Στα άκρα...
Ένα βιβλιο που ξεκίνησα να γράφω πριν αρκετούς μηνες, για να εκτονώσω τη δημιουργικότητα μου και που ανέβασα στο wattpad, για να κρατήσω επαφή με το κοινό μου.
Αυτό που επικράτησε με αυτό το βιβλίο είχα να το ζήσω από την εποχή που ανεβαζα ένα άλλο βιβλίο μου, το Ταγκό της ζήλιας, και που είχα καιρό βα βιώσω. Η αγάπη των αναγνωστών ήταν μεγάλη κι όσο περισσότερη αγάπη λάμβανα τόσο περισσότερη όρεξη είχα να γράψω μέχρι που δημιούργησα ένα από τα πιο αγαπημένα δικά μου βιβλία. Φυσικά το έχω επιμεληθεί και εννοείται πως περιμένω μελλοντική έκδοση του, γιατί όταν εγώ αγαπώ μια δουλειά μου τόσο...πάει να πει ότι αξίζει πραγματικά!
Σας δίνω ένα απόσπασμα που λάτρεψα, για να δείτε τη δυναμική μεταξύ του Λιόσα και της Κίρα μου.
Λίγο μετά τις δέκα μπήκε στο δωμάτιό της, έτοιμη να κοιμηθεί, αφού ήταν εξουθενωμένη μετά από την τόσο μεγάλη μέρα. Πάνω που άλλαζε, πήρε ένα μήνυμα στο κινητό της. Σε περιμένω στην ταράτσα, έγραφε. Σκέφτηκε να το αγνοήσει αλλά κάτι της έλεγε πως ο Λιόσα δεν είχε σκοπό να την αφήσει στην ηρεμία της και ακόμα κι αν δεν πήγαινε να τον βρει, θα κατέβαινε εκείνος. Φόρεσε μια ζεστή φόρμα, ένα πουλόβερ, τα αθλητικά της και την ζακέτα του που είχε οικειοποιηθεί και ανέβηκε τη σκάλα που οδηγούσε στον όροφο όπου βρισκόταν το γυμναστήριο. Από εκεί βρήκε την έξοδο προς την ταράτσα, την οποία έβλεπε πρώτη φορά, από κοντά. Ήταν κλειστή με τζαμαρία, για να μπορούν να κάθονται, ακόμα κι όταν έβρεχε, όπως εκείνη την ώρα, ενώ είχε μια μικρή πισίνα κι ένα τζακούζι που η Κίρα θα ήθελε κάποια στιγμή να δοκιμάσει. Ο Λιόσα ήταν καθισμένος ήδη σε έναν από τους δύο καναπές και άνοιγε τα δύο μπουκάλια μπύρα που είχε φέρει μαζί του. Πάνω στο τραπέζι είδε τέσσερις κάμερες ασφαλείας που είχε βγάλει, πριν μερικές μέρες. Το σπίτι ήταν ακόμα ανοχύρωτο, αν εξαιρούσε τον ανελκυστήρα, αλλά έμοιαζε να ήταν πιο χαρούμενος κι ήρεμος έτσι.
Η ατμόσφαιρα ήταν μαγική γιατί η ταράτσα φωτιζόταν από τα γύρω φώτα. Έριξε μια ματιά προς τον ουρανό και τις στάλες βροχής που μαστίγωναν το τζάμι. Μπορούσε να δει πως το ταβάνι άνοιγε, όπως τραβιόταν και η τζαμαρία μπροστά τους, για εκείνα τα καλοκαίρια με την πολλή ζέστη. Αν μη τι άλλο, ο Λιόσα ήξερε πώς να επενδύει τα χρήματά του.
«Πάρε, ήταν δύσκολη μέρα», της είπε μόλις κάθισε δίπλα του, και της έδωσε το ένα μπουκάλι μπύρας. «Ας πιούμε σε μένα που δεν ξέρω την τύφλα μου όσον αφορά τα παιδιά μου», συνέχισε πικρόχολα, αλλά η Κίρα τον κοίταξε με καλοσύνη και κατανόηση.
«Μην είσαι τόσο σκληρός με τον εαυτό σου».
«Πάντα βασιζόμουν πάνω στη Λίνα, όσον αφορούσε τα παιδιά, και μετά εκείνη έφυγε από τη ζωή και άρχισα να βασίζομαι πάνω στην Γκρέτα γιατί δεν ήξερα τι να κάνω· τώρα θα πρέπει να στηριχθώ πάνω σου και δεν ξέρω πόσο δίκαιο είναι αυτό για σένα», απάντησε, κοιτώντας την στα μάτια. Ήταν κουρασμένος, ψυχολογικά κυρίως, και πλέον έδειχνε να μην έχει κουράγιο να παλέψει για τίποτα.
«Δεν υπάρχει δίκαιο ή άδικο, υπάρχει αυτό που σου είπα και το πρωί, στηρίζουμε ο ένας τον άλλον».
«Σαν δύο ηλιοτρόπια», μουρμούρισε ο Λιόσα χαμένος στις σκέψεις του.
«Ακριβώς», ψιθύρισε η Κίρα, κοιτώντας τον έντονα, ενώ σήκωνε τα μάτια του πάνω της ξανά. Ένιωσε σαν να έπεφτε στο κενό και σάστισε. Ήπιε μια γερή γουλιά από την μπύρα της κι άφησε έναν κοφτό λυγμό ευχαρίστησης γιατί, τελικά, την είχε ανάγκη. «Να σου κάνω μια αδιάκριτη ερώτηση; Τι έγινε με τη Λίνα; Πως τη χάσατε;» άλλαξε το θέμα της κουβέντας τους.
Απέστρεψε το βλέμμα του αμέσως, ενώ τα χαρακτηριστικά του σκλήρυναν, σε σημείο να μετανιώσει με μιας την ερώτησή της. Ήθελε να του πει να το ξεχάσει αλλά ο Λιόσα, μάλλον είχε ανάγκη να μιλήσει γι’ αυτό, περισσότερο απ’ όσο περίμενε και ο ίδιος.
«Δολοφονήθηκε. Αυτό θα σου πω μόνο. Δεν ξέρω από ποιον, δύο χρόνια τώρα ψάχνω την αλήθεια».
Πάγωσε γιατί δεν περίμενε να ακούσει πως ο άντρας αυτός, θα είχε τα ίδια βιώματα με εκείνη. Τον καταλάβαινε. Μισούσε το γεγονός πως τον καταλάβαινε· η μοναδική σκέψη, όμως, που κόλλησε στο μυαλό της ήταν για ποιον λόγο δεν αναγραφόταν η αιτία θανάτου της στον φάκελό της. Για μία υπηρεσία που κατέγραφε τα πάντα αναλυτικά, οι λεπτομέρειες που έλειπαν για το θάνατο της Αντζελίνα Λέβιν, ήταν πολλές.
«Λυπάμαι πολύ, Λιόσα, ξέρω πως νιώθεις», του είπε, άθελά της, και τον κοίταξε ικετευτικά σαν να του έλεγε να μη τη ρωτήσει τι εννοούσε.
Εκείνος, κατάλαβε, και παρέμεινε σιωπηλός αλλά όμως αυτή η σιωπή έκανε και τους δύο να νιώσουν σαν να έπεφταν με φόρα στο κενό. Της φάνηκε πως σταμάτησε ο χρόνος, πως η Γη δεν γύριζε πια, συγκλονισμένη κι εκείνη από τον τρόπο που κοιτάχτηκαν. Η Κίρα δεν κινήθηκε όταν ο Λιόσα έγειρε προς το μέρος της. Έφερε το χέρι του στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και πέρασε τα δάχτυλά του μέσα στα μαλλιά της. Την τράβηξε προς το μέρος του και τα χείλη τους συναντήθηκαν σε ένα φιλί, που τίναξε και τους δύο λες και τους διαπερνούσε ηλεκτρισμός. Δάγκωσε το κάτω χείλος της και σύρθηκε ακόμα πιο κοντά της, ενώ εκείνη άρπαξε την μπλούζα του, που κράτησε στα δάχτυλά της σφιχτά. Η ζεστασιά από τις ανάσες τους, η μεταλλική γεύση της μπύρας και ο ακανόνιστος ρυθμός των αναπνοών τους έκαναν την εμπειρία ακόμα πιο συναρπαστική. Τα χέρια του εξερεύνησαν τις καμπύλες της και η Κίρα, που ένιωθε τον κόσμο να γυρίζει, ευχήθηκε στα αλήθεια να πάγωνε ο χρόνος σ’ εκείνη τη στιγμή. Πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τα μαλλιά του και τον τράβηξε ακόμα πιο κοντά της. Τον ένιωσε να χαμογελάει ευχαριστημένος μέσα στο φιλί τους. Ένας κεραυνός φώτισε λίγο την ατμόσφαιρα στον ορίζοντα και η βροχή δυνάμωσε λες και σιγοντάριζε το πάθος τους. Μα η λάμψη του ήταν αρκετή για να τραβήξει την Κίρα έξω από εκείνη την καθοριστική στιγμή.
«Όχι, δεν μπορώ…»
Τραβήχτηκε μακριά του, λες και η λογική τη χαστούκισε, και σηκώθηκε όρθια αμέσως. Του γύρισε την πλάτη, συγκλονισμένη από τα όσα ένιωσε, και προχώρησε προς την πόρτα με μεγάλο βήμα. Δεν ήταν λογικό αυτό που πήγαινε να συμβεί, κι όμως ένιωθε ακόμα τα χέρια του πάνω στο σώμα της και τα φιλιά του στα χείλη και το δέρμα της.
«Μου αρέσεις πολύ, Κίρα, και πάντα παίρνω αυτό που μου αρέσει και που θέλω», τον άκουσε να λέει, η φωνή του βραχνή, πιο ερωτική από ποτέ. Δεν είχαν ίχνος απειλής τα λόγια του, μόνο ήθελε να της δώσει να καταλάβει πόσο την ήθελε. Το μυαλό της φώναζε να μην μείνει αλλά τα πόδια της δεν υπάκουσαν και δεν κινήθηκαν, είχαν καρφωθεί εκεί και τον περίμεναν. Κι εκείνος πλησίασε, στάθηκε πίσω της και με το δεξί του χέρι παραμέρισε τα μαλλιά της, αφήνοντας ακάλυπτη την αριστερή πλευρά του προσώπου και του λαιμού της. Άφησε ένα φιλί στο αυτί της και άφησε την ανάσα του να βγει αργά, αποφασισμένος. «Θα περιμένω. Όταν είσαι έτοιμη, θα έρθεις εσύ σε μένα, γιατί ξέρω πως νιώθεις κι εσύ όπως εγώ. Μπορεί να το αρνείσαι αλλά το σώμα σου φανερώνει την αλήθεια», ψιθύρισε και έφυγε, αφού άφησε ένα ακόμη φιλί, απελπιστικά κοντά στα χείλη της.
Comments