top of page
Εικόνα συγγραφέαNektaria Markakis

Αράντια

Εκτός από τα βιβλία φαντασίας, έχω έναν έρωτα μεγάλο με τα αστυνομικά βιβλία, που όμως έχουν στοιχεία περιπέτειας κι έρωτα μέσα (γιατί η ζωή είναι βαρετή χωρίς έρωτα).

Αγαπώ τόσο πολύ το είδος που προσπάθησα να γράψω ένα. Ούτε εγώ θυμάμαι πόσα χρόνια βασανίστηκα με αυτό το βιβλίο, σίγουρα ήταν δύο, μέχρι που τελείωσα την Αράντια ένιωσα πλήρη ευχαρίστηση και δεν το κρύβω ότι ένιωσα και περηφάνια γιατί το αποτέλεσμα ήταν αξιοπρεπέστατο και ο Ντομένικο Μαρτέλι είναι από τους αγαπημένους μου χαρακτήρες.

Σας χαρίζω το πρώτο κεφάλαιο για να γνωρίσετε τον Ντομένικο και την αλεπού του, την Τζουλιέτ Ρόσι.



Αράντια της Νεκταρίας Μαρκάκη

Είχε βρει ήδη πως θα συνέχιζε το μεγαλοπρεπές σχέδιο της. Σαν την αράχνη είχε ξεκινήσει να υφαίνει τον ιστό της γύρω του εδώ και μισή ώρα κι εκείνος, ευκολόπιστος και με την αυτοπεποίθηση να χτυπάει κόκκινο, είχε πέσει στην παγίδα της εύκολα. Όχι ότι ήταν δύσκολο, ήταν σίγουρη πως θα τον κέρδιζε από την πρώτη στιγμή αλλά ίσως κατά βάθος να ήλπιζε πως θα αποτελούσε μία πρόκληση. Έκανε λάθος. Ένα χαμόγελο, λίγο ντεκολτέ, ένα τολμηρό άγγιγμα ήταν αρκετά για να κάνει έναν άντρα τρελό από άμετρη επιθυμία για εκείνη. Της άρεσε πολύ που είχε το πάνω χέρι ακόμα κι αν δεν χρειάστηκε να παίξει μαζί του. Την έκανε να αισθάνεται ανίκητη, έτοιμη για να κατακτήσει τον κόσμο και να σκορπίσει την τιμωρία σε όποιον την άξιζε. Δεν είχε τύψεις, αντιθέτως, η λύτρωση μετά από κάθε εκτέλεση ενός σχεδίου της άξιζε τον κόπο. Κι ας είχε αντιπαράθεση με τον ίδιο της τον εαυτό μερικές φορές για όσα έκανε. Όχι. Έτσι έπρεπε να γίνει. Η δουλειά της ήταν μαγική, είχε λόγω ύπαρξης και δεν θα σταματούσε να την κάνει, ήταν ένα έργο τέχνης που έπρεπε να μοιραστεί με τον κόσμο, κι αυτό θα έκανε...χωρίς να λογαριάζει το κόστος.

ͼ

Το κινητό του δεν είχε σταματήσει να χτυπάει για αρκετή ώρα αλλά εκείνος αρνούνταν να το απαντήσει. Δεν είχε όρεξη να δει και να μιλήσει με κανέναν, ειδικά μετά από την ταλαιπωρία των προηγούμενων εβδομάδων. Άλλαξε πλευρό στο κρεββάτι του αγνοώντας όσο μπορούσε τον ήχο των συνεχόμενων κλήσεων, ώσπου δεν άντεξε, αφού το κουδούνισμα είχε καταφέρει να ταράξει τα νεύρα του. Άρπαξε με απόλυτο εκνευρισμό το κινητό από το κομοδίνο χωρίς ν’ ανοίξει καν τα μάτια του. Πάτησε απόρριψη της κλήσης και απενεργοποίησε τη συσκευή του.


Ήταν εξουθενωμένος. Δούλευε επί τρεις συνεχόμενους μήνες, πρωί και βράδυ, βάζοντας στην άκρη τις ανάγκες και τη ζωή του για να πιάσει εκείνο το κάθαρμα που σκότωνε ανυποψίαστες πόρνες στους δρόμους της Ρώμης. Είχε καταφέρει τον σκοπό του, είχε σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια εκείνον τον άντρα, πριν καταφέρει να αποτελειώσει το τελευταίο θύμα του. Το αποτέλεσμα ήταν να κοιμάται επί μία βδομάδα μετά το πέρας του κλεισίματος της υπόθεσης γιατί ο οργανισμός του ούρλιαζε από την ανάγκη για ξεκούραση. Όμως είχε εξουθενωθεί και συναισθηματικά γιατί ένα από τα θύματα υπήρξε πληροφοριοδότης του σε αυτή την υπόθεση, που τον είχε βασανίσει πολύ καιρό. Μόλις είδε το πτώμα της στο νεκροτομείο πείσμωσε φοβερά. Ξέχασε τη ζωή του και δόθηκε μόνο στην επίλυση της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καταρρεύσει. Ήταν καιρός να πάρει τις διακοπές που χρειάζονταν για να μπορέσει να βρει ξανά τον εαυτό του αλλά και να κάνει τη χάρη στο σώμα του να χαλαρώσει. Μόνο για να φάει σηκωνόταν από το κρεββάτι του. Είχε κάνει μόλις δύο φορές μπάνιο, κάτι που τον ενόχλησε όταν με μία απότομη κίνηση συνειδητοποίησε πως βρωμούσε. Αν το τηλέφωνο δεν τον έπεισε να σηκωθεί, η απλυσιά του ήταν ένα κόλπο που έπιασε με τη μία.


Έσυρε το κουρασμένο βήμα του ως το μπάνιο ενώ γδυνόταν ταυτόχρονα. Πέταξε τα ρούχα στα άπλυτα και μπήκε στο ντους όπου έμεινε κάτω από το τρεχούμενο νερό για αρκετή ώρα. Παραλίγο να τον πάρει ο ύπνος. Τόσο κουρασμένος ένιωθε παρότι επί μία βδομάδα δεν είχε κάνει το παραμικρό. Τίναξε το κεφάλι του και αναστέναξε περνώντας τα χέρια του πάνω από τα αξύριστα μάγουλά του. Τον είχε κουράσει αυτή η δουλειά. Σκεφτόταν πως στα τριάντα τρία του θα έπρεπε ίσως να αποσυρθεί από το θάνατο, τα ναρκωτικά και τη διαφθορά που μάστιζαν τη χώρα και να καταλήξει κάπου στη Σαρδηνία απ’ όπου ήταν η καταγωγή του, για να ψαρεύει ολημερίς.


Γέλασε γιατί ήξερε πως κορόιδευε τον εαυτό του. Ήταν πεισματάρης και δεν τα παρατούσε εύκολα. Ακόμα κι όταν τα πράγματα πήγαιναν κατά διαόλου εκείνος έβρισκε τρόπο για να μπει ξανά στη σωστή πορεία και να λύσει οποιαδήποτε υπόθεση έπεφτε στα χέρια του. Επίσης, όσο κι αν προσπαθούσε να κρυφτεί, αγαπούσε το μυστήριο. Λάτρευε το κυνηγητό. Μπορεί να γκρίνιαζε πως δεν άντεχε άλλο αλλά χωρίς τη δουλειά του δεν θα μπορούσε να ζήσει γιατί δεν θα ήξερε ποιος είναι στην πραγματικότητα. Θύμωσε λιγάκι με τον εαυτό του γιατί ενώ άλλοι έπαιρναν ναρκωτικά ή έπιναν του σκασμού για να νιώσουν την αδρεναλίνη τους να παίρνει το πάνω χέρι, εκείνος έκανε κατά μέτωπο επίθεση στο θάνατο. Δεν θα έβαζε ποτέ μυαλό. Δεν θα πήγαινε ποτέ στη Κατάνια να περνάει το χρόνο του ψαρεύοντας. Θα πέθαινε από τη βαρεμάρα αν έφευγε από τη δράση. Το ήξερε πολύ καλά αυτό.


Τύλιξε μία πετσέτα γύρω από τους γοφούς του προτού σταθεί μπροστά από το νιπτήρα του μπάνιου. Αφού είχε σηκωθεί με το ζόρι, αποφάσισε να περιποιηθεί λιγάκι τον εαυτό του. Χρειαζόταν κούρεμα αφού οι έξι μήνες που είχαν περάσει από την τελευταία φορά τον είχαν αφήσει με μακριές μαύρες τούφες στην κορυφή του κεφαλιού του, να πετάνε ανεξέλεγκτα προς όλες τις κατευθύνσεις. Καθάρισε τον καθρέφτη από τους υδρατμούς ανήμπορος να αποφασίσει αν θα έπρεπε να ξυριστεί ή όχι. Βαριόταν τρομερά. Έψαχνε έναν λόγο να μην ασχοληθεί, και ο ήχος του κουδουνιού που χτύπησε επίμονα, του τον έδωσε. Παρότι δεν ήθελε να έχει πάρε δώσε με κανέναν πήγε ν’ ανοίξει, κυρίως γιατί αναγνώρισε το δάχτυλο που δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το κουδούνι. Μόνο εκείνη είχε το θράσος να το βαράει με τόση μανία. Δεν τον φοβόταν. Ήταν πεισματάρα και αναιδής απέναντί του εκείνος ήθελε πάρα πολύ να της το κόψει για να σταματήσει αυτή την κακιά συνήθεια, άσχετα αν στην πραγματικότητα αυτό ήταν του του άρεσε σ’ εκείνη.


Άνοιξε απότομα αγριοκοιτάζοντας τη. Εκείνη αναπήδησε ελαφρά στη θέση της από την έκπληξη που της προκάλεσε ο θόρυβος που έκανε η πόρτα κι αναστέναξε δυνατά κουνώντας το κεφάλι της αποδοκιμαστικά. Δεν φαινόταν ευχαριστημένη μαζί του. Η Τζουλιέτ πάντα έβρισκε έναν λόγο για να του κάνει κήρυγμα κι εκείνος το είχε συνηθίσει πλέον.


«Πόσες φορές σου έχω πει να ρωτάς ποιος είναι πριν ανοίξεις;» τον μάλωσε με το σύνηθες μαμαδίστικο ύφος της. Τα μάτια της πλανήθηκαν στο χώρο ενώ σούφρωσε τη μύτη της όταν τη χτύπησε η μυρωδιά της κλεισούρας. «Μα την Παναγιά, Ντομένικο, πως ζεις σαν γουρούνι εδώ μέσα;» αναρωτήθηκε. Χωρίς να τον ρωτήσει άρχισε να ανοίγει τα παράθυρα του διαμερίσματος και να τραβάει τις κουρτίνες για να περάσουν οι αχτίδες του ήλιου μέσα. «Και σαν τυπικός άντρας που είσαι, αφήνεις εκτεθειμένα το όπλο και το σήμα σου. Βλάκα!» συμπλήρωσε δείχνοντας προς το έπιπλο δίπλα στην πόρτα. Στάθηκε μπροστά του χωρίς φόβο παρότι την κοιτούσε σκεπτόμενος χιλιάδες τρόπους να τη σκοτώσει εκείνη τη στιγμή. «Άνετα μπορεί να το αρπάξει κανείς και να σου κάνει μία ωραιότατη τρύπα στο μέτωπο. Δεν θα πεις τίποτα;» του έβαλε τις φωνές τραβώντας τον από τις σκέψεις του.


Ακόμα κι αν της έλεγε κάτι πάλι δεν θα έβγαζε άκρη με την Τζουλιέτ Ρόσι. Στα είκοσι οκτώ της η μικροκαμωμένη συνεργάτης του είχε ένα στόμα που δεν έκλεινε ποτέ. Ακόμα κι όταν έτρωγε μιλούσε ασταμάτητα αλλά το μυαλό της έκοβε και η εξυπνάδα αλλά κι η ικανότητά της να βλέπει τη μεγάλη εικόνα, τον είχαν βοηθήσει να κλείσει πολλές υποθέσεις τα τελευταία δύο χρόνια. Όμως, από εκείνη τη μέρα που την έσωσε από μία σφαίρα που θα την έβρισκε στο λαιμό και που τον βρήκε στον ώμο όταν στάθηκε μπροστά της, δεν τον είχε αφήσει στην ησυχία του. Ήταν εκεί, παντού κοντά του, να τον προσέχει λες και ήταν παιδί της κι ας της έριχνε πέντε χρόνια. Ήταν μία τυπική Ιταλίδα που αν έκανες το λάθος να της εναντιωθείς, θα την πατούσες άσχημα.


«Τι έφερες να φάω;» τη ρώτησε εκείνος αδιάφορα.


Την άκουσε να γρυλίζει καθώς της γυρνούσε την πλάτη για να πάει στο δωμάτιο του να ντυθεί. Χαμογέλασε ευχαριστημένος που κατάφερε να την εκνευρίσει λιγάκι ακόμα.

«Είσαι ανυπόφορος, Ντομένικο Μαρτέλι», άρχισε να ωρύεται εκείνη. Γέλασε απαλά, ευχαριστημένος που είχε καταφέρει να την αγανακτήσει. Ήταν το αγαπημένο του χόμπι, όχι ότι ήθελε και πολύ η μελαχρινή μικρή για να πάρει μπρος. Ήταν ένα μικρό ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί με την πρώτη ευκαιρία. «Έφερα φοκάτσια», είπε εντέλει κι εκείνος πανηγύρισε μαζί με το στομάχι του, που λαχταρούσε λίγο από εκείνο το γευστικό ψωμί με τη ντομάτα. Σήκωσε το βλέμμα του στον ολόσωμο καθρέφτη που είχε αφήσει η πρώην του φεύγοντας άρον άρον από τη ζωή του. Άλλη μία γυναίκα που δεν τον άντεξε. Όχι ότι περίμενε κάτι άλλο, αλλά η τελευταία του σχέση φαινόταν να είχε αντοχές αφού η πανέξυπνη και καπάτσα δημοσιογράφος είχε καταφέρει να του βάλει τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι. Έκανε λάθος. Καμιά τους δεν αρεσκόταν στο ότι ήταν ερωτευμένος με τη δουλειά του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Προσπάθησε, πολλές φορές, αλλά απέτυχε να βάλει πάνω από το μυστήριο την οποιαδήποτε γυναίκα.


Χαμογέλασε στραβά όταν είδε τη Τζουλιέτ να κοιτάζει την αντανάκλασή του καθώς κούμπωνε το τζιν του. Κανονικά θα έπρεπε να σκάσει αλλά ήθελε τόσο πολύ να της προκαλέσει αυτό το κοκκίνισμα στα λευκά μάγουλά της που τόσο πολύ αγαπούσε.


«Βλέπεις κάτι που σου αρέσει, μικρή;» τη ρώτησε χωρίς ίχνος ντροπής κι εκείνη αμέσως άλλαξε χρώμα πριν του γυρίσει την πλάτη. Έβαλε τη μαύρη μπλούζα και τα μποτάκια του πριν βγει για να τη βρει, έχοντας ακόμα το αυτάρεσκο χαμόγελο στα χείλη του.


«Είσαι ένας απαίσιος επιδειξίας», τον κατηγόρησε εκείνη. «Τι στο διάολο σ’ έχει πιάσει και δεν σηκώνεις στο κινητό σου;» φώναξε εκνευρισμένη.


«Για τόσο μικρούλα που είσαι, έχεις πολύ δυνατή φωνή, Τζουλς», απάντησε καγχάζοντας ενώ έτριβε πονεμένα το αυτί του. «Εσύ έπαιρνες ασταμάτητα; Αλλά τι ρωτάω, δεν υπάρχει άλλος τόσο πεισματάρης στη ζωή μου, μόνο εσύ».


Άρπαξε ένα μεγάλο κομμάτι από τη φοκάτσια που είχε αφήσει στο τραπέζι η Τζουλιέτ και έριξε το σώμα του σε μία καρέκλα. Εκείνη σταύρωσε τα χέρια γύρω από το στομάχι της φανερά εκνευρισμένη μαζί του. Αμέσως ο Ντομένικο κατάλαβε πως δεν υπήρχε περίπτωση να της ξεφύγει, γι’ αυτό κι άνοιξε τα χέρια του σε ένδειξη παραίτησης, και της έκανε νόημα να καθίσει στην καρέκλα απέναντί της.


«Λοιπόν, που έπιασε φωτιά και κάνεις έτσι;» θέλησε να μάθει.


«Πρέπει να γυρίσεις στη δουλειά», απάντησε με μιας εκείνη, χωρίς ίχνος συναισθήματος.

Την κοίταξε καταπίνοντας με δυσκολία τη μπουκιά του. Η Τζουλιέτ πήγε στο ψυγείο απ’ όπου έβγαλε ένα μικρό μπουκάλι νερό το οποίο του έδωσε. Το ήπιε μονορούφι και μόλις βεβαιώθηκε πως δεν θα πνιγόταν, έβαλε τα γέλια προκαλώντας της σύγχυση.


«Κάνεις λάθος, έχω ακόμα μία βδομάδα διακοπών και δεν υπάρχει περίπτωση να τη χαραμίσω...»


«Μα ήδη έχεις χαραμίσει τη μία με το να κοιμάσαι λες και έχεις πέσει σε χειμερία νάρκη, σαν να είσαι αρκούδα, όχι ότι διαφέρεις και πολύ», τον διέκοψε εκείνη. Ο τόνος της ήταν κοφτός, δεν είχε όρεξη για αστεία κι αυτό ήταν κάτι που ανησύχησε τον Ντομένικο.


Κάτι δεν πήγαινε καλά, μπορούσε να το δει στα μάτια της. Όμως και πάλι, δεν ένιωθε έτοιμος να γυρίσει. Δεν είχε καθαρίσει το μυαλό του από τις εικόνες φρίκης που είχε αφήσει πίσω του ο δολοφόνος που έκλεισε στη φυλακή πρόσφατα. Οι εφιάλτες δεν έλεγαν να σταματήσουν και σίγουρα δεν είχε ανάγκη για νέους. Κούνησε το κεφάλι του σ’ ένδειξη άρνησης χωρίς να τολμήσει να κοιτάξει τη συνεργάτη του. Το βλέμμα του στάθηκε στα δάχτυλά της που έμπλεκε και ξέμπλεκε χωρίς σταματημό. Είχε φάει πάλι τα νύχια της, δεν είχε αφήσει ίχνος, ενώ αναρωτήθηκε πως γινόταν ένα τόσο όμορφο κορίτσι να μην περιποιείται έστω και λίγο τα χέρια της. Τις σκέψεις του διέκοψε εκείνη όταν χτύπησε τις άκρες των δαχτύλων της στο τραπέζι, ρυθμικά.


«Ωραία, δώσε μου έναν καλό λόγο να έρθω στο τμήμα και θα το κάνω», ξεφύσησε ανόρεχτα.


«Έχεις όρεξη για παιχνίδια ενώ γίνεται χαμός εκεί έξω», τον μάλωσε πάλι.


«Τι χαμός; Εγώ χαρά Θεού βλέπω να είναι...»

Δεν αποτελείωσε τη φράση του. Η κοπέλα έκανε να σηκωθεί εκνευρισμένη από τα παιχνίδια του, αλλά ο Ντομένικο τη τράβηξε απότομα από το χέρι, αναγκάζοντάς τη να καθίσει πάλι στη θέση της.

«Ντομένικο, δεν έχω όρεξη για τις βλακείες σου. Έχουμε σοβαρό πρόβλημα και πρέπει να έρθεις από το τμήμα».


«Με συλλαμβάνεις;»


«Αν με αναγκάσεις θα το κάνω», είπε εκείνη με αποφασιστικότητα.


«Πάντα ήθελες να μου περάσεις χειροπέδες», την πείραξε με τη σειρά του, προσπαθώντας να αλαφρύνει την ατμόσφαιρα. «Αλλά πίστευα πως θα γινόταν σε άλλη φάση, λιγάκι πιο βιτσιόζικη», συμπλήρωσε ενώ έγερνε κοντά της χαμογελώντας πονηρά. Η κοπέλα ακούμπησε το χέρι της στο στέρνο του για να τον απομακρύνει από κοντά της με μία γκριμάτσα αγανάκτησης που τον έκανε ν’ αφήσει ένα κοφτό γέλιο που του κόπηκε μαχαίρι όταν τον αγριοκοίταξε.


«Δεν θέλουν όλες οι γυναίκες γύρω σου να σε πηδήξουν, Μαρτέλι· πρέπει να σταματήσεις να αντιδράς λες και είσαι θεόσταλτο δώρο στο γυναικείο φύλλο», τον μάλωσε. Εκείνος έφερε το χέρι στο μέρος της καρδιάς κάνοντας τον πληγωμένο με τόση θεατρικότητα που η Τζουλιέτ δεν μπόρεσε να καταπιέσει το χαμόγελο που άρχισε να σχηματίζεται στο πρόσωπό της. Χαρούμενος που για μία ακόμη φορά είχε σπάσει τη σκληρή συνεργάτης του, της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει στο μικροσκοπικό σαλόνι του. «Έχουμε μία νέα υπόθεση φόνου», τον ενημέρωσε εντέλει. Εκείνος μπορούσε να δει καθαρά πως δεν ήθελε να του πει λεπτομέρειες εκεί, αλλά αυτό δεν τον σταμάτησε από να τις απαιτήσει με τα μάτια. «Σήμερα το πρωί, σ’ ένα από τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία της Ρώμης, βρέθηκε νεκρός ο Τζουλιάνι Κασέτι», τον πληροφόρησε.


Ένα δυσοίωνο αίσθημα άρχισε να τον τυλίγει, το ένιωσε να ξεκινά από το σβέρκο του και να κατεβαίνει αργά τη σπονδυλική του στήλη. Στράφηκε αργά προς το μέρος της. Στεκόταν ανέκφραστη απέναντί του λες κι αυτή η είδηση δεν είχε την παραμικρή σημασία.


«Ο δικαστής;» ρώτησε για να σιγουρευτεί.


«Αυτός, και οι συνθήκες του θανάτου του... ας πούμε πως είναι για γερό στομάχι απ’ ότι μας είπαν οι πρώτοι που έφτασαν στον τόπο του εγκλήματος. Μιλάμε για πολύ αίμα».


«Να φάω καλά πριν πάμε ή όχι;» αναστέναξε ο Ντομένικο νευριασμένος. «Τι ζήτησα ο άμοιρος; Δύο βδομάδες μακριά από αίματα και φόνους ζήτησα», ξεκίνησε να μοιρολογάει όσο μάζευε τα πράγματά του. «Κι εσένα, τι στο καλό σ’ έπιασε και δεν μου το είπες νωρίτερα;» της έβαλε τις φωνές προκαλώντας της στεναχώρια.


«Γιατί αυτές ήταν οι διαταγές μου, Μαρτέλι», προσπάθησε να δικαιολογηθεί εκείνη.


«Κι από πότε ακολουθείς διαταγές εσύ;»


«Είναι μία κακή συνήθεια που κόλλησα τη βδομάδα που έλειπες», απάντησε χαριτολογώντας. «Κάνε μου τη χάρη, μην πεις στον αρχηγό πως σου είπα για τον Κασέτι. Πες του πως σ’ έπεισα με τις απίθανες ικανότητές μου και θα κάνω τα πάντα για σένα, εκτός από αυτό που σκέφτεσαι αυτή τη στιγμή, σαρδανάπαλε», γρύλισε όταν είδε την πονηριά να φωτίζει τα μάτια του έτσι όπως την κοίταξε πάνω από τον ώμο του.


Ο Ντομένικο γέλασε δυνατά, μέσα από την καρδιά του και αφού έχωσε το όπλο στη θήκη του, φόρεσε το παλτό του και ακολούθησε τη μικροσκοπική συνάδελφό του έξω από το διαμέρισμά του.


Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Comments


bottom of page