top of page

12 μέρες Χριστούγεννα: Μέρα πρώτη

  • Εικόνα συγγραφέα: Nektaria Markakis
    Nektaria Markakis
  • 28 Νοε
  • διαβάστηκε 8 λεπτά
ree

Ημέρα πρώτη.

 

Όπως το φαντάστηκε, το επόμενο πρωινό οι δρόμοι είχαν μετατραπεί σε μια παγίδα γιατί το χιόνι είχε λιώσει και είχε μετατραπεί σε λάσπη. Πήγε στη δουλειά με νεύρα, δε φτάνει που το όνειρο για λευκά Χριστούγεννα είχε κρατήσει μόλις μια μέρα, έπρεπε να συνεργαστεί με τον Γιώργο σε αυτό το χαζό παιχνίδι… πάντα η τύχη της έπαιζε παιχνίδια που δεν την ευνοούσαν και τα νεύρα της γίνονταν κρόσσια, αλλά αυτή τη φορά το κακό είχε παραγίνει. Δεν τον άντεχε, τον κοιτούσε και της ερχόταν στο νου ο τρόπος που της συμπεριφερόταν στο δημοτικό και έτρεμε ολόκληρη από θυμό.

Έτρεξε να προλάβει τις πόρτες του ανελκυστήρα πριν κλείσουν, μα στην προσπάθειά της έριξε λίγο από τον καφέ που κρατούσε στο χέρι της, πάνω στο παλτό της. Έβρισε άκομψα κι έψαξε να βρει ένα χαρτομάντιλο μέσα στην τσάντα της, όταν της πρόσφερε κάποιος ένα, μέσα από το ασανσέρ. Πάγωσε όταν είδε πως μέσα στο θάλαμο στεκόταν ήδη ο Άνταμ. Φυσικά κι έπρεπε να βρεθούν οι δυο τους μόνοι, με αυτόν τον τρόπο, όταν ήταν άτσαλη και  λερωμένη.

«Καλημέρα, Βίκυ», της είπε σε σπαστά ελληνικά. Συνήθως μιλούσαν αγγλικά για να μη δυσκολεύεται αλλά επιδίωκε να χρησιμοποιεί τη γλώσσα την οποία πάσχιζε να μάθει.

«Καλημέρα, Άνταμ», αποκρίθηκε ντροπαλά κι έβαλε μια τούφα από τα μαλλιά της, πίσω από το αυτί της.

«Σήμερα θα κάνουμε το παιχνίδι», της είπε χαμογελώντας. «Σου αρέσει;»

Έβρισκε τόσο γλυκό το γεγονός πως πάσχιζε να μιλήσει. Ήταν υπέροχος, ονειρικός, ήταν…

«Ναι, πολύ ωραία η ιδέα σου, κρίμα που θα πρέπει να ασχοληθώ με τον Γιώργο», απάντησε γελώντας.

«Ήθελα να πάμε μαζί μα ο κλήρος…»

Ο καταραμένος κλήρος τους χώρισε… ήθελε να είναι μαζί στο παιχνίδι αλλά ο κλήρος… ήθελε να τον κάνει κομμάτια και να χοροπηδήσει με μανία πάνω του για να τον τιμωρήσει που τόλμησε να βάλει άλλη δίπλα του. Προσπάθησε να χαμογελάσει για να δείξει άνετη αλλά δεν τα κατάφερε και τον παρατήρησε ενώ πατούσε το κουμπί του ορόφου όπου βρισκόταν τα γραφεία της εταιρείας.

Πάνω που έκλειναν οι πόρτες του ανελκυστήρα, ένα χέρι μπήκε ανάμεσά τους και τις άνοιξε ξανά. Ο Γιώργος, αγουροξυπνημένος και με τα μαλλιά αχτένιστα, μπήκε μέσα και κούνησε το κεφάλι του ενώ στεκόταν ανάμεσα στη Βίκυ και τον Άνταμ.

«Άνταμ, Γαβρίλου… καλημέρα», τους είπε με τυπικό ύφος. «Συνεχίστε την κουβέντα σας σαν να μην είμαι εδώ», τους προέτρεψε αλλά ο τρόπος που κοίταξε φευγαλέα τη Βίκυ, την έκανε να τραβηχτεί στη γωνία και να μη βγάλει άχνα. Το τελευταίο άτομο που ήθελε να πάρει είδηση το γεγονός πως ήταν τσιμπημένη με τον Άνταμ, ήταν αυτός, μα να που ήταν και ο μοναδικός που το είχε παρατηρήσει, για κακή της τύχη.

Ο καθένας πήγε στο γραφείο του για να κάνει τη δουλειά του. Η Βίκυ αναθεμάτισε άλλη μια φορά που βρέθηκε στο δρόμο της ο Γιώργος, αλλά και για το γεγονός πως της έλειπε το θάρρος. Ήταν δειλή και εξαιτίας αυτού είχε στερήσει στον εαυτό της πολλές απολαύσεις. Αναστέναξε δυνατά κι επικεντρώθηκε στη δουλειά της- με μερικά διαλλείματα για να ρίξει μια ματιά προς τον Άνταμ- μέχρι τις τέσσερις, όταν και βγήκε το αφεντικό από το γραφείο του, τρίβοντας τα χέρια του.

«Είστε έτοιμοι να παίξουμε;» ρώτησε, φωνάζοντας για να τον ακούσουν όλοι, και τους έκανε νόημα να σηκωθούν από τις θέσεις τους και να πλησιάσουν. «Χθες χωριστήκατε σε ζευγάρια για το παιχνίδι, αλλά δε σας είπα τον λόγο που το παίζουμε. Ναι μεν είναι το δώρο που θα πάρετε, αλλά υπάρχει κι άλλος λόγος, πιο σημαντικός». Δεν υπήρχε άτομο που να μην κρεμόταν από τα χείλη του, τον κοιτούσαν με κομμένη την ανάσα κι εκείνος το απολάμβανε. «Θέλω εκτός από συνάδελφοι να είστε και φίλοι, είναι μια τέλεια ευκαιρία να μάθετε να συνεργάζεστε και να γνωριστείτε καλύτερα με το ταίρι σας. Ξέρω πως για μερικούς αυτό δεν είναι σημαντικό αλλά η σωστή συνεργασία και οι καλές σχέσεις μπορούν να βοηθήσουν την επιχείρηση να πάει μπροστά. Ο ανταγωνισμός είναι καλός μόνο αν είναι υγιής κι αυτό θέλω να πετύχουμε με αυτό το παιχνίδι». Έβαλε τα χέρια στις τσέπες που πανάκριβου παντελονιού του και χαμογέλασε περήφανος. «Η πρώτη σας αποστολή είναι να βρείτε ένα στολίδι, όχι οποιοδήποτε, αλλά ένα βίντατζ κόκκινο αμάξι με ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο πάνω του. Θα μου πείτε τώρα, εύκολο είναι… μπορεί… όμως αν δεν είναι αυτό που ψάχνω, τότε η πρώτη αποστολή θα είναι άκυρη!»

Επικράτησε πανικός. Η Βίκυ επέστρεψε στο γραφείο της αναρωτώμενη πως θα ήξεραν ποιο ακριβώς έψαχνε όταν την πλησίασε ο Άνταμ. Ένιωσε τα μάγουλά της να παίρνουν φωτιά μα κατάφερε να του χαμογελάσει φιλικά.

«Ωραία η αποστολή, ε;» ρώτησε με λαχτάρα.

«Ναι, δική σου ιδέα ήταν;»

«Ναι, ελπίζω να μην είναι δύσκολο…»

«Καθόλου, ήδη ξέρω που θα πάω για να βρω ένα», του είπε πονηρά.

«Θα πάμε, εννοείς, Γαβρίλου!» Ο Γιώργος στεκόταν πίσω της, είχε σκύψει και είχε φέρει το στόμα του στο αυτί της, η καυτή του ανάσα χάιδεψε το δέρμα της αλλά τον βρήκε τρομερά ενοχλητικό γι’ αυτό απομακρύνθηκε από κοντά του αμέσως. «Σε μία ώρα να είσαι έτοιμη, θα φύγουμε, αλλά ως τότε μπορείς να μου φτιάξεις τη γραβάτα γιατί έχουμε με το αφεντικό μια συνάντηση;» τη ρώτησε με αθώο ύφος και της έδωσε τη μαύρη γραβάτα που είχε στο χέρι του. Φορούσε ένα τζιν και λευκό πουκάμισο ενώ τα μαλλιά του ήταν σε καλύτερη κατάσταση από το πρωί. Της φάνηκαν κουρασμένα τα καστανοπράσινα μάτια του αλλά δεν το σχολίασε, ήθελε απλά να τελειώνει μαζί του και να συνέχιζε την κουβέντα της με τον Άνταμ. Στάθηκε μπροστά του αδυνατώντας να κρύψει πόσο τη νευρίαζε η παρουσία του, εκείνος από την άλλη δεν τράβηξε στιγμή το βλέμμα του από το πρόσωπό της λες και προσπαθούσε να τη διαβάσει. «Ευχαριστώ», ψιθύρισε κι έφυγε τρέχοντας πριν μπορέσει να του πει κουβέντα. Ξαφνιάστηκε με τον τρόπο του αλλά δεν ασχολήθηκε πολύ μαζί του, έτσι κι αλλιώς πάντα περίεργος ήταν κι έκανε παράξενα πράγματα. Στράφηκε προς τον Άνταμ όμως εκείνος είχε επιστρέψει στο γραφείο του και μιλούσε με τη Χιονάτη- την Καλλιόπη- βυθίζοντάς τη πάλι στην απελπισία.

Στις πέντε ακριβώς ο Γιώργος στεκόταν μπροστά της ξεφυσώντας ανυπόμονα γιατί  Βίκυ δεν είχε μαζέψει ακόμα τα πράγματά της. Κοιτούσε το ρολόι του συχνά και χτυπούσε το πόδι του ρυθμικά στο πάτωμα ώσπου εκείνη δεν άντεξε και χτύπησε τα χαρτιά που είχε στα χέρια της, πάνω στο γραφείο.

«Μπορείς να σταματήσεις;» του είπε μέσα από τα δόντια της.

«Σου είπα να είσαι έτοιμη κι εσύ ακόμα κάνεις δουλειά και μάλιστα πηγαίνεις σαν το σαλιγκάρι…»

«Σταμάτα τη γκρίνια!» Δεν ήθελε να φωνάξει αλλά ο Γιώργος ήξερε πώς να παίζει με τα νεύρα της. «Έτοιμη είμαι, βλέπεις; Δύο λεπτά καθυστέρησα, δεν ήρθε το τέλος του κόσμου!»

«Δεν είμαστε όλοι αργόσχολοι σαν εσένα, Γαβρίλου, έχουμε και ραντεβού!»

«Μην ανησυχείς, δε θα αργήσεις καθόλου στο ραντεβουδάκι σου», του είπε ψυχρά και φόρεσε το παλτό της κοιτώντας τον προκλητικά. «Εξάλλου, ξέρω που θα πάμε για να βρούμε αυτό που ψάχνουμε που σημαίνει πως μέσα σε μία ώρα θα έχουν χωρίσει οι δρόμοι μας!»

Τον προσπέρασε με νευρικό βήμα και κατευθύνθηκε προς τον ανελκυστήρα. Δευτερόλεπτα αργότερα στεκόταν κι αυτός δίπλα της. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα για αρκετή ώρα αλλά όταν βγήκαν από το κτίριο, ο Γιώργος την άρπαξε από το χέρι ξαφνιάζοντάς τη.

«Έχω τη μηχανή μου εδώ πιο κάτω, που θα πάμε; Θα είναι γρηγορότερο αν…»

«Στο Πεδιόν του Άρεως θα πάμε, είναι πέντε λεπτά με τα πόδια, εκτός αν δεν αντέχεις να περπατήσεις μαζί μου για πέντε λεπτά».

Είχε μια πικρία ο τόνος της που δεν περίμενε ούτε η ίδια να ακούσει. Ήλπιζε πως ο Γιώργος δε θα το σχολίαζε και ξεκίνησε να κατεβαίνει την Πατησίων, μέχρι την Λεωφόρο Αλεξάνδρας, όπου έστριψαν αριστερά για να βγουν στην κεντρική είσοδο του πάρκου. Το παζάρι που είχε στηθεί από τον δήμο ήταν τεράστιο και ξεκινούσε από το άγαλμα, ενώ επεκτεινόταν για πολλά μέτρα μέσα στο πάρκο. Ο κόσμος είχε ήδη ξεχυθεί για τα ψώνια του, παντού έβλεπες τα δύο πρόσωπα των κατοίκων της πόλης, εκείνα τα χαμογελαστά που απολάμβαναν την ατμόσφαιρα κι εκείνα τα βλοσυρά που δεν ήξεραν αν θα βγάλουν το μήνα. Φόρεσε τα γάντια της γιατί το κρύο περόνιαζε και κοίταξε τον Γιώργο που ακόμα φαινόταν σα να βιαζόταν να φύγει.

«Θες να χωριστούμε και να αγοράσει ο καθένας από δύο αυτοκίνητα…»

«Προτιμώ να μείνουμε μαζί», της είπε αμέσως. «Εξάλλου πρέπει να βγάλουμε φωτογραφίες όσο διαλέγουμε το αυτοκίνητο, είναι στους κανόνες που σας μοίρασα, δεν τους διάβασες;» ρώτησε με αυστηρότητα.

Σήκωσε το βλέμμα της ψηλά φανερώνοντας την ενόχλησή της. «Δεν είχα χρόνο, δούλευα», αποκρίθηκε ψυχρά. «Ας ξεκινήσουμε επιτέλους», συνέχισε και του έκανε νόημα να την ακολουθήσει ως τον πρώτο πάγκο.

Ο Γιώργος γέλασε κοφτά και υπάκουσε αφού έριξε μια ακόμη ματιά στο ρολόι του. Ο πάγκος ήταν γεμάτος με στολίδια για το δέντρο αλλά τίποτα δεν έμοιαζε με αυτό που έψαχναν γι’ αυτό συνέχισαν στον επόμενο πάγκο.

«Σου αρέσουν τα Χριστούγεννα;» τη ρώτησε ο Γιώργος, κερδίζοντας την προσοχή της.

«Σε ποιον δεν αρέσουν;» απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους της.

«Σε μένα, ας πούμε».

Τον αντίκρισε σοκαρισμένη. Δε τον θυμόταν έτσι, ο Γιώργος ήταν ο πρώτος που έτρεχε να στολίσει την τάξη και το δέντρο κι ήταν φορές που δεν άφηνε κανέναν να βάλει το αστέρι στην κορυφή. Την κοίταξε με μισό χαμόγελο λες και ευχαριστιόταν το γεγονός πως τη σόκαρε, ενώ φαινόταν ότι περίμενε κάποιο σχόλιό της.

«Εμένα μου αρέσουν», αρκέστηκε να πει.

«Γιατί;» τη ρώτησε ο Γιώργος. «Είναι απλά μια γιορτή και μάλιστα πολύ ακριβή».

«Δεν είναι ανάγκη να είναι ακριβή», απάντησε με έναν αναστεναγμό. «Αυτό εξαρτάται από το με ποιους τη γιορτάζεις, βέβαια, για κάποιους έχουν σημασία τα ακριβά δώρα ενώ για άλλους απλά η παρουσία των αγαπημένων τους ανθρώπων στη ζωή τους».

Έπιασε στα χέρια της ένα πανέμορφο ξύλινο διακοσμητικό. Η βάση του χωρούσε στην παλάμη της κι ήταν  η αναπαράσταση μια μικρής πλατείας χωριού με ένα σπιτάκι στην άκρη, ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο στο κέντρο κι ένα μικρό κόκκινο ανοιχτό φορτηγάκι με ένα δέντρο στην καρότσα του, πιο δίπλα.

«Δεν μου φαίνεται σαν αυτό που ψάχνει», είπε ο Γιώργος. «Πάμε άλλου».

«Τι ψάχνει ακριβώς;» ρώτησε κάπως απότομα η Βίκυ. «Ποιο θα είναι το τέλειο διακοσμητικό ή στολίδι;»

«Θα σου πω όταν το βρω», της απάντησε στον ίδιο τόνο και την τράβηξε από το χέρι προς τον επόμενο πάγκο και μετά στον επόμενο και τον μεθεπόμενο. Τίποτα δεν του άρεσε, ό,τι του έδειχνε το απέρριπτε ενώ κάθε τρεις και λίγο κοιτούσε το ρολόι του ξεφυσώντας.

«Πρέπει να διαλέξεις, επιτέλους, Γαβρίλου!» της είπε κάποια στιγμή που ήταν η σειρά της να απορρίψει ένα πολύ άσχημο στολίδι.

Τον αντίκρισε συγχυσμένη. «Πήγαμε σε δεκαπέντε πάγκους, οι έντεκα είχαν αυτοκίνητο με δέντρο και δεν ήθελες κανένα, και φταίω εγώ τώρα γι’ αυτό;» του φώναξε, έξω φρενών. «Αυτό ήταν, θα διαλέξω μόνη μου, έτσι κι αλλιώς εσύ βιάζεσαι να φύγεις κι εγώ δεν πρόκειται να φύγω άπραγη, θέλω να κερδίσω και μαζί σου δεν πρόκειται ποτέ να συνεργαστώ σωστά, οπότε…»

Σταμάτησε να μιλάει και στάθηκε μπροστά από τον επόμενο πάγκο, εκεί όπου βρήκε ένα πανέμορφο κόκκινο φορτηγό από ξύλο. Στην καρότσα του είχε ένα δεντράκι που νόμιζε κανείς από μακριά όταν το έβλεπε, ότι ήταν αληθινό. Το πρόσωπό της φωτίστηκε, ήταν πανέμορφο, το σήκωσε στα χέρια της και το εξέτασε από όλες τις πλευρές όταν άκουσε ένα κλικ σα να την τραβούσε κάποιος φωτογραφία. Ο Γιώργος είχε σηκωμένο το κινητό του, της χαμογέλασε όταν οι ματιές τους συναντήθηκαν και η Βίκυ είδε μια παράξενη λάμψη στα μάτια του.

«Σου είπα πως όταν το βρούμε θα ξέρουμε…»  Γέλασε κοφτά κι έδωσε το φορτηγό στην πωλήτρια για να το βάλει σε μια χάρτινη τσάντα. Δεν την άφησε να το πληρώσει, έβγαλε ένα χαρτονόμισμα από το πορτοφόλι του και είπε στην κοπέλα να κρατήσει τα ρέστα. «Πρέπει να φύγω, θα σου στείλω αργότερα τη φωτογραφία, θα το φέρεις εσύ αύριο στη δουλειά; δεν μπορώ να πάρω μαζί μου την τσάντα στο…»

«…ραντεβού σου, ναι το κατάλαβα, μην ανησυχείς», απάντησε χαμογελώντας ψυχρά. «Καλά να περάσεις, καλό βράδυ».

Του γύρισε την πλάτη κι άρχισε να απομακρύνεται έχοντας ένα παράξενο αίσθημα πως κάποιος την παρακολουθούσε. Κοίταξε πάνω από τον ώμο της και σάστισε όταν είδε τον Γιώργο στο ίδιο σημείο να την παρακολουθεί με σοβαρό ύφος που δεν μπορούσε να αποκωδικοποιήσει. Ούτε ήθελε να προσπαθήσει να τον καταλάβει, έτσι κι αλλιώς μετά από αυτές τις δώδεκα μέρες θα επέστρεφαν ξανά στη σχέση που είχαν… η οποία ήταν ανύπαρκτη… από ανάγκη μιλούσαν, λόγω της δουλειάς, και έτσι θα συνεχιζόταν η ζωή τους… με εκείνη να αναρωτιέται πως θα ήταν μια ζωή μαζί με τον Άνταμ, και τον Γιώργο να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να της σπάσει τα νεύρα..

Σχόλια


bottom of page