12 μέρες Χριστούγεννα: μέρα δεύτερη
- Nektaria Markakis
- πριν από 4 ημέρες
- διαβάστηκε 9 λεπτά

Μία κούπα με αχνιστό καφέ την περίμενε στο γραφείο της εκείνο το πρωί. Κοίταξε τριγύρω της ψάχνοντας να βρει ποιος την έβαλε, όταν παρατήρησε πως ο Άνταμ την κοιτούσε έντονα. Του χαμογέλασε και σήκωσε την κούπα για να δοκιμάσει λίγο από τον γαλλικό- της φάνηκε να τον ευχαριστεί το γεγονός πως ενέκρινε τον καφέ που της έφτιαξε.
Η Βίκυ κάθισε στην θέση της με την κούπα στα χέρια και κοίταξε έξω από το παράθυρο για λίγο, χαμένη στις σκέψεις της. Ένιωθε παράξενα… ένιωθε χαρούμενη… μια συνάντηση στο ασανσέρ με τον Άνταμ ήταν αρκετή για να της φτιάχνει καφέ και αναρωτήθηκε γιατί δεν προσπάθησε νωρίτερα να τον πλησιάσει. Έδειχνε ενδιαφέρον, δεν είχε να φοβηθεί το παραμικρό.
«Γαβρίλου, πάλι χαζεύεις;»
Υπό άλλες συνθήκες η παρουσία του Γιώργου θα την ενοχλούσε αλλά δε θα τον άφηνε να της κάνει κομμάτια τη χαρά που είχε πάρει. Γύρισε προς το μέρος του και σάστισε γιατί τον είδε καθισμένο στο γραφείο της, ντυμένο στην τρίχα με ένα υφασμάτινο παντελόνι, λευκό πουκάμισο και μια όμορφη γραβάτα, ενώ ήταν φρεσκοξυρισμένος και χτενισμένος στην εντέλεια. Δεν τον είδε συνηθίσει έτσι. Παρατήρησε πως είχε τα μανίκια γυρισμένα ως τους αγκώνες και τα χέρια του που ήταν δυνατά με καλοσχηματισμένα δάχτυλα και καθάρισε το λαιμό της δυνατά γιατί ένιωσε το έντονο βλέμμα του πάνω της.
«Καλώς το βάσανο της ζωής μου», του είπε χαμογελώντας διάπλατα. «Σε τι μπορώ να βοηθήσω σήμερα; Βλέπω πως η γραβάτα σου είναι στην εντέλεια».
«Έφερες το αυτοκίνητο;» τη ρώτησε αγνοώντας το σχόλιό της.
«Είναι ήδη πάνω στο γραφείο μαζί με τα άλλα και έχω να πω πως είναι το ομορφότερο!»
Γέλασε με τον ενθουσιασμό της και έβγαλε το κινητό του από την τσέπη. «Δεν μπόρεσα χθες να σου στείλω τη φωτογραφία», της είπε καθώς πατούσε κάτι κουμπιά στην οθόνη του. Εκείνη του δικού της κινητού άναψε, άνοιξε τη φωτογραφία και την κοίταξε για λίγο, ανήμπορη να πιστέψει πως την τράβηξε εκείνος. Ήταν πανέμορφη… κι εκείνη έδειχνε όμορφη και ήρεμη ενώ κοιτούσε το αυτοκινητάκι στα χέρια της.
«Είναι πολύ όμορφη, ευχαριστώ», ψιθύρισε.
«Βλέπω πίνεις καφέ, καλός;» θέλησε να μάθει εκείνος και πριν προλάβει να του απαντήσει, σήκωσε την κούπα και ήπιε μια γουλιά. «Καλός!» αναφώνησε.
«Μου τον έφτιαξε ο Άνταμ». Πάγωσε όταν συνειδητοποίησε τις λέξεις που ξέφυγαν από τα χείλη της. Ο Γιώργος ανασήκωσε ένα φρύδι και έγειρε κοντά της με ύφος που έλεγε πως περίμενε με αγωνία όλα τα κουτσομπολιά. «Σταμάτα…»
«Αφού σου αρέσει γιατί δεν του το λες;» τη ρώτησε, και η Βίκυ κοκκίνισε ολόκληρη. «Εγώ λέω να αφήσεις τη δειλία σου στην άκρη, Γαβρίλου, σε έχω δει πώς τον κοιτάς. Αν τον γουστάρεις τόσο πολύ, κάνε μια κίνηση, μην περιμένεις μόνο από αυτόν».
Έκλεισε το μάτι του και σηκώθηκε από το γραφείο για να υποδεχτεί το αφεντικό τους. Ο πενηντάχρονος άντρας πήγε απευθείας στο τραπέζι με τα κόκκινα αυτοκίνητα και τα κοίταξε όλα προσεκτικά ώσπου σήκωσε αυτό που είχε διαλέξει η Βίκυ. Τον παρατήρησε με ενδιαφέρον να χαμογελάει μελαγχολικά. Δεν το έβαλε πίσω, το κράτησε στα χέρια του και στράφηκε προς το προσωπικό του που κρέμονταν από τα χείλη του.
«Συγχαρητήρια, καλή προσπάθεια από όλους, αυτό το αυτοκινητάκι όμως, είναι αυτό που έψαχνα. Μεγάλωσα στην Αμερική, όπως γνωρίζετε, κι είχαμε ένα παρόμοιο κάτω από το δέντρο μας κάθε Χριστούγεννα. Δε θέλω να μάθω ακόμα ποιος το αγόρασε, θα μου πείτε στο πάρτι. Να σας δώσω και την επόμενη αποστολή σας τώρα…» Έκανε μια παύση για να βεβαιωθεί πως τον άκουγαν όλοι και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Κάθε χρόνο, όταν ήμουν παιδί, πηγαίναμε στην κοινότητα της πόλης όπου μέναμε για να δούμε το δέντρο τους που ήταν πολύ διαφορετικό. Το ονόμαζαν «Το δέντρο των αγγέλων». Ήταν στολισμένο με κάρτες όπου παιδιά που ζούσαν σε οικογένειες με μεγάλη οικονομική δυσχέρεια, έγραφαν τι θα ήθελαν για δώρο εκείνα τα Χριστούγεννα. Παίρναμε πάντα τρεις κάρτες και αγοράζαμε ό,τι έγραφαν πάνω, και περισσότερα πράγματα, για να κάνουμε έστω τρία παιδιά ευτυχισμένα. Αυτό θα κάνετε κι εσείς σήμερα!»
Ο Άνταμ στάθηκε δίπλα της και η Βίκυ τον κοίταξε με τρυφερό ύφος. «Εσύ πήρες το αυτοκίνητο που κράτησε;» τη ρώτησε χαμηλόφωνα. «Σε είδα που το άφησες εκεί, είναι πανέμορφο».
«Ευχαριστώ, με τον Γιώργο το διαλέξαμε».
«Ναι φυσικά», χαμογέλασε ο Άνταμ. «Μια μέρα να πάμε για καφέ, αν θες».
Ταράχτηκε με την πρόσκλησή του. Έγνεψε καταφατικά κι επικεντρώθηκε στο αφεντικό τους ξανά. «Στο δέντρο πάνω θα βρείτε κάρτες συμπληρωμένες από τα παιδιά ενός πολύ γνωστού ιδρύματος. Κάθε ζευγάρι θα πάρει από τρεις κάρτες. Οι ηλικίες των παιδιών είναι από οχτώ ως δώδεκα ετών- ηλικίες τρυφερές που ακόμα πιστεύουν στα Χριστούγεννα και τον Άη Βασίλη. Στους λογαριασμούς σας θα βρείτε από εκατό ευρώ ο καθένας, έχετε δηλαδή διακόσια ευρώ το κάθε ζευγάρι για να τους ψωνίσετε. Το θέμα δεν είναι να ξοδέψετε τα δικά σας χρήματα- αν θέλετε να το κάνετε φυσικά μπορείτε- αλλά να νιώσετε πως είναι να κάνετε χαρούμενο κάποιον που δεν γνωρίζετε. Είναι εύκολο να δίνεις στους δικούς σου ανθρώπους… αλλά το να δίνεις σε ξένους που έχουν ανάγκη, είναι μαγικό. Καλά ψώνια!»
Κανείς δε φάνηκε να χαίρεται ιδιαίτερα, το να ψωνίζεις για αγνώστους ήταν πρόκληση, μα η Βίκυ δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό της. Ξέχασε πως ο Άνταμ στεκόταν στο πλευρό της και έτρεξε προς τον Γιώργο που μιλούσε με το αφεντικό, χωρίς να λογαριάσει πως μπορεί να διέκοπτε.
«…είναι η καλύτερη ευκαιρία που μπορεί να σου δοθεί…» Το αφεντικό σταμάτησε να μιλάει και έκανε νόημα στον Γιώργο ο οποίος στράφηκε προς το μέρος της απορημένος.
«Γαβρίλου;»
«Συγγνώμη, δεν…»
«Δεν πειράζει, τελειώσαμε για την ώρα», της είπε το αφεντικό τους κι έφυγε, αφήνοντας τον Γιώργο προβληματισμένο.
«Έκανα χαζομάρα;» τον ρώτησε τρομαγμένη.
«Με έσωσες από μια άβολη κουβέντα. Με θες, Γαβρίλου;» Τον κοίταξε σοκαρισμένη κι εκείνος έβαλε τα γέλια. «Με θες κάτι;» επανέλαβε κι εκείνη βόγκηξε αγανακτισμένη γιατί πάντα κατάφερνε να την μπερδέψει χωρίς να κάνει κάτι ουσιαστικά… ήταν εκείνη που κοντά του κατέβαζε ρολά και που το μυαλό της βραχυκύκλωνε.
«Ναι, θέλω να διαλέξουμε κάρτες πριν τους άλλους. Κοίτα, δεν πάει κανείς, θα προτιμούσαν να κρατήσουν τα λεφτά για τον εαυτό τους, είμαι σίγουρη!»
«Ηρέμησε, ίσως πάνε μετά, ωστόσο πάμε εμείς να διαλέξουμε για να σου φύγει το άγχος».
«Δεν αγχώνομαι», του είπε με τη φωνή της να γίνεται πιο τσιριχτή.
«Το βλέπω», απάντησε εκείνος πειρακτικά και την οδήγησε ως το δέντρο. «Θες κορίτσι ή αγόρι;»
«Δεν ξέρω… εσύ;»
Δεν απάντησε αμέσως, τον παρατήρησε καθώς διάβαζε τις κάρτες ώσπου τράβηξε μία. «Υποθέτω πως αν γινόμουν ποτέ πατέρας θα ήθελα να έχω κόρη, οπότε θα πάρω ένα κορίτσι», της είπε με μισό χαμόγελο.
Προσπάθησε να τον φανταστεί ως πατέρα, ο ψηλός Γιώργος με τις φαρδιές πλάτες ήταν πλασμένος να κουβαλάει στους ώμους του ένα μικρό κοριτσάκι που θα ήταν ο μοναδικός άνθρωπος στη γη που θα μπορούσε να τον κάνει ό,τι θέλει. Ναι, το έβλεπε καθαρά. Γέλασε απαλά και πήρε μια κάρτα για ένα αγοράκι οχτώ ετών. Η τρίτη κάρτα ανήκε πάλι σε ένα μεγαλύτερο κορίτσι. Τα διάλεξαν γιατί εκτός από δικά τους πράγματα, ζητούσαν και ρούχα για τα μικρότερα παιδιά του ιδρύματος, κι αυτό τα έκανε να ξεχωρίζουν.
«Ραντεβού στις πέντε;» τη ρώτησε, κοιτώντας αγχωμένος το ρολόι του. «Πρέπει να φύγω, έχω μια σοβαρή δουλειά».
Την άφησε με τις κάρτες στο χέρι. Η Βίκυ έκανε μια γκριμάτσα κι επέστρεψε στο γραφείο της χωρίς την παραμικρή όρεξη για δουλειά, κοιτούσε τα άτσαλα γράμματα των παιδιών που ζητούσαν πράγματα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα, και η καρδιά της σφιγγόταν από τη στεναχώρια. Μεγάλωσε σε ένα υγιές περιβάλλον με γονείς που δεν της στέρησαν το παραμικρό, δεν μπορούσε- και δεν τολμούσε- να φανταστεί πως ένιωθαν αυτά τα παιδιά. Αποφάσισε να μην το σκέφτεται άλλο κι έβαλε τις κάρτες στην τσάντα της για να μπορέσει να επικεντρωθεί στη δουλειά της, μα το μυαλό της δεν έλεγε να ηρεμήσει.
«Θες να κάνουμε ένα διάλλειμα και να πάμε για καφέ απέναντι;»
Σήκωσε το βλέμμα της μόλις άκουσε την απαλή φωνή του Άνταμ κι η καρδιά της χτύπησε σαν τρελή.
«Θα το ήθελα πολύ αλλά έχω μείνει πίσω σήμερα», του είπε λυπημένη που της δινόταν η ευκαιρία να περάσει χρόνο μαζί του, και δεν μπορούσε. Δίσταζε. Αυτή ηταν η αλήθεια που έκρυψε πίσω από μια χαζή δικαιολογία.
«Κρίμα», απάντησε ο Άνταμ μα δεν επέμεινε, φόρεσε το παλτό του κι έφυγε ενώ η Βίκυ κλαψούριζε εκνευρισμένη που δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί.
Μισή ώρα αργότερα πήγε στο μπάνιο για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της, όταν επέστρεψε βρήκε μια χάρτινη σακούλα στο γραφείο της πάνω, με το αγαπημένο της σάντουιτς από το μαγαζί απέναντι. Χαμογέλασε κι έψαξε να βρει μεμιάς τον Άνταμ που την χαιρέτησε διστακτικά σηκώνοντας το χέρι του. Ήταν υπέροχος, παρότι δεν πήγε μαζί του για καφέ, δεν την ξέχασε… θα έπρεπε να πάρουν μαθήματα συμπεριφοράς οι άντρες από αυτόν, σκέφτηκε, και δάγκωσε με λαχτάρα το πολύσπορο ψωμί.
Στις πέντε ακριβώς μάζεψε τα πράγματά της για να μην καθυστερήσει τον Γιώργο, δε θα άντεχε άλλη γκρίνια από μέρους του, γι’ αυτό προτίμησε να είναι έτοιμη μόλις πήγαινε να την πάρει. Τον είδε να βγαίνει από το γραφείο του αφεντικού νευριασμένος κι αναρωτήθηκε τι είχε, όλη μέρα συμπεριφερόταν παράξενα, δεν τον είχε συνηθίσει έτσι. Έτρεξε να τον προλάβει ξαφνιασμένη που έφευγε χωρίς αυτήν μα ο Γιώργος έμοιαζε σα να μην ήθελε να τη δει καν.
«Δεν έχω όρεξη, Γαβρίλου», της είπε μόλις στάθηκε δίπλα του.
«Ούτε εγώ αλλά πρέπει να πάμε για ψώνια».
Χαμήλωσε το κεφάλι του και ξεφύσησε κουρασμένα. «Μπορείς να πας μόνη σου;»
«Ναι, αλλά δε θέλω, είμαστε μαζί σε αυτό», του είπε αυστηρά. «Δεν ξέρω τι σου συμβαίνει αλλά χρειάζομαι τα χρήματα, Γιώργο, και αν είναι να τα χάσω εξαιτίας σου…»
Σταμάτησε να μιλάει γιατί ο τρόπος την κοιτούσε την ξάφνιασε. Το έκανε συχνά αυτό, της έριχνε κάτι περίεργες ματιές σα να την έβλεπε πρώτη φορά ή σα να την αναγνώριζε… άραγε να είχε καταλάβει ποια ήταν;
«Πάμε όπου θες αλλά θα πάμε με τη μηχανή μου», αποκρίθηκε κι εκείνη, παρότι τις φοβόταν, δεν του έφερε καμία αντίρρηση.
Φόρεσε το κράνος που της έδωσε και αγκάλιασε τη μέση του όταν κάθισε πίσω του. Δεν ήθελε να παραδεχτεί πως ένιωθε ασφάλεια κι ας την τρομοκρατούσε το γεγονός πως θα κυκλοφορούσε πάνω σε μηχανή μεγάλου κυβισμού. Όμως, ο Γιώργος ήταν προσεκτικός και παρότι τον έσφιγγε λίγο περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε, δεν παραπονέθηκε στιγμή κι ας του έκανε την οδήγηση δυσκολότερη. Προσπάθησε να ευχαριστηθεί τη φωταγωγημένη πόλη που ήταν τόσο όμορφη με τα γιορτινά της, όμως το άγχος δεν την άφησε αν και ο παγωμένος αέρας της έκανε καλό και την ξύπνησε.
Μπήκαν λίγο μετά τις έξι στο πολυκατάστημα, που έμοιαζε λες και είχε βγει μέσα από χριστουγεννιάτικο παραμύθι, και πήραν από ένα καρότσι. Αυτή τη φορά χωρίστηκαν για να πάρει ο καθένας ό,τι ήθελε για τα παιδιά που διάλεξαν, ενώ για το τρίτο θα συναντιόντουσαν ώστε να ψωνίσουν παρέα. Η Βίκυ πήρε ό,τι ήταν γραμμένο στη λίστα και πρόσθεσε και πράγματα που της άρεσαν, χαμογελούσε στη σκέψη πως θα έκανε ένα παιδί χαρούμενο αν και θλιβόταν που δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο για τα υπόλοιπα.
Όταν βρέθηκε με τον Γιώργο, σαράντα λεπτά αργότερα, της φάνηκε παράξενο το ύφος του ενώ κοιτούσε το καρότσι. Ήταν θλιμμένος. «Συμπεριφέρεσαι παράξενα σήμερα, είσαι καλά;» τον ρώτησε, με αληθινό ενδιαφέρον.
Σήκωσε το βλέμμα του πάνω της, ήταν κόκκινο, πρώτη φορά τον έβλεπε τόσο ευάλωτο.
«Ναι, απλά σκέφτομαι αυτά τα παιδιά, ξέρω πως νιώθουν που δεν έχουν τίποτα», μουρμούρισε. «Μεγάλωσα χωρίς παιχνίδια, χωρίς καινούρια ρούχα γιατί φορούσα τα παλιά του μεγάλου μου αδερφού και τα χρήματα έφταναν μόνο για ρούχα της μικρής μου αδερφής… ούτε στολίζαμε στο σπίτι μου γιατί δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε δέντρο και στολίδια, ζήλευα τόσο πολύ τους φίλους μου που είχαν φωτάκια στα σπίτια τους», είπε γελώντας κοφτά.
Σάστισε γιατί της είχε δοθεί άλλη εικόνα για τον Γιώργο. Δεν τον ήξερε καλά αφού στο δημοτικό τον απόφευγε, αλλά πίστευε πως ερχόταν από καλή οικογένεια, με χρήματα, πως δεν το έλειπε τίποτα… θυμήθηκε πώς κάθε Χριστούγεννα έκανε σαν τρελός με το δέντρο στο σχολείο και κατάλαβε την ανάγκη του να το στολίζει μόνος του, ήταν κάτι που είχε στερηθεί.
«Λυπάμαι, δεν μπορώ να φανταστώ πως μπορεί να ήταν…»
«Ο πατέρας μου είχε καρκίνο και δεν μπορούσε να δουλέψει, τα βγάζαμε πέρα με το μισθό της μητέρας μου και αργότερα βοηθούσεκαι ο αδερφός μου. Στο γυμνάσιο άρχισα κι εγώ να κάνω δουλειές του ποδαριού για να τα βγάλουμε πέρα. Ήταν δύσκολα αλλά τουλάχιστον ήμασταν αγαπημένη οικογένεια».
Ήθελε να ρωτήσει για τον πατέρα του όμως από τον τρόπο που μιλούσε γι’ αυτόν κατάλαβε πως δεν ήταν στη ζωή πια- προσπάθησε να τον θυμηθεί, ήρθε στο νου της εκείνος ο ψηλός άντρας με το λευκό δέρμα και τα μελαγχολικά μάτια, τότε δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί κοιτούσε τόσο θλιμμένα τον κόσμο γύρω του αλλά τώρα ήξερε… προσπαθούσε να αποτυπώσει τις εικόνες που έβλεπε στο μυαλό του, γιατί σύντομα δε θα μπορούσε να τις ξαναδεί.
«Είχες το πιο σημαντικό πράγμα, αγάπη», του είπε με χαμόγελο και ο Γιώργος ανταπέδωσε, πιο ήρεμος αυτή τη φορά.
Άρχισε να τον βλέπει με διαφορετική ματιά, ίσως η συμπεριφορά του όταν ήταν παιδιά να ήταν ένας τρόπος για να κερδίζει την προσοχή και να νιώθει ορατός στον κόσμο. Μα σύντομα άλλαξε γνώμη γιατί τα ψώνια μαζί του μετατράπηκαν σε έναν μικρό εφιάλτη αφού διαφωνούσαν στα πάντα. Ήταν τόσο εύκολο να ψωνίζουν χωριστά και τόσο ακατόρθωτο να μην τσακωθούν ενώ διάλεγαν μαζί πράγματα.
«Είσαι πεισματάρης!» του είπε όταν βγήκαν από το μαγαζί, κουβαλώντας ένα σωρό τσάντες στα χέρια.
«Κι εσύ ξερόλας», απάντησε μεμιάς, εκείνος, κοιτώντας τη προκλητικά. «Ειλικρινά σου μιλάω, Γαβρίλου, ώρες-ώρες δε σε αντέχω, έχεις τη φοβερή ικανότητα να με βγάζεις από τα ρούχα μου και όχι με τον τρόπο που θα ήθελα!»
«Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα σε βγάλω από τα ρούχα σου, μην ονειρεύεσαι άλλον, είσαι βάσανο… είσαι εκνευριστικός και δεν μπορώ… θέλω να σε κλωτσήσω!» του έβαλε τις φωνές ενώ σταματούσε ένα ταξί. «Ανυπομονώ να περάσουν αυτές οι δέκα μέρες που απομένουν στο παιχνίδι για να μην ασχοληθώ μαζί σου ξανά».
«Μπορούμε απλά να μιλάμε μόνο για το παιχνίδι, δε χρειάζεται να λέμε ούτε καλημέρα!» πρότεινε ο Γιώργος, καθώς έχωνε με μανία τα πράγματα στο πορτ μπαγκάζ του ταξί.
«Πολύ καλά, λοιπόν, αυτό θα κάνουμε!» τσίριξε η Βίκυ ενώ έμπαινε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου.
«Εντάξει λοιπόν», της είπε ο Γιώργος κι έφυγε βρίζοντας. Τον είδε να κλωτσάει τη ρόδα της μηχανής του πριν ανέβει πάνω της και έκλεισε τα μάτια της. Πήρε μερικές ανάσες για να ηρεμήσει μα όταν τα άνοιξε, εκείνος είχε φύγει ήδη.
«Κοπελιά, θα μου πεις που πάμε ή να σε πάω εγώ όπου θέλω;» ρώτησε ο οδηγός του ταξί γελώντας, όμως σοβαρεύτηκε όταν τον κοίταξε άγρια. Άντρες… δεν άντεχε να ασχολείται πια μαζί τους…







Σχόλια