Μ’ είχε πάει ο πατέρας μου στο νοσοκομείο μετά από πολλά παρακάλια, αφού είχε περάσει όλο το πρωί να με αγνοεί. Στο τέλος κουράστηκε και μου έκανε το χατίρι, κοιτώντας προς το μέρος μου με ένα ύφος που έλεγε πως κάποτε θα το μετάνιωνα. Το μωρό ήταν μόλις μερικών ωρών μα τόσο όμορφο και ήρεμο. Θήλαζε όταν μπήκαμε στο δωμάτιο. Ο πατέρας μου έλαμπε ολόκληρος και κοιτούσε το μωρό λες κι ήταν έπαθλο ενώ επαναλάμβανε συνέχεια “ο κληρονόμος μου” μα ο μικρός δε νοιαζόταν για εκείνον. Μόλις μ’ ένιωσε, σταμάτησε να θηλάζει και τ’ ορκίζομαι γύρισε προς το μέρος μου. Τα μάτια μου συνάντησαν τα γαλάζια τα δικά του κι αυτό ήταν, ερωτεύτηκα τρελά και υποσχέθηκα πως δεν θ’ άφηνα τίποτα να τον πληγώσει. Η συμφωνία μας σφραγίστηκε την πρώτη φορά που τον τάισα με το μπιμπερό, μερικούς μήνες μετά. Ήταν το πιο συναρπαστικό πλάσμα που είχα δει ποτέ μου και τον αγαπούσα με όλη μου την καρδιά. Κράτησα την υπόσχεση μου. Εγώ τον μεγάλωσα σχεδόν και μπορώ να υπερηφανεύομαι πως έκανα καταπληκτική δουλειά, γιατί δεν υπάρχει άλλη ψυχή σαν τον Όλιβερ, στον κόσμο όλο.
«Μυρίζω ζεστή σοκολάτα» λέει πονηρά και μυρίζει τον αέρα σαν λαγωνικό. «Με τρία ζαχαρωτά» συμπληρώνει. Γελάω απαλά και σπρώχνω τη κούπα μου προς το μέρος του. Ξεκινώ να φτιάχνω νέα για μένα ενώ εκείνος απολαμβάνει τη πρώτη γουλιά. «Τέλεια όπως πάντα» τον ακούω να λέει εκστασιασμένος.
«Πως ήταν το διήμερο μακριά μου;»
«Ναι, πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτό». Τα λόγια του μου τραβούν τη προσοχή και το στομάχι μου σφίγγεται άμεσα.
Το ενοχικό του ύφος με ανησυχεί και από το μυαλό μου περνάνε χίλιες δυο σκέψεις για το τι μπορεί να έπαθε, για το οποίο θέλει να μου μιλήσει. Παίρνω τη κούπα μου στο χέρι και ακολουθώ τον Όλιβερ στο σαλόνι όπου είναι πιο ζεστά. Κάθομαι στον πάγκο κάτω από το παράθυρο με την θέα που αγαπώ και ρίχνω μια αφηρημένη ματιά έξω.
«Τι έχεις;» ρωτάει ο αδερφός μου που διαβάζει τον προβληματισμό μου εύκολα.
«Τίποτα το σημαντικό, πρόβλημα με τη δουλειά» του εξηγώ λιγάκι απογοητευμένη για το ξαφνικό μπλοκάρισμα του μυαλού μου. «Είναι ένα γράμμα που με προβληματίζει και δεν μπορώ να απαντήσω».
«Δεν έχει τύχει ξανά αυτό» απαντά εκείνος σχεδόν τρομαγμένος και αρπάζει το γράμμα όταν του γνέφω που θα το βρει. Περνάει μερικά λεπτά να το διαβάζει και σηκώνει το βλέμμα του σε μένα, απορημένος. «Δεν καταλαβαίνω» μουρμουράει με τη σύγχυση να φανερώνεται σε κάθε γραμμή του προσώπου του.
«Είναι απλό, η γυναίκα αυτή τα έχει όλα. Είναι πετυχημένη κι επαγγελματικά καταξιωμένη και ζει μια ζωή η οποία την ευχαριστεί και παρόλα αυτά, σκέφτεται τι θα πει η κοινωνία που γίνεται τριάντα-πέντε και είναι ανύπαντρη».
«Και τι σκοπεύεις να της πεις;»
«Αυτό ακριβώς, πως δεν χρειάζεται έναν άντρα για να νιώσει ολοκληρωμένη γιατί είναι ήδη· και παιδί μπορεί να κάνει και μόνη της…»
«Κέι, δε θα πεις τέτοιο πράγμα» με διακόπτει φρίττοντας εκείνος. «Γιατί να της πεις να συνεχίσει να ζει μια ζωή που προφανώς την ενοχλεί;»
«Δεν την ενοχλεί!» διαμαρτύρομαι εντόνως. Αρπάζω το γράμμα για να δω που ακριβώς αναφέρει πως την ενοχλεί, αλλά ο Όλιβερ το τραβάει από τα χέρια μου αμέσως.
«Για να σου γράφει, πάει να πει πως την ενοχλεί και ξέρεις πολύ καλά πως ότι συμβουλή της δώσεις, θα την ακολουθήσει, όπως κάνουν όλες όσες σου γράφουν» λέει αγανακτισμένα ενώ κουνάει το γράμμα μπροστά στο πρόσωπο μου. «Γιατί να της πεις να μείνει μόνη της όλη της τη ζωή όταν μπορείς να της πεις πως μπορεί να τα έχει όλα; Υπάρχουν άντρες εκεί έξω που μπορούν να της δώσουν ότι ζητάει και που θα σεβαστούν την επιτυχία της, αυτό να της πεις, Κέι. Να της πεις πως μπορεί να έχει και τη καριέρα και την αγάπη και την οικογένεια και να μη σταματήσει να κυνηγάει κάτι από αυτά».
Με τρομάζει το γεγονός πως έχει κοκκινίσει ενώ μου φωνάζει. Είναι έξαλλος… όχι… μάλλον κάτι μου κρύβει γιατί έχει αυτό το ενοχικό ύφος που με τρομάζει πάντα.
«Όλιβερ, τι έκανες;» τον ρωτάω διστακτικά.
«Επειδή εσύ διάλεξες μια μοναχική ζωή, πνιγμένη στις αμφιβολίες και το φόβο, δεν πρέπει όλοι να καταλήξουν να ζουν σαν εσένα» συνεχίζει ενώ με κοιτάζει έντονα, με ύφος ικετευτικό. «Κι εσύ θα πρέπει σιγά-σιγά να θάψεις το παρελθόν και…»
«Όλιβερ!» τον σταματάω καθώς παρατηρώ πως αποφεύγει να με κοιτάξει στα μάτια. Τρομοκρατούμαι για το τι μπορεί να μου πει και σταματάω ν’ αναπνέω όταν επιτέλους οι ματιές μας συναντιούνται.
«Ζήτησα από την Έμιλυ να με παντρευτεί» μου αποκαλύπτει και ξάφνου νιώθω να ζαλίζομαι. «Και είπε ναι» προσθέτει ανέκφραστος.
Ωρολογιακή βόμβα… χτυπούσε χρόνια τώρα, από τη στιγμή που η γλυκιά Έμιλυ μπήκε στη ζωή μας και τώρα, μόλις έσκασε στα μούτρα μου!
Κεφάλαιο 2.
Πίνω τη σοκολάτα μου μονορούφι αγνοώντας εντελώς το γεγονός πως ακόμα καίει και βήχω αφού καταφέρνω να πνιγώ από την απροσεξία μου. Δεν μπορώ να το πιστέψω πως ο μικρός μου αδερφός παντρεύεται. Κατά βάθος πίστευα πως όλη τη ζωή του θα τη περάσει μαζί μου· πόσο ηλίθια μπορεί να είμαι; Δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση ο Όλιβερ να έπεφτε στη παγίδα μου. Πόσο εγωίστρια θα μπορούσα να γίνω για να πιστεύω πως μου χρωστάει τόσο όσο ν’ αφήσει πίσω του την ευτυχία για να βυθιστεί μαζί μου στην πίκρα; Κι όμως, ενώ ξέρω πως καλά κάνει που ξεκινά μια κοινή ζωή με την Έμιλυ, γυρίζω προς το μέρος του και κάνω την πιο ελεεινή ερώτηση που θα μπορούσα να κάνω.
«Δεν είναι λίγο νωρίς;»
Ο Όλιβερ που ευτυχώς έχει άπειρη υπομονή μαζί μου και με ανέχεται παρότι κανείς άλλος δεν θα με άντεχε ούτε δευτερόλεπτο γελάει, όχι νευρικά, ούτε κοροϊδευτικά· απλά γελάει με την αφέλεια μου.
«Έξι χρόνια είμαι μαζί της, Κέι».
«Ναι μα δεν πρέπει να γνωριστείτε καλά και…»
«Κέισι» με σταματάει με τόση τρυφερότητα που κάνει τη καρδιά μου να σταματήσει και το μυαλό μου να μου κάνει φοβερή επίθεση αποκαλώντας με παλιό εγωίστρια και κακομαθημένη, που τα θέλει όλα δικά της, γιατί φοβάται και δε βρίσκει το θάρρος να κάνει ένα βήμα μπρος. «Δεν υπάρχει κάτι που να μη ξέρω για την Έμιλυ και αυτό που χρειάζεται να ξέρεις εσύ είναι πως την αγαπώ και με αγαπάει· και οι δύο σε λατρεύουμε».
«Μα θα με αφήσεις» τολμάω να αποκαλύψω τον φόβο μου και τον σοκάρω γιατί ποτέ δεν είχα παραδεχτεί πόσο πολύ με φόβιζε η προοπτική του να φύγει ο Όλιβερ από τη ζωή μου και να δημιουργήσει μια νέα με κάποια άλλη. Τώρα που το σκέφτομαι, όλο αυτό ακούγεται αρρωστημένο. Θα έλεγε κανείς πως είμαι ερωτευμένη και εξαρτημένη από τον αδερφό μου. Μπορεί το δεύτερο να ισχύει κι ας το κρύβω καλά, αλλά ποια είμαι εγώ που θα το παραδεχτώ;
«Αγάπη μου, δεν θα σε αφήσω ποτέ» με διαβεβαιώνει ο αδερφός μου και με κλείνει σφιχτά στην αγκαλιά του. «Πως θα μπορούσα άλλωστε. Με μεγάλωσες, με σπούδασες και μ’ έκανες τον άντρα που είμαι. Σου χρωστάω, Κέι, αλλά όχι τόσο όσο να μη παντρευτώ την Έμιλυ» με κοιτάζει απολογητικά. Σηκώνω το χέρι μου στο πρόσωπο του και χαϊδεύω το αξύριστο μάγουλο του. Παλεύει να δείξει λίγο πιο άντρας μα πάντα μοιάζει με αγόρι που βιάζεται να μεγαλώσει· τα παιδικά χαρακτηριστικά του δεν καλύπτονται από τα γένια του όσο κι αν προσπαθεί. Τα μάτια του λάμπουν και έχουν το γαλάζιο του καθάριου ουρανού· έχουμε σχεδόν τα ίδια μάτια μα σίγουρα ο Όλιβερ έχει καλύτερη ψυχή από μένα.
«Θα το πείτε στους γονείς της σύντομα;» ρωτάω. Δεν έχει νόημα να τρελαίνομαι γι’ αυτό. Το ήξερα πως θα συμβεί απλά ήθελα να συνέβαινε λίγο πριν πεθάνω για να μην χρειαστεί ν’ αντιμετωπίσω την απαίσια μοναξιά που μου έχω επιβάλλει.
«Αύριο, στο φαγητό» χαμογελάει εκείνος και ξάφνου ξεσπάω σε δυνατά γέλια γιατί μοιάζει σαν ερωτοχτυπημένο αγόρι στη θύμηση της Έμιλυ.
«Πες μου πως έγινε, πως της έκανες πρόταση;» τον σπρώχνω χαχανίζοντας.
Κοκκινίζει αμέσως και παίρνει μια βαθιά ανάσα. «Πήγαμε βόλτα στη πόλη, ξέρεις πόσο μας αρέσει να περπατάμε στη βροχή. Περπατούσαμε αγκαλιά όταν βρήκαμε ένα γατάκι περίπου τριών εβδομάδων. Η Έμιλυ το έπιασε αμέσως στα χέρια της και το έφερε κοντά στο στέρνο της και… δεν ξέρω… δεν το ‘χα σχεδιάσει Κέι, αλλά όταν την είδα να μιλάει το γατάκι και να του λέει πως θα το προστατέψουμε, κάτι μέσα μου μ’ έσπρωξε να τη ζητήσω σε γάμο».
Αγαπώ τον αδερφό μου όσο τίποτ’ άλλο, μα αυτό που λατρεύω σ’ εκείνον είναι η αγάπη που τρέφει προς όλα τα ζώα. Από μικρός ήθελε να γίνει κτηνίατρος κι ενώ ήξερα πως λόγο της κατάστασης που επικρατούσε στο σπίτι μας, τ’ όνειρό του μπορεί να τσακιζόταν, δεν σταμάτησα να προσπαθώ να το κάνω πραγματικότητα. Θυμάμαι πως μικρός είχε ένα μικρό κοπάδι από αδέσποτα γατιά και σκυλιά, μέχρι και περιστέρια, να τον ακολουθούν από το σπίτι στο σχολείο και από εκεί στο σπίτι. Κρατούσε το χαρτζιλίκι που του έδινα για να αγοράζει κάθε Σάββατο τροφές για να ταΐζει όλη την εβδομάδα· αυτός είναι ο αδερφός μου, η ομορφότερη ψυχή στον κόσμο που στα δεκατρία του είχε κρύψει μέσα στη ντουλάπα του δωματίου του ένα αδέσποτο σκυλί που είχε σπάσει το πόδι του για ένα ολόκληρο βράδυ, μέχρι ν’ άνοιγε το πρωί ο κτηνίατρος της γειτονιάς το ιατρείο του και να τον πάει να τον δει.
«Θα μείνετε εδώ» αποφασίζω και του δείχνω το σπίτι που άνηκε κάποτε στη θεία μου, την αδερφή του πατέρα μου, η οποία μας το έδωσε όταν φύγαμε από το σπίτι. Η Μεγκ δεν έκανε ποτέ της παιδιά και θεωρούσε εμένα και τον Όλιβερ ως τέκνα της. Εκείνη μας στάθηκε στα δύσκολα σαν γονιός, όταν ο αδερφός της μας έκανε τη ζωή μία κόλαση· όταν πέθανε πριν τέσσερα χρόνια από καρκίνο, έκλαιγα για τρεις βδομάδες γιατί ένιωσα λες κι έχασα όλο μου τον κόσμο. Ήταν η μητέρα και ο πατέρας μου και ξάφνου έπρεπε να αντιμετωπίσω τον κόσμο χωρίς εκείνη να με συμβουλεύει και να μου δίνει κουράγιο.
«Όχι, αυτό το σπίτι είναι δικό σου» αρνείται τη προσφορά μου με σθένος. «Η Έμιλυ έχει δικό της σπίτι. Εκεί θα μείνουμε. Είναι μόλις δέκα λεπτά μακριά από εδώ, με τ’ αμάξι, οπότε θα είμαστε κοντά» χαμογελάει καθησυχαστικά αφού ξέρει καλά πως δεν αντέχω στη σκέψη πως μπορεί να είναι μακριά μου. «Αλλά ακόμα είναι νωρίς να συζητάμε για τέτοια πράγματα. Μόλις αρραβωνιαστήκαμε και δεν της έχω πάρει καν δαχτυλίδι» γελάει λιγάκι νευρικά.
Δαχτυλίδι. Η γυναίκα του αδερφού μου αξίζει το καλύτερο δαχτυλίδι και εγώ το έχω ήδη έτοιμο. «Μην πας πουθενά, έρχομαι».
Τινάζομαι όρθια και τρέχω στο δωμάτιο μου. Ψαχουλεύω μες τη μπιζουτιέρα μου για λίγο μέχρι που βρίσκω το κουτάκι που έψαχνα, με το δαχτυλίδι που κάποτε είχε δώσει στη Μεγκ, ο μοναδικός άντρας που αγάπησε. Δυστυχώς, δεν πρόλαβαν να ευτυχίσουν γιατί η μοίρα είχε άλλους σκοπούς, αφού ο Χάρισον πνίγηκε μια μέρα σ’ ένα ναυάγιο το οποίο δεν περίμενε κανείς να γίνει, εδώ στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο. Θα είχε σωθεί αν δεν είχε χτυπήσει το κεφάλι του στη κουπαστή πριν πέσει στη θάλασσα. Από τότε η Μεγκ έπεσε σε κατάθλιψη και δεν ξαναμίλησε γι’ αυτόν παρά μόνο λίγο πριν πεθάνει. Μου έδωσε το δαχτυλίδι και μου υποσχέθηκε να το φορέσω και να ευτυχίσω τόσο όσο ευτύχισε εκείνη με τον Χάρισον, έστω κι αν κράτησε τόσο λίγο. Για μένα ο έρωτας ισούνται με πόνο και δεν εμπιστεύομαι κανέναν άντρα, παρά μόνο τον Όλιβερ. Εκείνος θα πρέπει να κρατήσει το δαχτυλίδι και να το δώσει στην Έμιλυ.
Γυρίζω πίσω και τον βρίσκω να κοιτάζει με μισό χαμόγελο έξω από το παράθυρο. Κάθομαι απέναντι του και του δίνω το κουτάκι το οποίο κοιτάζει με σμιγμένα φρύδια· δεν το αναγνωρίζει γιατί ποτέ δε του είπα την ιστορία του. «Ήταν της Μεγκ· ήταν αρραβωνιασμένη για λίγο καιρό, αλλά δυστυχώς ο αρραβωνιαστικός της έχασε τη ζωή του πρόωρα. Μου το έδωσε μερικές μέρες πριν πεθάνει» του εξηγώ και με ακούει σαστισμένος. «Άνοιξε το» τον προτρέπω και κοιτάζω τα τρεμάμενα χέρια του.
«Κέι, είναι πανέμορφο» αναφωνεί μόλις βλέπει το δέσιμο από πλατίνα και το όμορφο διαμάντι που λαμπυρίζει κάτω από το φως της λάμπας. «Είσαι σίγουρη;» με ρωτάει δύσπιστος.
«Πολύ σίγουρη» τον διαβεβαιώνω. «Θα κάνεις χαρούμενη την Έμιλυ και ο σκοπός του δαχτυλιδιού είναι αυτός».
Με κοιτάζει για λίγο και παρατηρώ το πηγούνι του να τρέμει. Με πιάνει εξαπίνης γιατί ξαφνικά παρατηρώ πως κατά βάθος φοβάται. «Θα τη κάνω χαρούμενη;» με ρωτάει με φωνή που τρέμει.
«Όλιβερ, φυσικά και θα τη κάνεις ευτυχισμένη, ήδη το έχεις κάνει».
«Κι αν καταλήξω σαν εκείνον;»
Με σοκάρει και για λίγο μένω κοκαλωμένη γιατί δε βρίσκω τι να του πω. Έναν φόβο έχει στη ζωή του και δεν πρέπει να τον αφήσω να τον κατατρώει. «Δεν θα γίνεις ποτέ σαν αυτόν» καταφέρνω να ψελλίσω. «Δεν είσαι σαν εκείνον».
«Μοιραζόμαστε το ίδιο αίμα όμως και ξέρεις πολύ καλά πως μερικές φορές ακόμα κι αν παλεύεις να ξεφύγεις από την κληρονομικότητα, δεν τα καταφέρνεις».
«Να παλέψεις περισσότερο» του λέω ωμά ξαφνιάζοντας τον με τη σκληρότητα στον τόνο μου. Κλείνω τα μάτια και μετράω ως το δέκα γιατί το παρελθόν αρχίζει και τρυπώνει στο μυαλό μου και θέλω να το διώξω μακριά. «Είσαι μοναδικός. Και θα σιγουρευτώ πως η ζωή σου θα είναι μοναδική και όμορφη» τον διαβεβαιώνω.
«Και η δική σου ζωή;»
Γελάω απαλά και παίρνω μια βαθιά ανάσα. «Μια χαρά θα είναι η δική μου ζωή».
«Κέισι, πρέπει να προσπαθήσεις να βγεις από τη φυλακή που έχεις καταδικάσει τον εαυτό σου, δεν καταλαβαίνω τι βρίσκεις σε αυτή τη μοναχικότητα που ζεις».
«Δεν είμαι μόνη, έχω εσένα και τα κορίτσια» διαμαρτύρομαι έντονα.
«Ξέρεις πολύ καλά πως δεν εννοώ αυτό» με μαλώνει αγανακτισμένος. «Ως πότε θα μας έχεις; Οι τρελές οι φίλες σου θα έρθει κάποια στιγμή που θα φτιάξουν τις ζωές τους και δεν θα έχουν άπλετο χρόνο για ‘σένα. Δεν μπορείς να ζεις μόνη σου για πάντα».
«Μ’ έχει βολέψει» πεισμώνω κι ας ξέρω πως θα τον εκνευρίσω όσο δεν πάει. «Δεν μου πάει ο έρωτας και η συντροφικότητα. Είμαι μοναχικός λύκος».
«Απαράδεκτη είσαι» με διακόπτει απότομα. Μουτρώνω και σταυρώνω τα χέρια μου γύρω από το στομάχι μου. «Ακούς εκεί, “μ’ έχει βολέψει η μοναξιά”» με κοροϊδεύει αλλά φαίνεται πως δεν έχει τελειώσει ακόμα το λογύρδιό του. «Είπαμε να προστατέψεις τον εαυτό σου αλλά εσύ το παρατράβηξες το θέμα» συνεχίζει τη γκρίνια ενώ σηκώνεται από τη θέση του. Ρίχνει μια αγανακτισμένη ματιά προς το μέρος μου και αφού με φιλά στο κεφάλι ανήμπορος να κρύψει τον έντονο εκνευρισμό του, φεύγει από το σαλόνι μουρμουρώντας, για να μ’ αφήνει στη μοναξιά μου που τόσο αγαπώ.
Μπορεί να έχει δίκιο και η εμμονή μου να με καταστρέφει, μα υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που με φοβίζουν κι ένα παρελθόν που μου υπενθυμίζει πως ακόμα και ο πιο τέλειος άνθρωπος κρύβει μέσα του ένα τέρας, που δεν ξέρεις πότε θα βγει στην επιφάνεια. Δεν αντέχω άλλα τέρατα στη ζωή μου. Δύο μου ήταν αρκετά κι έκαναν μεγάλη ζημιά, τόση ώστε η καρδιά μου να φοβάται ν’ ανοιχτεί και ν’ αφεθεί για ν’ αγαπήσει. Καταπίνω τη πίκρα μου με δυσκολία και καρφώνω τα μάτια μου στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο και στην αναταραχή που επικρατεί από τη βροχή και τον αέρα. Τρομάζω γιατί για μια στιγμή ξεχνάω πως κοιτάζω έξω από το παράθυρο μου και νομίζω πως αντί για την φουρτουνιασμένη θάλασσα που ανακατεύεται με την ομίχλη και τα σύννεφα που έχουν κατεβεί χαμηλά, πως κοιτάζω τη ψυχή μου. Είναι σκοτεινή, ταραγμένη, μα Θεέ μου… τόσο εντυπωσιακά όμορφη… κι εγώ μοιάζει να είμαι το μόνο άτομο που δεν τη φοβάται…
Comments