top of page
Εικόνα συγγραφέαNektaria Markakis

Κωδικός: το ταγκό της ζήλιας




Κωδικός: το ταγκό της ζήλιας

Ο Φίλιπς μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω μόλις τον πλησίασα.

«Παρότι θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε αύριο σκεφτήκαμε πως πολλές μέρες ξεκουράστηκες...» 

«Ποιοι το σκεφτήκατε αυτό;»

Δεν μου έλυσε ποτέ την απορία μου.

«Η εκπαίδευση σου θα αποτελείται εκτός από τα υποχρεωτικά μαθήματα που θα πρέπει να παρακολουθείς καθημερινά- το πρόγραμμα θα το βρεις το δωμάτιο σου αργότερα- κι από μαθήματα μάχης σώμα με σώμα, πολεμικές τέχνες αλλά και μάχες στρατηγικής».

«G.I. Jane θα γίνω;»

Πάλι με αγνόησε.

«Επίσης θα κάνεις μαθήματα καλής συμπεριφοράς, πως να ντύνεσαι, πως να βάφεσαι, πως να αλλάζεις και γίνεσαι κάποια άλλη, πως να τρως και να ξεχωρίζεις τα πιρούνια του φαγητού και της σαλάτας...»

«Τέλεια και πάντα είχα την απορία ποιο είναι ποιο».

«Η εκπαίδευσή σου θα κρατήσει έναν χρόνο. Στους έξι μήνες θα δώσεις τις πρώτες εξετάσεις σου κι αν περάσεις, θα συνεχίσεις την εκπαίδευση και μετά, θα αναλάβεις και την πρώτη αποστολή σου. Θα ξεκινήσεις, προς το παρόν, με τεχνικές αυτοάμυνας. Προπονητής σου θα είναι ο Τζέιμι Κούπερ. Άγγλος, δεν χαμογελάει ποτέ κι αν το κάνει, θα είναι για να σε ειρωνευτεί».

Ταράχτηκα μόλις άκουσα το όνομα του προπονητή μου. Θα γνώριζα τον περιβόητο επιβήτορα, Τζέιμι Κούπερ! Έκανα να πω ένα άκομψο αστείο στον Φίλιπς αλλά το ύφος του με σταμάτησε. Αν δεν έμοιαζε πιο απειλητικός κι από τον Νικ Φιούρι, τον υπέρ κατάσκοπο της ΑΣΠΙΔΑ με το καλυμμένο μάτι, μπορεί και να τον πατούσα με όλη μου τη δύναμη στο πόδι μόνο και μόνο για να του δείξω πόσο έξαλλη ήμουν που επί δέκα μέρες είχε εξαφανιστεί, και τώρα με αντιμετώπιζε με αυτό το αυστηρό ύφος, που μου έκοβε τα γόνατα.

Μου έδειξε την είσοδο που οδηγούσε σε ένα γυμναστήριο και έκανε μια μικρή υπόκλιση πριν περάσω στον χώρο. Αν και η κίνηση φαινόταν ευγενική, είχε κάτι το απειλητικό, σαν να μου έλεγε πως αν δεν μπω μέσα με περίμεναν χειρότερα. Σήκωσα τα μάτια ψηλά και προχώρησα ανέμελα μέσα στο γυμναστήριο όταν ένιωσα ένα δυνατό μπράτσο να τυλίγεται σαν κόμπρα γύρω από το λαιμό μου. Αμέσως η ανάσα μου κόπηκε από τον πανικό.

«Μάθημα πρώτο», είπε μια αντρική φωνή στο αυτί μου με έντονη αγγλική προφορά που, αν δεν πνιγόμουν, μπορεί να έβρισκα και σέξι, «δεν μπαίνουμε ποτέ σε έναν χώρο χωρίς να τον ελέγξουμε».

Μ' ελευθέρωσε αμέσως φροντίζοντας να με σπρώξει λιγάκι μακριά του. Στράφηκα προς το μέρος του έτοιμη να πω κάτι έξυπνο, αλλά η φωνή μου πιάστηκε στο λαιμό όταν τον αντίκρισα. Ψηλός, καστανός με ελαφρώς σταρένιο δέρμα, γεροδεμένος τόσο όσο χρειαζόταν, ημίγυμνος... μια σκέτη κόλαση που με κοιτούσε λες και ήθελε να με κατασπαράξει... και δεν εννοώ με την καλή έννοια.

  Τα μάτια μου ταξίδεψαν στους κοιλιακούς του κι έμειναν λιγάκι παραπάνω στις γραμμές των γοφών του που χάνονταν μέσα στη φόρμα του. Κι ο Τσάρλι ήταν όμορφος, σέξι, αλλά αυτός εδώ είχε κάτι το επικίνδυνο στο βλέμμα του. Ποια γυναίκα δεν αγαπά λιγάκι μυστήριο και αγριάδα σ’ έναν άντρα; Μου έκανε νόημα να πλησιάσω ενώ γύριζε την πλάτη του. Τα μάτια μου έπεσαν αμέσως πάνω στο τατουάζ που έπιανε όλη τη σπονδυλική του στήλη· ένα δέντρο με τις ρίζες του εκεί χαμηλά στην πλάτη, να σχηματίζουν μια καρδιά...

 

Δεν ήταν πολλές οι φορές που χάζευα στη θέα ενός άντρα αλλά το έπαθα πρώτη φορά όταν η ματιά μου χάιδεψε το σώμα του Τζέιμι Κούπερ. Ένιωσα το λαιμό μου να κλείνει, να ξεραίνεται λες κι είχα να πιω νερό αιώνες, ενώ δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από την πλάτη του. Ήταν σχεδόν τέλειος και λέω σχεδόν γιατί με μία καλύτερη ματιά κοντά στο δέρμα του παρατήρησα πως το τατουάζ του κάλυπτε μια μεγάλη ουλή κατά μήκους της σπονδυλικής στήλης του. Αυτομάτως απέκτησα λίγη παραπάνω περιέργεια για εκείνον κι ήθελα πραγματικά να μάθω πως σημαδεύτηκε, τι σήμαινε το τατουάζ του, αν απλά κοιμόταν με την Μπέα ή είχε αισθήματα για εκείνη...

«Μη στέκεσαι σαν χαζή, Μόρις. Και σταμάτα να τσεκάρεις την πλάτη μου», τον άκουσα να λέει αυστηρά. Ταράχτηκα. Που στο καλό έβλεπε ότι τσέκαρα την πλάτη του; Η ερώτηση μου απαντήθηκε από μένα την ίδια όταν είδα πως στεκόταν μπροστά από έναν καθρέφτη, στον οποίο έβλεπε καθαρά την αντανάκλαση μου. Ένιωσα όντως σαν χαζή.

«Τι θες να κάνουμε;» τον ρώτησα γελώντας νευρικά, ρίχνοντας το βάρος μου από το ένα πόδι στο άλλο λες και ήμουν δεκάξι ξανά. Έτσι έκανα όταν είχα γνωρίσει τον Κρίστιαν. Θλίψη με κατέβαλε όταν τον θυμήθηκα ξανά μετά από τόσα χρόνια. Ήλπιζα πως θα ήταν καλά, ευτυχισμένος, πως θα είχε βρει το νόημα της ζωής που τόσο παθιασμένα έψαχνε. Αναρωτήθηκα αν του έλειπα που και που όταν έφυγε. Αν διάβασε στις εφημερίδες για μένα και τον πατέρα μου. Άρχισε να με πιάνει πανικός, λες και έκλεινε γύρω μου το δωμάτιο. «Κάνει ζέστη εδώ μέσα ξαφνικά ή εγώ ζεσταίνομαι;» χαχάνισα σαν κοριτσούδι. 

Στράφηκε σοβαρός προς το μέρος μου. Το γέλιο μου κόπηκε μαχαίρι. Κατάπια με δυσκολία ενώ για πρώτη φορά μετά από καιρό ευχήθηκα να είχα μία παγωμένη μπύρα ή έστω έναν κουβά με πάγο. Με πλησίασε με αργό βήμα ενώ τύλιγε γύρω από τις αρθρώσεις του μία γάζα. Δεν είχε πάρει στιγμή τα μάτια του από πάνω μου. Κάρφωσα κι εγώ τα δικά μου εκεί, στο ζεστό μελί με τις πράσινες πιτσιλιές, ώσπου εκείνος τράβηξε πρώτος το βλέμμα του κάπως νευριασμένος.

«Με καθυστερείς, Μόρις».

«Καταρίνα», τον διόρθωσα κάνοντας τον να με αντικρίσει με στενεμένα μάτια. «Μπορείς να με λες Καταρ...»

«Δεν ήρθες εδώ για γίνουμε φίλοι. Είμαι ο εκπαιδευτής σου και θα πρέπει να μου συμπεριφέρεσαι επαγγελματικά, κι όχι σαν να είμαι μία από τις φιλενάδες σου», απάντησε μ’ ένα απεχθές ύφος που μ’ έκανε να καγχάσω νευριασμένα.

Ήθελα να του πω πως δεν είχα φιλενάδες. Έκανα να απαντήσω το ίδιο προκλητικά, όταν μου επιτέθηκε ξαφνικά. Έβγαλα μία ψιλή κραυγή ενώ στην κυριολεξία πετούσε το σώμα μου στο έδαφος. Ένα κύμα πόνου ανέβηκε από τη μέση προς το σβέρκο μου ενώ με ακινητοποιούσε με το σώμα του. Όχι ότι με πείραζε, αλλά είχε φέρει το πρόσωπο του πολύ κοντά στο δικό μου και ξάφνου το μυαλό έπαψε να λειτουργεί. Έβλεπα κάθε λεπτομέρεια, κάθε αδιόρατη ρυτιδούλα κάτω από τα μάτια του αλλά και το ότι τον είχα εκνευρίσει πάρα μα πάρα πολύ. Ήθελα τόσο πολύ ν’ ανασηκώσω τον κορμό μου για να καρφώσω τα χείλη μου στα δικά του, αλλά σκέφτηκα τα βασανιστήρια στα οποία θα με επέβαλε μετά και έμεινα στη θέση μου.

«Βλέπεις πόσο εύκολα μπορώ να σε κάνω ό,τι θέλω;» ρώτησε βραχνά καθώς έφερνε τα χέρια μου πάνω από το κεφάλι. Ο κορμός του τρίφτηκε πάνω στον δικό μου αναγκάζοντάς με να κρατήσω την ανάσα μου.

«Από τόσο νωρίς; Ακόμα δεν ξέρω καν πως πίνεις τον καφέ σου», απάντησα σαρκαστικά, η μόνιμη άμυνα μου για να κρύψω πως ένιωθα στην πραγματικότητα, κάτω από το σώμα του. Μπορεί να κρατούσε τα χέρια μου σφιχτά με αποτέλεσμα να μην μπορώ να τα κινήσω, αλλά τα πόδια μου ήταν ελεύθερα. Τίναξα το δεξί καταφέρνοντας να του δώσω μία κλωτσιά στ’ αχαμνά που τον έκανε να τραβηχτεί από πάνω μου αμέσως. «Συγγνώμη γι’ αυτό αλλά έπρεπε να πάρω δραστικά μέτρα», απολογήθηκα καταπιέζοντας το γέλιο που μου προκάλεσε η έκφρασή του, γιατί πιθανότητα δεν περίμενε τέτοια αντίδραση από μέρους μου.

Σηκωθήκαμε όρθιοι ταυτόχρονα. Έσκασε ένα χαμόγελο που δεν περίμενα να δω. Ήταν γεμάτο ειρωνεία. Με είχε προειδοποιήσει ο Φίλιπς, σπάνια χαμογελάει κι όταν το κάνει είναι για να ειρωνευτεί.

«Με το ζόρι με ακούμπησες, Μόρις, δεν έχεις καθόλου δύναμη».

«Επίτηδες το έκανα, μην σου χαλάσω τίποτα και δεν μπορείς να ικανοποιείς την Μπέα», ανταπέδωσα νευριασμένη.

Τα χείλη του σφίχτηκαν και μετατράπηκαν σε μια ευθεία γραμμή ενώ το πηγούνι του συσπάστηκε από θυμό.

«Είσαι ασεβής».

«Κι εσύ; Εσύ που παραλίγο να με πνίξεις με το καλημέρα, τι είσαι δηλαδή; Τι προσπαθείς να κάνεις, να μου τσακίσεις το ηθικό;» άρχισα να τσιρίζω έξαλλη.

Παρέμεινε ανέκφραστος όσο μιλούσα ακατάπαυστα για το πόσο ακατάλληλος εκπαιδευτής ήταν που ήθελε να μου προκαλεί τρόμο. Μίλησα όσο δεν είχα μιλήσει επί δέκα μέρες ώσπου σταμάτησα για να πάρω μια βαθιά ανάσα, γιατί ήθελα να πω κι άλλα.

«Τελείωσες;» ρώτησε θυμωμένα.

«Όχι, γαμώτο, δεν τελείωσα».

«Τελείωσες!» μου έβαλε τις φωνές. Η ματιά του σκοτείνιασε τόσο που ζάρωσα λιγάκι έτσι όπως στεκόταν επιβλητικός μπροστά μου. Μου έριχνε καμιά εικοσαριά πόντους, φαινόταν επικίνδυνος και χωρίς πολλές αντοχές για δράματα σαν το δικό μου. «Τα προβλήματα σου να τα λες στον ψυχολόγο όταν τον επισκέπτεσαι. Εγώ δεν είμαι ψυχολόγος και πίστεψε με, δεν ενδιαφέρομαι καθόλου για το πως αισθάνεσαι. Αυτό που με νοιάζει είναι να σε μάθω να προστατεύεσαι, αυτό θέλω μόνο, να σε προστατέψω», συνέχισε ανεβάζοντας τον τόνο όλο και περισσότερο όσο μιλούσε. «Γι’ αυτό βούλωσε το και κάνε ό,τι σου λέω», συμπλήρωσε λίγο πιο χαμηλόφωνα, με μία αδιόρατη τρυφερότητα, σχεδόν σαν να νοιαζόταν πραγματικά για μένα.

Έμεινα παγωμένη στο ίδιο σημείο να τον κοιτάζω ενώ περιφερόταν μπροστά μου σαν άγριο ζώο. Ένιωσα πίκρα γιατί ποτέ κανείς δεν μου είχε συμπεριφερθεί με αυτόν τον τρόπο. Από την μία τον μισούσα αλλά από την άλλη τον σεβόμουν γιατί δεν μου φερόταν με το γάντι. Δεν με αντιμετώπιζε σαν κάποια κακομοίρα που είχε μείνει χωρίς οικογένεια ή σαν την κόρη της Ιρίνα Γκαγκάρινα, της πράκτορα που τα είχε τινάξει τόσο ξαφνικά. Δεν με αντιμετώπιζε ως θύμα αλλά ως κάποια που θα μπορούσε να μάθει από αυτόν και να γίνει θύτης. Όμως τον μισούσα, ίσως γιατί ήμουν τόσο μόνη σε αυτόν τον χώρο που ήθελα έναν παραπάνω φίλο, κάποιον στον οποίο θα μπορούσα να στραφώ όταν έλειπε ο Τσάρλι.

«Σου ζητώ συγγνώμη», είπε ξαφνικά καθώς άνοιξα το στόμα μου να μιλήσω, διακόπτοντας τη ροή των σκέψεων μου. «Είμαι λιγάκι οξύθυμος».

«Δεν σου φαίνεται καθόλου», ειρωνεύτηκα, πληγωμένη, αλλά και προβληματισμένη.

Σταύρωσα τα χέρια γύρω από τον κορμό μου. Χαμήλωσα το βλέμμα στο πάτωμα γιατί θα του μιλούσα για πρώτη και τελευταία φορά για το πόσο είχε έρθει τα πάνω κάτω η ζωή μου.

«Δεν μου είναι εύκολο, ξέρεις», άρχισα να λέω, με μεγάλη δυσκολία.

Του τράβηξα αμέσως την προσοχή. Δεν ξέρω αν ήταν το γεγονός ότι ενδιαφερόταν για ότι είχα να πω ή τ’ ότι είχα βάλει τα κλάματα ήδη από τη συναισθηματική σύγχυση που περνούσα.

«Έξι χρόνια έτρεχα ασταμάτητα. Είδα ανθρώπους να πεθαίνουν μπροστά μου, επί δύο χρόνια κατηγορούσα τον εαυτό μου για το θάνατο του Τσάρλι, χωρίς να ξέρω ότι ζει. Έφτασα κοντά στο θάνατο και έμαθα αλήθειες για τους γονείς μου που εξαιτίας τους κατέρρευσε η ζωή μου όπως την ήξερα. Δεν είμαι ο κατάσκοπος των πέντε ηπείρων σαν εσένα, δεν ξέρω πως να χαλιναγωγώ τα συναισθήματα μου. Είμαι κουρελιασμένη γι’ αυτό σε παρακαλώ, σε θερμοπαρακαλώ...» Έκανα μία παύση για να πάρω μια βαθιά ανάσα ενώ εκείνος με πλησίασε σε απόσταση αναπνοής. «Κράτα τα νεύρα για τον εαυτό σου. Έχε λιγάκι υπομονή μαζί μου», τον παρακάλεσα κι η φωνή μου τρεμόπαιξε εκνευρίζοντάς με που έδειχνα τόσο αδύναμη.  «Δεν ζητάω πολλά, λίγη υπομονή!»

Σήκωσα τις γροθιές μου και χτύπησα το στέρνο του. Άρπαξε τα χέρια μου από τους καρπούς και με μία μόνο κίνηση είχε καταφέρει να τραβήξει το σώμα μου αναγκάζοντας με να σταθώ ίσια. Πέρασε το πόδι του ανάμεσα από τα δικά μου για να τα ανοίξει λιγάκι, ενώ έσπρωξε με την άκρη του παπουτσιού του τ’ αριστερό μου πόδι για να πάει λιγάκι πιο πίσω από το δεξί.

«Για καλύτερη ισορροπία καλό είναι να ρίχνεις το βάρος σου στο δεξί σου πόδι», ξεκίνησε να λέει ενώ έκλεινε τις παλάμες του για να τις μετατρέψει σε γροθιές. «Σήκωσε τις μπουνιές σου μπροστά από το πρόσωπο σου για προστασία, οι αγκώνες πρέπει να ακουμπάνε στα πλευρά σου. Βοηθάει στην ισορροπία», συνέχισε ενώ μου έδειξε κι εκείνος πως να σταθώ. Τον μιμήθηκα και σήκωσα το βλέμμα μου πάνω του. Οι ματιές μας κλείδωσαν για μία στιγμή που μου φάνηκε αιωνιότητα. Είδα τα γεμάτα χείλη του ν’ ανοίγουν ελάχιστα και γεύτηκα τα δικά μου περίεργη για το πως φιλάει. «Κάνε ό,τι κάνω», τον άκουσα να λέει με βραχνάδα στη φωνή που φανέρωνε την ίδια ένταση που ένιωθα εγώ. Άρχισε να χτυπά τον αέρα μερικές φορές για να παρακολουθήσω την κίνηση. Έκανα ότι εκείνος όσο με περιτριγύριζε για να φτιάξει την στάση του σώματος μου. Η ζέστη του δέρματος σου κάθε φορά που με άγγιζε ή κολλούσε το σώμα του πάνω μου για να διορθώσει τη στάση μου, με αποσυντόνιζε, αλλά έκανε υπερπροσπάθεια να μη μου βάλει τις φωνές.

«Εντάξει, αρκετά», φώναξε μετά από δύο ώρες προπόνησης. Είχα γίνει μούσκεμα ενώ εκείνος έδειχνε απλά υπέροχος, καθώς ίδρωνα σαν γουρούνι. «Έχεις καλή σωματική κατάσταση αλλά δεν είσαι σωστά γυμνασμένη. Αύριο το πρωί στις έξι να είσαι έξω, θα πάμε για τρέξιμο».

«Από τις έξι;»

Έγειρε το κεφάλι καθώς έβγαζε τις γάζες από τα χέρια του. Χαμογέλασε αχνά, αλλά πειρακτικά. Η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο. Με μάλωσα που έκανα τέτοιες σκέψεις για έναν άνθρωπο που μόλις είχα γνωρίσει και που πιθανόν ανήκε στην Μπέα· έτσι και μ’ έβλεπε η βασίλισσα των πρακτόρων να τον γλυκοκοιτάζω, μπορεί και να με σκότωνε στον ύπνο μου.

«Τι έγινε, κουράστηκες από τώρα, Καταρίνα;»

Η χαρά μου που με αποκάλεσε με το μικρό μου ήταν ανίκανη να κρυφτεί. Χαμογέλασα τόσο διάπλατα που πόνεσαν οι μυς μου. «Δεν κουράζομαι τόσο εύκολα, πράκτορα Κούπερ· έξι χρόνια έτρεχα, απλά, βαρέθηκα το τρέξιμο».

«Σ’ έξι μήνες θα δώσεις τις πρώτες σου εξετάσεις. Είναι βέβαιο πως θα αποτύχεις».

«Γιατί είναι βέβαιο;» τον διέκοψα περίεργη.

«Γιατί τα τελευταία είκοσι χρόνια μόνο ένας πράκτορας έχει περάσει με τη μία, την πρώτη εξέταση. Όλοι, ανεξαιρέτως, έχουν δώσει και δεύτερη φορά. Στην τρίτη, κόβεσαι και φεύγεις», απάντησε με αυτάρεσκο ύφος.

«Τι πας στοίχημα πως θα περάσω κι εγώ τις πρώτες εξετάσεις, με την πρώτη φορά;»

Στράφηκε προς το μέρος μου με ανασηκωμένο το αριστερό του φρύδι. Γέλασε δυνατά και η όψη του άλλαξε ολοκληρωτικά. Δεν ήταν πια εκείνος ο επιβλητικός, βλοσυρός τύπος που με τρομοκράτησε για τα καλά πριν δύο ώρες. Ήταν... ένα παιδί... ένας νεαρός άντρας με παιδικά χαρακτηριστικά κι ένα χαμόγελο που θα μπορούσε να σκοτώσει.

«Εσύ, να περάσεις τις εξετάσεις με τη μία; Δεν έχεις καμία απολύτως εμπειρία, Μόρις».

«Κι εσύ είχες όταν τις περνούσες;» Έδειξε εντυπωσιασμένος λες και ήταν αδύνατον για κάποιον να καταλάβει προς προστάτευε το ρεκόρ του. «Τι; Έλαμπες σαν σημαδούρα στο σκοτάδι όταν μιλούσες για τον μοναδικό που πέρασε με την πρώτη τις εξετάσεις», τον κορόιδεψα προσπαθώντας να μιμηθώ την προφορά του. «Λοιπόν, πάμε στοίχημα;»

«Μ’ εμπιστεύεσαι πως θα σε εκπαιδεύσω σωστά, μετά από αυτό το στοίχημα;»

«Μου φαίνεσαι άνθρωπος με μπέσα, πράκτορα Κούπερ. Πιστεύω πως θα κάνεις τη δουλειά σου σωστά».

Το σκέφτηκε για λίγο έχοντας αυτό το στραβό, ειρωνικό μειδίαμα που έκανε τις τρίχες στο σβέρκο μου ν’ ανασηκώνονται. «Σύμφωνοι», είπε ενώ έτεινε το χέρι του για να κλείσει η συμφωνία με μία χειραψία. «Ο ηττημένος θα κάνει ό,τι του πει ο νικητής, επί μία βδομάδα».

«Τέλεια, ήδη ξέρω σε τι βασανιστήρια θα σε υποβάλω. Και για να ξέρεις, τον καφέ που θα μου φέρνεις κάθε πρωί, τον πίνω σκέτο, μαύρο σαν την ψυχή μου», τον προειδοποίησα ενώ έσερνα το κουρασμένο βήμα προς την έξοδο.

«Κι εγώ ετοιμάζω πολλά για σένα, Καταρίνα, γιατί θα κερδίσω- να είσαι σίγουρη γι’ αυτό».

«Μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι», απάντησα χτυπώντας τον δεξί μου ώμο.

 Το τελευταίο πράγμα που άκουσα φεύγοντας, ήταν το γέλιο του.

92 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Κάλι και Βίκτωρ

Λιόσα και Κίρα

Comments


bottom of page