Ένα βιβλίο που κρατάω κρυμμένο από όλους, μέχρι να έρθει η ώρα να το μοιραστώ μαζί σας έντυπο, είναι η ιστορία της Κάλι που καλείται να λύσει ένα μυστήριο που θα φέρει τα πάνω- κάτω στη ζωή της. Το βιβλίο αυτό είναι βασισμένο πάνω σε ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα που είχα γράψει τα Χριστούγεννα του 2022 κι είχα αναρτήσει στο Wattpad. Είχα ζητήσει από τους αναγνώστες μου να γράψουν έναν προορισμό που θα ήθελαν να επισκεφτούν και βάση του προορισμού, σκάρωσα κι από μια ιστορία. Η Ρωσία ήταν ο προορισμός της Μαρίας Τσαβαλά, της συγγραφέως του "Ακατέργαστο διαμάντι" και όλα ξεκίνησαν από εκεί. Μου άρεσε τόσο πολύ το διήγημα που πείσμωσα και υποσχέθηκα να το κάνω βιβλίο. Κατάφερα τον Φλεβάρη του 2023 να βρω ξανά τη συγγραφική μου μούσα και μέσα μέσα σε τέσσερις μήνες( εν μέσο πολλών απροόπτων!) κατάφερα να το τελειώσω, και τον Νοέμβριο τελείωσα και τις τελευταίες διορθώσεις.
Ακόμα δεν ξέρω που-πως-τι-πότε και γιατί θα κυκλοφορήσει αυτό το βιβλίο, αλλά έχω πεισμώσει γιατί είναι ό,τι καλύτερο έχω γράψει... ως τότε, σας χαρίζω ένα απόσπασμα που αγαπώ πολύ...
Βγήκε από το μουσείο αναρωτώμενη πως θα περνούσε η μέρα της. Σίγουρα δεν ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι της ακόμα. Άρχισε να περπατάει αφηρημένα και να σκέφτεται πόσο τρελό ήταν που ήρθε στα χέρια της αυτός ο πίνακας. Γελούσε όταν έβλεπε ταινίες στην τηλεόραση με κάτι θέματα τέτοια, υπερβολικά κατά την άποψή της, αλλά να που για ακόμη φορά η τέχνη είχε αντιγράψει τη ζωή, και το αντίθετο. Άφησε την ανάσα της να βγει αργά ενώ σταμάτησε στο φανάρι για να περάσει απέναντι. Άρχισε να ψάχνει για το κινητό της μέσα στην τσάντα της καθώς περνούσε απρόσεχτα τον δρόμο, όταν ξάφνου, ένιωσε ένα χέρι να τη αρπάζει από τον αγκώνα.
«Δεν είσαι καθόλου προσεκτική, δεσποινίς Νικολάου», άκουσε μια γνώριμη φωνή να της λέει, με πολλή αυστηρότητα, μαλώνοντας την για την αφηρημάδα της. Η ανεπαίσθητη ρωσική προφορά κι η ζεστασιά της την καθησύχασαν για μια φευγαλέα στιγμή, μέχρι που κατάλαβε τι ακριβώς είχε κάνει.
Τα αυτιά της βούιζαν από τον φόβο που της προκάλεσε η συνειδητοποίηση ότι πήγε να περάσει με κόκκινο. Σήκωσε το βλέμμα της στον άντρα μπροστά της και κράτησε την ανάσα της όταν είδε τον Βίκτωρ Κόσλοφ να την κοιτάζει αποδοκιμαστικά. Στο φως της ημέρας δεν έμοιαζε τόσο τρομαχτικός. Το γωνιώδες πρόσωπό του δεν ήταν τόσο κοφτερό όσο νόμιζε ενώ το στόμα του δεν ήταν τόσο αυστηρό, αντιθέτως, έμοιαζε οι γωνίες του να ήταν τραβηγμένες προς τα πάνω, σαν να χαμογελούσε μονίμως. Για κάποιον που έδειχνε ικανός να σε σκοτώσει με το ένα χέρι, ο Βίκτωρ Κόσλοφ, είχε τρυφερά χαρακτηριστικά που πήγαιναν εντελώς κόντρα με αυτό που, μάλλον, ήθελε να δείξει προς τα έξω.
«Ευχαριστώ, δεν είχα καταλάβει πως το φανάρι άλλαξε…»
«Λυπάμαι που θα στο πω αλλά, δεν είχε αλλάξει καν, πέρασες απευθείας με κόκκινο λες και είχες κάποια ευχή θανάτου. Εκτός αν έχεις αχρωματοψία, τότε αλλάζει το πράγμα».
Η Κάλι γέλασε δυνατά, κυρίως για να καλύψει το γεγονός πως είχε θυμώσει με την απροσεξία της. «Σε διαβεβαιώνω, κύριε Κόσλοφ, πως δεν έχω αχρωματοψία».
«Λέγε με, Βίκτωρ, μισώ να με λένε κύριο Κόσλοφ», έκανε μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας εκείνος.
«Τότε να με λες Κάλι, θα το εκτιμούσα πολύ», χαμογέλασε και ο Βίκτωρ αρκέστηκε να συμφωνήσει με ένα κούνημα του κεφαλιού.
«Ωραία, τώρα που βγάλαμε τις τυπικότητες στην άκρη, θες να μου πεις τι σκεφτόσουν και παραλίγο να σκοτωθείς;» τη μάλωσε, ο τόνος του μία μίξη τρυφερότητας και ανησυχίας, που την έπιασε εξαπίνης. «Άσε, μη μου απαντήσεις. Ξέρω. Τον πίνακα σκεφτόσουν», τη διέκοψε πριν ανοίξει καν το στόμα της.
«Είναι τόσο εμφανές;» παραπονέθηκε εκείνη.
«Είναι γιατί κι εγώ στη θέση σου έτσι θα αντιδρούσα», τη καθησύχασε, με ένα γλυκό μειδίαμα.
«Πως κι είσαι μόνος σου;» θέλησε να μάθει, η Κάλι, για να σπάσει την ξαφνική σιωπή που είχε μπει ανάμεσά τους σαν αόρατος τοίχος. Της έκανε εντύπωση η απουσία του Ισάγιεφ, για κάποιον λόγο, στο μυαλό της αυτοί οι δύο πάντα πήγαιναν πακέτο.
«Ο Ντανιίλ με έδιωξε γιατί, λέει, του προκαλώ πονοκέφαλο. Δεν ξέρω τι εννοεί, είμαι πολύ διακριτικός τύπος», σάρκασε, προκαλώντας της δυνατό γέλιο, γιατί ο Κόσλοφ μόνο διακριτικός δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί. Γέλασε κι εκείνος με τη σειρά του, αναγνωρίζοντας πόσο ενοχλητικός μπορούσε να γίνει. «Σκεφτόμουν να πάω να πιω μια μπύρα και να φάω κάτι. Έχεις χρόνο;»
Δεν περίμενε να την καλέσει να πάει μαζί του. Σίγουρα δεν περίμενε πως θα δεχόταν με τόση ευκολία όταν υπό άλλες συνθήκες, θα το έβαζε στα πόδια. Του έδειξε ένα μικρό εστιατόριο πιο κάτω, από εκείνα που δεν σου γεμίζουν το μάτι αλλά κρύβουν μικρούς γευστικούς θησαυρούς μέσα τους, κι εκείνος την οδήγησε ως εκεί, ακουμπώντας προστατευτικά το χέρι του στην πλάτη της.
Διάλεξαν ένα τραπέζι κοντά στην τζαμαρία, και η Κάλι θαύμασε τον Βίκτωρ όσο ξεφορτωνόταν το παλτό του. Οι κινήσεις του είχαν κάτι το υπνωτιστικό. Τράβηξε τα μάτια της μακριά όταν γύρισε προς το μέρος της απότομα. Της φάνηκε πως χαμογέλασε κάπως αυτάρεσκα, αφού κατάλαβε πως τον κοιτούσε με θαυμασμό, αλλά είχε την καλοσύνη να μην το σχολιάσει.
«Λοιπόν, έχεις ξαναρθεί στη Νέα Υόρκη;» ρώτησε η Κάλι, κρυμμένη πίσω από το μενού.
Γέλασε ντροπαλά όταν ο Βίκτωρ την ανάγκασε να το κατεβάσει για να μπορούν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον όσο θα κουβέντιαζαν. Σήκωσε το φρύδι του προκλητικά κι εκείνη αρκέστηκε να κάνει μια γκριμάτσα που φανέρωνε το πόσο περίεργα την έκανε να νιώθει. Όχι με την άσχημη έννοια, αντιθέτως, κοντά του αισθανόταν ασφάλεια και ταυτόχρονα ήταν λες και ξεχνούσε πώς ήταν να συναναστρέφεται με κάποιον. Κόμπλαρε κοντά του, χωρίς να φταίει εκείνος γι’ αυτό.
«Ναι, άλλες δύο φορές, αλλά μάλλον τώρα απολαμβάνω περισσότερο την επίσκεψη», αποκρίθηκε, ο Βίκτωρ, με νόημα. «Είναι και η ατμόσφαιρα πιο όμορφη τον χειμώνα, έχω και καλή παρέα αυτή τη στιγμή», συμπλήρωσε αδιάφορα, αλλά χωρίς να σταματήσει να την κοιτάζει έντονα.
«Συνεργάζεσαι καιρό με τον Ντανιίλ;»
Χαμογέλασε στραβά, μια στάλα ενοχλημένος που η κουβέντα γυρνούσε πάλι σ’ εκείνον. «Τον γνωρίζω δέκα χρόνια», αρκέστηκε να πει και τσίμπησε ένα από τα κριτσίνια που έφερε η σερβιτόρα στο τραπέζι τους. «Σειρά μου τώρα, γιατί έγινες συντηρήτρια έργων τέχνης κι όχι καλλιτέχνιδα;»
Την έπιασε εξαπίνης με την ερώτησή του. «Τι κάνουμε τώρα, παίρνουμε συνέντευξη ο ένας από τον άλλον;» τον προκάλεσε, έκπληκτη.
«Εσύ το ξεκίνησες. Θες να σου πω ποιο είναι το αγαπημένο μου χρώμα, το αγαπημένο μου τραγούδι, η αγαπημένη μου ταινία κι αν ροχαλίζω το βράδυ;»
Η Κάλι άφησε κάτω το μενού και σταύρωσε τα χέρια στο στομάχι, έτοιμη για μάχη. Του άρεσε να πατάει τα κουμπιά της για να βρει όλα εκείνα που μπορούσαν να του επιστρέψουν να την χαλιναγωγήσει, αλλά μάλλον δεν ήξερε με ποια είχε μπλέξει. Δώσανε την παραγγελία τους στην σερβιτόρα που διέκοψε για λίγο την κουβέντα τους και μόλις έφερε τις μπύρες τους, η Κάλι πήρε το θάρρος να απαντήσει στην ερώτησή του.
«Ζωγράφιζα παλιότερα, αλλά βρίσκω το να δίνεις ζωή σε κάτι παλιό, πιο ουσιώδες… δίνεις τη δυνατότητα στο παρελθόν να διδάξει στο παρόν, και στο παρόν να ταξιδέψει πίσω στο χρόνο κι επιπλέον, με γεμίζει περισσότερο».
Το χαμόγελο που της χάρισε έκανε την καρδιά της να σφιχτεί γλυκά. Την κοίταξε παράξενα, ίσως με θαυμασμό αν τολμούσε να πει, αλλά και πάλι δεν τον ήξερε για να μπορεί να αναγνωρίζει τα συναισθήματά του. Τον παρακολούθησε όσο έπινε μπύρα από το μπουκάλι, με τα μάτια του καρφωμένα πάνω στο πρόσωπό της, και έπιασε τον εαυτό της να πανικοβάλλεται χωρίς προφανή λόγο.
«Κόκκινο, In the end των Linkin park, Οι Συνήθεις Ύποπτοι και η αλήθεια είναι πως έχω να κοιμηθώ όλο το βράδυ με κάποια στο κρεβάτι και στο πλευρό μου, περίπου δέκα χρόνια, οπότε δεν ξέρω αν ροχαλίζω· δεν έχει προλάβει να μου παραπονεθεί καμιά», ανασήκωσε τους ώμους του, αδιάφορα, αλλά η Κάλι αυτή τη φορά δεν γέλασε.
«Είσαι μόνος σου;» ρώτησε, διστάζοντας λίγο, φοβούμενη πως μπορεί να περνούσε μια αόρατη γραμμή.
Οι γωνίες των χειλιών του ανασηκώθηκαν αργά αλλά το χαμόγελο του ήταν μελαγχολικό. «Με τη δουλειά που κάνω, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, δεν αντέχει καμία να μείνει μαζί μου…»
«Λυπάμαι», αποκρίθηκε, κοιτώντας τον στα μάτια. «Κανείς δεν πρέπει να είναι τόσο μόνος…»
Ο Βίκτωρ έγειρε προς το μέρος της κι ακούμπησε τα χέρια του, τα οποία κράτησε δεμένα, πάνω στο τραπέζι. Τα μάτια του, είχαν σκουρύνει ακόμα περισσότερο κι έμοιαζαν με δύο λίμνες της αβύσσου που δεν είχαν τέλος. Φοβήθηκε πως αν έπεφτε μέσα τους, δεν θα μπορούσε να αναδυθεί ποτέ της αλλά ταυτόχρονα, έπιασε τον εαυτό της να θέλει να κάνει αυτή τη βουτιά.
«Μη λυπάσαι, μερικές φορές δεν μας δίνονται πολλές επιλογές και πρέπει να πορευόμαστε με αυτά που έχουμε, και να προσαρμοζόμαστε, ακόμα κι όταν φαίνεται δύσκολο ή άδικο. Εσύ, γιατί είσαι μόνη;»
Ήταν πιο δυνατός κι από χείμαρρος. Δεν της άφηνε περιθώρια να αντιδράσει, ούτε καν να σκεφτεί, πριν απαντήσει. Κάρφωνε τα μάτια του πάνω στα δικά της και απαιτούσε απαντήσεις, κι ενώ εκείνη δεν ήθελε να τις δώσει, ένιωθε πως αν δεν το έκανε θα ήταν η ίδια που θα έχανε… όχι εκείνος…
«Προσπαθώ να προσαρμοστώ», χαμογέλασε πειρακτικά και ο Βίκτωρ σήκωσε το φρύδι του, απαιτώντας κι άλλες εξηγήσεις. «Προσπαθώ να προσαρμοστώ στη μοναξιά. Μετά από μία αποτυχημένη, σοβαρή σχέση, σκέφτηκα πως θα μου έκανε καλό να μάθω να είμαι μόνη μου».
«Μπορείς τη μοναξιά; Νομίζω πως σε τρομάζει, έτσι δεν είναι;»
Κάγχασε με την ερώτησή του. Πως ήταν δυνατόν να τη διαβάζει σαν ανοιχτό βιβλίο; Τρόμαξε λιγάκι, δεν ήταν από τα άτομα που κρατούσαν κλειστά τα χαρτιά τους, αλλά το να την διαβάσει με τόση ευκολία ένας ξένος… ένας εντελώς άγνωστος…
«Ναι, με τρομάζει, ποιον δεν τον τρομάζει; Ακόμα κι ο πιο μοναχικός άνθρωπος, μερικές φορές τρομοκρατείται στην ιδέα πως θα πεθάνει μόνος».
Απέστρεψε το βλέμμα της και κοίταξε αφηρημένη έξω από την τζαμαρία. Ο Βίκτωρ έβρισε στα ρωσικά και αναζήτησε το χέρι της, το οποίο έσφιξε ελαφρά, για να της τραβήξει την προσοχή. Το βλέμμα της στάθηκε εκεί, όσο η μεγάλη παλάμη του κάλυπτε το λεπτεπίλεπτο χέρια της, μέχρι που εκείνος το τράβηξε νιώθοντας πως μάλλον είχε ξεπεράσει τα όρια.
«Κάλι, δεν ήθελα να σε ταράξω», πρόλαβε να πει, πριν τους διακόψει το κινητό της που χτυπούσε. Εκείνη έριξε μια ματιά στην οθόνη και ξεφύσησε θλιμμένα, μα ανακουφισμένη κιόλας, γιατί η σύντομη κουβέντα τους την είχε εξουθενώσει.
«Πρέπει να φύγω, έχω ραντεβού με τη μητέρα μου…»
«Πήγαινε, εκτιμώ πολύ το χρόνο που μου χάρισες», τη διέκοψε, καλοσυνάτα, και την παρατήρησε όσο μάζευε τα πράγματά της. «Πρόσεχε, Κάλι, τον εαυτό σου πάνω από όλα. Φαίνεται πως είσαι πανέξυπνη αλλά μερικές φορές, ακόμα και οι πιο έξυπνοι άνθρωποι κάνουν χαζά πράγματα», ήταν το τελευταίο πράγμα που της είπε, πριν εκείνη φύγει, μπερδεμένη, με τα λόγια του να ακούγονται μέσα στο μυαλό του συνέχεια, σαν ένα από εκείνα τα εκνευριστικά τραγούδια που της κολλούσαν και δεν μπορούσε να ξεχάσει.
Βγήκε στο δρόμο αλλά της πήρε ώρα μέχρι να ξεκολλήσει τα πόδια της από το σημείο που είχε σταθεί. Έβλεπε τη μορφή του μυστήριου Ρώσου μέσα από την τζαμαρία, που έπινε αφηρημένα την μπύρα του με το σώμα του ριγμένο πάνω στην καρέκλα, και ένιωθε πως ήθελε να πάει ξανά κοντά του. Ήταν πασιφανές πως αυτή η μοναξιά που είχε επιβάλει στον εαυτό του, τον έτρωγε από μέσα προς τα έξω, σαν το σαράκι. Πως γινόταν να την τραβούσε τόσο εύκολα, σαν μαγνήτης; Την τρόμαζε αυτό που ένιωθε κοντά του γιατί δεν τον είχε νιώσει ποτέ ξανά κι αυτό, ήταν αρκετό, να την κάνει να το βάλει στα πόδια.
©Νεκταρία Μαρκάκη 2023
Όλα τα κείμενά μου είναι κατοχυρωμένα και οποιαδήποτε προσπάθεια αντιγραφής ή αναπαραγωγής χωρίς την έγκρισή μου, θα τιμωρηθεί από το νόμο.
Ανυπομονώ να το διαβάσω έντυπο Νεκταρία μου. Όντως είναι πάρα πολύ καλό, βγάζει ένα ιδιαίτερο συναίσθημα!❤️❤️❤️❤️
Καταπληκτικο !!!!!!!!!!!!!!