top of page

12 μέρες Χριστούγεννα: Μέρα τρίτη

  • Εικόνα συγγραφέα: Nektaria Markakis
    Nektaria Markakis
  • πριν από 6 ώρες
  • διαβάστηκε 9 λεπτά
ree

Δε φανταζόταν ποτέ πως ο καυγάς της με τον Γιώργο θα την επηρέαζε τόσο πολύ μα να που δεν κατάφερε να κλείσει μάτι όλο το βράδυ. Έφερνε στο νου το προηγούμενο απόγευμα στο πολυκατάστημα, πως διαφωνούσαν στα πάντα, πώς ο ένας έβγαζε τα πράγματα του άλλου από το καρότσι και αισθάνθηκε άσχημα. Ήταν γελοίο γιατί δύο ενήλικες δεν μπορούσαν να κάνουν ούτε μια υποχώρηση. Αυτό έδειχνε ξεκάθαρα και τη δυναμική της σχέσης τους, ποτέ τους δεν θα συμβιβαζόντουσαν, πάντα θα ήθελαν να περνάει το δικό τους και αν την κούραζε αυτό τώρα που είχαν τυπικές σχέσεις, δε θα ήθελε καν να σκεφτεί πως θα ήταν αν αποκτούσαν περισσότερες.

Ντύθηκε ανόρεχτα για να πάει στη δουλειά, τουλάχιστον ήταν Παρασκευή και για δύο μέρες θα ηρεμούσε στο σπίτι της παρέα με τον χοντρό γάτο της και τον σκύλο της. Σκόπευε να κάνει βόλτες στην πόλη, να ψωνίσει και να τραβήξει φωτογραφίες για να περάσει η ώρα της. Φέτος ήταν η μόνη χρονιά που δε θα έκανε γιορτές με την οικογένειά της αφού ο αδερφός της θα πήγαινε στο Παρίσι με την αρραβωνιαστικιά του και οι γονείς της θα ταξίδευαν για πρώτη φορά στη ζωή τους, στη Ρώμη, για τις γιορτές. Τους είχε πει ψέματα πως θα έχει παρέα, πως ήταν καλεσμένη σε ένα σωρό πάρτι και τραπέζια μα η αλήθεια ήταν πως ήταν μόνη της σε μια μεγάλη, απρόσωπη πόλη.

 

Η κούπα με τον καφέ την περίμενε ήδη στο γραφείο της μαζί με ένα κάπ κέικ διακοσμημένο με έναν τάρανδο. Της έφτιαξε τη διάθεση αμέσως. Χαμογέλασε στον Άνταμ που τη χαιρέτησε από μακριά και έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά, ξεχνώντας τα πάντα. Πού και πού μιλούσε στο τηλέφωνο και ακόμα πιο συχνά έψαχνε να βρει τον Γιώργο. Τις περισσότερες φορές ήταν μέσα στο γραφείο του διευθυντή και όταν έβγαινε ήταν για να πάρει κάποια χαρτιά. Δεν της έριξε ούτε ματιά, ήταν λες και για εκείνον δεν υπήρχε. Ίσως δε θα έπρεπε να το πάρει κατάκαρδα μα την ενοχλούσε η σιωπή του, είχε συνηθίσει τα πειράγματά του από την πρώτη μέρα που έπιασε δουλειά και παρότι την έφερναν στα άκρα, τώρα της έλειπαν. Ούτε η ίδια δεν ήξερε τι ήθελε πια, είχε μάθει να τη νοιάζει αν τη συμπαθούσε ο κόσμος και όταν συνειδητοποιούσε πως δεν ήταν αρεστή σε όλους, την έπιανε κρίση πανικού. Ήθελε να τη συμπαθεί ο Γιώργος… δεν έπρεπε να του φερθεί με τέτοιο τρόπο την προηγούμενη μέρα γιατί τώρα που το σκεφτόταν, εκείνη ξεκίνησε αυτή την ανούσια κόντρα μέσα στο κατάστημα. Είχαν ακόμα μία ώρα μπροστά τους μέχρι το σχόλασμα και δεν έβλεπε την ώρα να τελειώσει αυτό το μαρτύριο, ήλπιζε πως το Σαββατοκύριακο θα μαλάκωνε λίγο η καρδιά του και πως από τη Δευτέρα θα της μιλούσε ξανά.

«Πως πέρασες χθες;» τη ρώτησε ο Άνταμ που μόλις είχε πάει κοντά της. 

Μακάρι να μπορούσε να του πει ότι πέρασε τέλεια και να το εννοούσε. «Ήταν κουραστικό αλλά άξιζε τον κόπο», απάντησε χαμογελώντας μελαγχολικά.

«Είδα τις τσάντες που έφερες, πήρατε πολλά πράγματα!»

«Ναι, η αλήθεια είναι πως ενθουσιαστήκαμε με τον Γιώργο και παρασυρθήκαμε, αλλά δεν πειράζει. Τα παιδιά αξίζουν πολλά, όμορφα πράγματα».

Ο Άνταμ συμφώνησε με ένα νεύμα. Έδειχνε νευρικός σα να ήθελε να της πει κάτι αλλά δεν έβρισκε τον τρόπο. Δεν κατάφερε ποτέ να βγάλει λέξη γιατί ο Γιώργος βγήκε από το γραφείο κρατώντας κάποιους φακέλους στα χέρια, τους οποίους μοίρασε στα ζευγάρια.

«Γαβρίλου, αυτός είναι για σένα, Άνταμ αυτός είναι για σένα και την Καλλιόπη», ήταν το μόνο που είπε, μουρμουρίζοντας, κι έφυγε.

Ο φάκελος της ήταν ήδη ανοιχτός, μέσα είχε δύο κάρτες, μία που απευθυνόταν σε εκείνη και τον Γιώργο και μία για εκείνη αποκλειστικά. Τα μάτια της βούρκωσαν όταν συνειδητοποίησε πως ήταν ευχαριστήρια μηνύματα από τα παιδιά στα οποία είχε ψωνίσει. Η καρδιά της σφίχτηκε γλυκά, γέμισε με αγάπη και έφερε τις κάρτες πάνω της σα να ήθελε να τις κρατήσει για πάντα εκεί. ο Γιώργος είχε κρατήσει τη δική του κάρτα, ήταν τόσο θυμωμένος μαζί της που δεν θέλησε καν να ανοίξουν το φάκελο παρέα.

Λίγες στιγμές αργότερα βγήκε ο διευθυντής από το γραφείο και τους κάλεσε να μαζευτούν για να τους δώσει τη νέα τους αποστολή. Η Βίκυ δεν είχε όρεξη, όχι όταν ο Γιώργος ήταν τόσο ψυχρός απέναντί της, όμως ήθελε αυτά τα χρήματα. Δεν ήταν πως είχε οικονομικό πρόβλημα, όμως ήθελε να κάνει ένα ταξίδι ζωής το καλοκαίρι και να γυρίσει την Ευρώπη. Θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα έκανε αποκλειστικά για εκείνη αφού πάντα, σε κάθε απόφαση που έπαιρνε, υπολόγιζε τους άλλους πρώτα. Ήταν εγωιστικοί οι λόγοι που ήθελε να κερδίσει μα ήταν και η πρώτη φορά που φερόταν εγωιστικά.

«Δε θα σας καθυστερήσω πολύ», είπε το αφεντικό τρίβοντας τα χέρια του. «Τα πήγατε πολύ καλά χθες, κάνατε πολλά χαρούμενα και μπράβο σε όσους το πήγαν ένα βήμα παραπάνω και γέμισαν με ρούχα και δώρα τις τσάντες για να δοθούν και στα υπόλοιπα παιδιά!» Τα χειροκροτήματα ήταν δυνατά αλλά η Βίκυ δεν χειροκρότησε γιατί θύμωσε που έπρεπε να υπάρχει μια πρόκληση για να σκεφτεί να κάνει κάτι τόσο όμορφο. «Η επόμενη αποστολή σας είναι να περάσετε ουσιαστικό χρόνο μεταξύ σας, θέλω να βγείτε με το ταίρι σας, να κεραστείτε και να γνωριστείτε καλύτερα. Αυτή η αποστολή αφορά εσάς κι εύχομαι να δεθείτε για τη συνέχεια!»

Η καρδιά της χτύπησε σαν τρελή. Ήταν ευκαιρία να μιλήσει με τον Γιώργο και να του ζητήσει συγγνώμη μα εκείνος είχε ήδη φύγει χωρίς να της μιλήσει. Δεν ήξερε τι να κάνει… μάζεψε τα πράγματά της και προχώρησε προς την έξοδο όταν τη σταμάτησε ο Άνταμ.

«Έλεγα να πάμε για φαγητό», της είπε αγχωμένος. «Δεν έχεις φάει σήμερα».

Δεν περίμενε πως θα το είχε παρατηρήσει. «Ναι, μόνο το καπ κέικ έφαγα», απάντησε. «Ας πάμε για φαγητό, έχεις κάποιο μέρος υπόψη;»

«Ναι, είναι εδώ κοντά, πάμε».

Βγήκαν στο δρόμο και η Βίκυ ξαφνιάστηκε με το ξαφνικό κρύο που είχε πιάσει. Ο καιρός είχε τρελαθεί, το χιόνι έγινε λιακάδα και ξαφνικά το κρύο έκανε επέλαση. Της άρεσε ο χειμώνας, όμως, δεν παραπονέθηκε και ακολούθησε τον Άνταμ ως ένα μικρό, όμορφο μεζεδοπωλείο.  Κάθισαν έξω, δίπλα σε μια από τις σόμπες που έκαιγαν. Το βλέμμα της πλανήθηκε στον όμορφα διακοσμημένο χώρο, μέχρι που στάθηκε πάνω στον Γιώργο που ήταν καθισμένος σε ένα από τα τραπέζια μέσα. Μαζί του ήταν μια όμορφη γυναίκα, γύρω στα είκοσι πέντε και ήταν και οι δύο απορροφημένοι στην κουβέντα τους. Ένιωσε ένα παράξενο τσίμπημα στην καρδιά που το αγνόησε για να επικεντρωθεί στον Άνταμ. Της ήταν αδύνατο, κοιτούσε συχνά προς το μέρος του Γιώργου ενώ ο συνοδός της μιλούσε για τη ζωή του στην Αμερική.

«Εσύ έχεις πάει ποτέ στην Αμερική;» τη ρώτησε κάποια στιγμή, τραβώντας την προσοχή της.

«Όχι, δεν έχω πάει πουθενά, θέλω να ταξιδέψω το καλοκαίρι αλλά εδώ, στην Ευρώπη».

«Να έρθεις, μπορούμε να πάμε μαζί», της είπε κοιτώντας τη με λαχτάρα. Η Βίκυ γέλασε. Τι είχε συμβεί μόλις; Το αντικείμενο του πόθου της, της ζήτησε να πάνε μαζί ταξίδι κι εκείνη κάρφωνε το βλέμμα της συνέχεια σε έναν άνθρωπο που έβγαζε προς τα έξω τον χειρότερο εαυτό της!

«Ποτέ δεν ξέρεις, ίσως κάποτε…»

«Θα πάω τώρα, τα Χριστούγεννα», της είπε. «Αν θες…» Γέλασε κοφτά με το ξαφνιασμένο ύφος της και ήπιε λίγο από το κρασί που είχαν παραγγείλει. «Είναι νωρίς, το ξέρω, αλλά έτσι είμαι εγώ…ενθουσιάζομαι εύκολα».

«Είναι πολύ νωρίς, απλά για φαγητό έχουμε βγει…»

Κοίταξε προς το μέρος του Γιώργου και η καρδιά της χτύπησε άτακτα όταν είδε πως την κοιτούσε έντονα. Της φάνηκε πως ήταν θυμωμένος που βρισκόταν εκεί αλλά δε φανταζόταν πως θα τον έβρισκαν στο ίδιο μέρος. Ο Άνταμ συνέχισε να μιλάει μα η Βίκυ έριξε μια ματιά στο κινητό της και την ειδοποίηση για εισερχόμενο μήνυμα.

Αύριο το μεσημέρι τι κάνεις;

Ήταν ο Γιώργος που επικοινωνούσε μαζί της. Τον κοίταξε φευγαλέα και απάντησε δαγκώνοντας το κάτω χείλος της.

Θα πάω βόλτα με τον Όλιβερ.

Χαμογέλασε στον Άνταμ παρότι δεν άκουγε τι έλεγε, και διάβασε το νέο μήνυμα.

Κι άλλος μνηστήρας; Πρέπει να βρω κάποιον να σε προσέχει, σε περιτριγυρίζουν πολλοί άντρες, Γαβρίλου.

Γέλασε απαλά κι ήπιε λίγο κρασί, ενώ ο Άνταμ τη ρωτούσε τι θα φάει.

«Παρήγγειλε ό,τι θες, εγώ τρώω τα πάντα», του είπε και βιάστηκε να απαντήσει στον Γιώργο.

Δε φταίω εγώ που αρέσω… αλλά ο Όλιβερ είναι ο σκύλος μου, με αυτόν θα πάω βόλτα.

Περίμενε ανυπόμονα την απάντησή του.

Τι λες να τον πάμε μαζί; Μπορώ να έρθω να σας πάρω στις δώδεκα.

Δεν περίμενε ποτέ ότι θα ενθουσιαζόταν τόσο πολύ στην ιδέα.

Αύριο στις δώδεκα, θα σου στείλω τη διεύθυνση.

Η οθόνη της άναψε ξανά.

Ξέρω που μένεις, Γαβρίλου. Τα λέμε αύριο.

Στράφηκε προς το μέρος του και χαμογέλασε αχνά. Της το ανταπέδωσε και δεν την κοίταξε ξανά. Η Βίκυ αναστέναξε και έδωσε όλη της την προσοχή στον Άνταμ μα ο νους της ξεστράτιζε στην αυριανή μέρα… έκανε σχέδια… δεν μπορούσε να πιστέψει πως έκανε σχέδια για μία βόλτα με τον Γιώργο!

 

Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη που είχε κολλήσει στο εσωτερικό του φύλλου της ντουλάπας της για να βεβαιωθεί πως ήταν όλα εντάξει- το φόρεμα ως το γόνατο, το χοντρό καλσόν, τα μποτάκια της και φυσικά το παλτό της… σήκωσε τα μαλλιά της σε μια κοτσίδα αλλά μετά τα άφησε ελεύθερα ξανά και ξεφύσησε νευριασμένη.

«Είσαι ηλίθια, είπαμε να σε συμπαθήσει θες, και με το να είσαι στην τρίχα δε θα το καταφέρεις», είπε στην εικόνα της στον καθρέφτη. «Απλά φρόντισε να μην αρπαχτείς πάλι μαζί του», μουρμούρισε πάνω που λάμβανε μήνυμα πως ήταν εκεί και την περίμενε. «Όλιβερ, το ραντεβού μας είναι εδώ», φώναξε στο σκύλο της κι ένα όμορφο cavalier King Charles spaniel έκανε την εμφάνισή του γαυγίζοντας χαρούμενο. Του φόρεσε το σαμαράκι του και μαζί κατέβηκαν τρέχοντας τα σκαλιά για να μην καθυστερήσουν περισσότερο. Ο Γιώργος χαμογέλασε διάπλατα μόλις τους είδε και αφού κοίταξε με θαυμασμό την Βίκυ, έδωσε όλη την προσοχή του στο σκυλί με τα μεγάλα αυτιά που τον μύριζε.

«Ώστε αυτός είναι ο περιβόητος Όλιβερ», είπε αφήνοντάς τον να γλείψει το πρόσωπό του.

«Ο άντρας της ζωής μου», αποκρίθηκε η Βίκυ. «Πάμε;»

«Ναι, έλεγα να κάνουμε βόλτα στο Ζάππειο, έχει κι εκεί Χριστουγεννιάτικο παζάρι και καντίνες με ωραία χοτ-ντογκ». Σταμάτησε να μιλάει απότομα και η Βίκυ έβαλε τα γέλια. «Μήπως δεν είναι το κατάλληλο φαγητό;» τη ρώτησε γελώντας κι αυτός, και έξυσε το αυτί του Όλιβερ.

«Μια χαρά είναι, φτάνει να του πάρουμε και του Όλιβερ ένα».

«Κανίβαλε!» είπε παθιασμένα για να ξεσπάσουν πάλι σε δυνατά γέλια.

Είχαν καλή διάθεση και οι δύο και ο πάγος έλιωσε αμέσως, αν και ακόμα ένιωθαν περίεργα μετά από το ξέσπασμά τους στο κατάστημα. Περπατούσαν στο Ζάππειο χωρίς να ανταλλάσουν πολλές κουβέντες, σταματούσαν στους πάγκους για να δουν τα στολίδια και τα γλυκίσματα αλλά αυτή η σιωπή εκνεύριζε τρομερά την Βίκυ.

«Γιώργο, κοίτα… αυτό που έγινε προχθές…»

«…ήταν άσχημο, συμφωνώ, και ζητώ συγγνώμη…»

«… όχι εγώ ζητώ συγγνώμη, δικό μου ήταν το λάθος», τον διέκοψε παθιασμένα.

«Δικό μου ήταν, είχες δίκιο, αυτά που διάλεγα δεν ήταν πρακτικά…»

«…ναι αλλά ήμουν απότομη και…»

«…κι εγώ μαλάκας!» Κοιτάχτηκαν έντονα για λίγο ώσπου ο Γιώργος έριξε πίσω το κεφάλι του για να αφήσει τον ήλιο να χαϊδέψει το πρόσωπό του. «Ας πούμε ότι φταίγαμε και οι δύο γιατί όπως πάει θα τσακωθούμε πάλι», της είπε με έναν αναστεναγμό. «Λυπάμαι που σε στεναχώρησα».

«Κι εγώ λυπάμαι, μερικές φορές γίνομαι σπαστικιά».

«Ναι, η αλήθεια είναι πως δεν έχεις αλλάξει και πολύ από το σχολείο», της είπε, ξαφνιάζοντάς τη, αφού δεν περίμενε ότι θα τη θυμόταν. «Τι, νόμιζες πως ξέχασα την περιβόητη Βίκυ, το φυτό της τάξης;»

«Ήλπιζα πως ναι», αποκρίθηκε με νόημα. «Δεν περνούσα καλά εξαιτίας σου», συνέχισε και ο Γιώργος έκανε μια απολογητική γκριμάτσα. Δεν είχε παρατηρήσει ξανά πόσο ντελικάτη μύτη είχε, και πως τη σούφρωνε κάθε φορά που αναγκαζόταν να ζητήσει συγγνώμη. Ήταν απολαυστικός.

«Ήμουν τέρας, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε γελώντας.

«Ήσουν, αλλά προχθές μου είπες κάτι που με έκανε να σε καταλάβω λίγο καλύτερα», του απάντησε. Σταμάτησαν να περπατάνε και στάθηκαν ο ένας απέναντι από τον άλλον κοιτώντας τριγύρω νευρικά, σα να τους ήταν δύσκολο να κάνουν αυτή την κουβέντα. «Ήσουν το μεσαίο παιδί, συνήθως αυτά μεγαλώνουν στον αυτόματο, ένιωθες αόρατος έτσι δεν είναι;»

Της χαμογέλασε μελαγχολικά γιατί ήταν διορατική και είδε αμέσως τι ήταν αυτό που τον βασάνιζε τόσο εκείνον τον καιρό. Εκείνου του πήρε χρόνια και πολλή ψυχοθεραπεία για να το καταλάβει μα η αλήθεια ήταν πως ακόμα πάσχιζε να γνωρίσει καλά τον εαυτό του. Ήταν αστείο που οι άνθρωποι γύρω του τον ήξεραν καλύτερα από όσο ήξερε αυτός τον εαυτό του.

«Αυτό δεν μου έδινε το δικαίωμα να είμαι απαίσιος απέναντί σου», αποκρίθηκε αυστηρά. «Έχουν περάσει χρόνια, αλλά ζητώ συγγνώμη».

«Απλά…» άρχισε να λέει, με δισταγμό. «Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ήσουν έτσι απέναντί μου, ήμουν η μόνη που προσπαθούσε να σε πλησιάσει και να σε κάνει φίλο όταν όλοι δε σε άντεχαν…»

Έτριψε το πρόσωπό του και βόγκηξε. «Θα σου πω αλλά θα υποσχεθείς πως δε θα νευριάσεις μαζί μου πάλι».

«Πες μου εσύ και θα δω», απάντησε πειρακτικά.

Δίστασε να μιλήσει αλλά εντέλει το έκανε γιατί δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγει. «Θυμάσαι τον Λευτέρη και τον Μιχάλη, που ήταν πάντα μαζί αυτοκόλλητοι;» Η Βίκυ έγνεψε καταφατικά γιατί δεν μπορούσε να ξεχάσει τους δύο πιο αντιπαθητικούς συμμαθητές της. «Τους έπιασα μια μέρα να μιλάνε για σένα και να βάζουν στοίχημα για το ποιος θα σηκώσει τη φούστα σου. Εσύ καθόσουν φρόνιμη σε ένα παγκάκι και διάβαζες την Πολυάννα και σκέφτηκα πόσο άδικο ήταν να ασχολούνται μαζί σου. Τους είπα: αυτή είναι δική μου, δε θα την πειράξετε ποτέ αλλιώς θα χώσω τη μούρη σας στη λάσπη, μπας και σε αφήσουν στην ησυχία σου αλλά βλέπεις, ήθελαν πρώτα να βεβαιωθούν πως θα σου έκανα πού και πού τη ζωή δύσκολη. Το έκανα κάθε φορά που σκεφτόντουσαν να σε πειράξουν, έλεγα πάντα πως ήταν καλύτερα να με μισείς από το να σε ενοχλούν αυτοί οι δύο, έτσι κι αλλιώς δε θα ήσουν το μοναδικό άτομο στον κόσμο που δε θα ήθελε να με ξέρει εξαιτίας της συμπεριφοράς μου».

Η Βίκυ άκουγε έκπληκτη. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως για να την προστατέψει προτίμησε να την κάνει να τον μισήσει. Από τη μία ήθελε να τον χαστουκίσει γιατί όλα τα προβλήματα με την αυτοπεποίθησή της ξεκινούσαν από αυτόν, αλλά από την άλλη δεν τολμούσε να φανταστεί πως θα ήταν η ζωή της αν έπεφτε στα χέρια των δύο αυτών αγοριών. Ίσως τελικά να την είχε σώσει από μια κόλαση…

«Θύμωσες», τον άκουσε να λέει απογοητευμένος. «Δε σε αδικώ… πάω να φέρω χοτ-ντογκ να φάμε με την ελπίδα πως κάποτε θα με συγχωρήσεις για όσα σου έκανα», της είπε και έφυγε χωρίς να περιμένει την απάντησή της. Έτσι κι αλλιώς, ούτε η ίδια δεν ήξερε τι ήθελε να του πει μετά από αυτή την αποκάλυψη…

 

Σχόλια


bottom of page