Ο ήχος της ζώνης που έσχιζε τον αέρα πριν βρεθεί πάνω στο κορμί του, ο οξύς πόνος που τον γονάτιζε, το γέλιο γεμάτο κακία, όλα βούιζαν μέσα στο μυαλό του καθώς πεταγόταν μέσα από τον ύπνο του βουτηγμένος στον ιδρώτα. Μέτρησε 9.125 φορές που έβλεπε το ίδιο όνειρο. 9.125 βράδια αγωνίας και τρόμου λες και δεν ήταν αρκετή εκείνη η πραγματικότητα που του είχε αφήσει αμέτρητα σημάδια στο μυαλό και το σώμα.
Άφησε την ανάσα του να βγει αργά και μέτρησε ως το δέκα για να βρει ξανά εκείνη την ψυχραιμία που τον χαρακτήριζε τις περισσότερες μέρες της ζωής του. Μην αφήσεις τα όνειρά σου να καταστρέψουν τη μέρα σου, υπενθύμισε στον εαυτό του. Είχε δώσει μία υπόσχεση στον εαυτό του κι έπρεπε να την κρατήσει όσο κι αν τον έκαιγε το σώμα του λες και ένιωθε εκείνη τη στιγμή πάνω του να πέφτει με φόρα η δερμάτινη ζώνη. Φόρεσε τη φόρμα και τα παπούτσια του και βγήκε για τρέξιμο όπως κάθε πρωί, χωρίς καν να έχει ξεμυτίσει το πρώτο φως της μέρας. Το προτιμούσε έτσι γιατί δεν θα συναντούσε κανέναν στο δρόμο του. Μπορεί να έμενε μέσα σε σπίτι, αλλά η ζωή του ταίριαζε απόλυτα σ’ εκείνη ερημίτη. Μόνο με τη μητέρα του αντάλλαζε μερικές κουβέντες μέσα στη μέρα, αλλά κι εκείνη δεν τον πίεζε γιατί ήξερε πολύ καλά πως αν ήθελε να μιλήσει, θα το έκανε από μόνος του. Δεν είχε καμία λογική το να προσπαθεί να του πάρει μία κουβέντα με το ζόρι κι εκείνος το εκτιμούσε πολύ αυτό. Όσον αφορούσε τον υπόλοιπο κόσμο, εκείνοι σπάνια του μιλούσαν έτσι κι αλλιώς, αν δεν χρειαζόταν δεν τον πλησίαζαν κιόλας οπότε δεν τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα οι συναναστροφές μαζί τους. Ήταν ευχαριστημένος μέσα στη σιωπή του και αυτό του έφτανε.
Άνοιξε το βήμα του μόλις βγήκε στον αγροτικό δρόμο πίσω από το σπίτι του και σύντομα άρχισε να τρέχει ενάντια στον παγωμένο αέρα του Μάρτη με μοναδικό του σύντροφο τον σκύλο του, ένα ασπρόμαυρο αδέσποτο που τον είχε ακολουθήσει μια μέρα μέχρι που αποφάσισε να τον υιοθετήσει. Ήταν λιγοστές οι φορές που ένιωθε ελεύθερος και σίγουρα αυτή ήταν μία από εκείνες. Του άρεσε η Άνοιξη γιατί μύριζε σαν την αναγέννηση αν και ποτέ δεν ερχόταν η δική του. Παρέμενε πεθαμένος μέσα του και δεν έλεγε να βρει ένα τρόπο να σπρώξει αυτή την ταφόπλακα που έριξε πάνω του πριν είκοσι πέντε χρόνια. Ήταν σαράντα χρονών πια κι αν είχε μάθει κάτι πολύ καλά τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, ήταν ο ίδιος του ο εαυτός. Έπρεπε επιτέλους να αποδείξει σ’ εκείνον πάνω απ’ όλα πως δεν ήταν ηττημένος από την ίδια του τη μοίρα, πως μπορούσε να πατήσει γερά ξανά στα πόδια του, μα δεν ήξερε πως να το κάνει. Προσπάθησε, ακόμα προσπαθούσε καθημερινά, αλλά ακόμα δεν είχε βρει το δρόμο του.
Σταμάτησε να τρέχει μόλις είδε το πρώτο φως της μέρα να κάνει την εμφάνισή του. Άνοιξε τα χέρια του κι έριξε το κεφάλι του πίσω για να πάρει μία βαθιά ανάσα. Αγαπούσε τη μυρωδιά της γης εκείνη τη στιγμή γιατί χόρευε με τη μυρωδιά της θάλασσας σ’ ένα ταγκό υπερίσχυσης του ενός πάνω στο άλλο. Ήθελε να περιμένει τον ήλιο ν’ αρχίσει να βγαίνει πίσω από τα βουνά της γειτονικής χώρας, όμως ήξερε πως έπρεπε να ξεκινήσει άμεσα για τη δουλειά, αν ήθελε να βγάλει το μεροκάματο της μέρας. Έριξε μία ματιά προς την υπέροχη θέα μπροστά του και πήρε το δρόμο του γυρισμού, πάλι τρέχοντας, νιώθοντας πως ταυτόχρονα έτρεχε μακριά από τις σκιές του παρελθόντος που τον καταδίωκαν ανελέητα.
Η μητέρα του είχε ξυπνήσει ήδη όταν έφτασε στο σπίτι και έψηνε τον πρώτο καφέ της μέρας. Την παρατήρησε λιγάκι σιωπηλός από την πόρτα της κουζίνας να κινείται με δυσκολία και η καρδιά του μάτωσε λιγάκι. Δεν έφτανε το γεγονός πως είχε περάσει μία δύσκολη ζωή, έπρεπε να αποκτήσει και μία παραμορφωτική αρρώστια των άκρων της, που της χάριζε πόνο με κάθε κίνηση που έκανε. Αναστέναξε θλιμμένα γιατί δεν ήξερε πως να τη βοηθήσει κι έτρεξε για να πιάσει από το ντουλάπι τις κούπες για τον καφέ, αφού εκείνη τσίτωνε και δεν κατάφερνε να φτάσει ως εκεί.
«Κάποια στιγμή θα πρέπει να σταματήσεις να είσαι τόσο αθόρυβος, θα μου προκαλέσεις καρδιακή προσβολή κάνα πρωί και μετά να δω τι θα κάνεις», τον μάλωσε τάχα εκνευρισμένη ενώ στην πραγματικότητα χαιρόταν που τον έβλεπε, λες και ήταν η πρώτη φορά. Φοβόταν τις τάσεις φυγής που τον έπιαναν πολύ συχνά γι’ αυτό κάθε πρωί τον υποδεχόταν με ένα λαμπερό χαμόγελο, χωρίς να κρύψει την ευτυχία που της προκαλούσε η παρουσία του. «Θα πιεις εδώ τον καφέ ή να στον βάλω να τον πάρεις μαζί;»
«Πρέπει να φύγω», απολογήθηκε. «Όταν γυρίσω θα σου φτιάξω ένα ράφι χαμηλά, να βάζεις τα πράγματα που χρησιμοποιείς καθημερινά, για να μην τσιτώνεις».
«Σιγά, δεν έχω ανάγκη εγώ...»
«Καλά, εγώ θα το βάλω έτσι κι αλλιώς», τη διέκοψε, ενοχλημένος, που δεν έβλεπε πως οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν. «Πρέπει κάποια στιγμή να καταλάβεις πως δεν είσαι πλέον παιδί», συνέχισε και γέλασε όταν είδε το πρόσωπό της να αλλάζει όψη και να αντιδρά πραγματικά σαν πεισμωμένο μικρό παιδί. «Για σένα το λέω ρε μάνα, γιατί τυραννιέσαι, μη νομίζεις πως δεν βλέπω ότι πονάς με κάθε κίνηση».
«Εντάξει», συμφώνησε μέσα στην αγανάκτηση, ξαφνιάζοντάς τον. «Δεν θα σου χαλάσω το χατίρι. Για σένα το κάνω, όχι πως έχω ανάγκη», τον διαβεβαίωσε και ο Αχιλλέας γέλασε απαλά καθώς την έκλεινε στην αγκαλιά του.
«Πρέπει να φύγω. Σ’ αγαπάω, πρόσεχε, θέλω να γυρίσω και να σε βρω ολόκληρη».
Έφυγε κουβαλώντας την ευχή της στους ώμους. Προτίμησε να πάει ως το λιμάνι όπου είχε αφήσει τη βάρκα του, μέσα από τα στενά του χωριού, ελπίζοντας να αποφύγει δυσάρεστες συναντήσεις. Όχι πως ήταν εφικτό γιατί το χωριό ξυπνούσε εκείνη την ώρα και οι ψαράδες ήδη κατέβαιναν στο λιμάνι όπως εκείνος. Κάποιοι, μικρότερης ηλικίας κυρίως, του έλεγαν που και που καμιά καλημέρα. Οι μεγαλύτεροι τον κοιτούσαν με επιφύλαξη ενώ ήταν και κάποιοι που έδειχναν την απέχθειά τους προς το πρόσωπό τους, χωρίς ντροπή. Σ’ εκείνους ποτέ δεν χαμήλωνε το κεφάλι από αντίδραση κι ας προκαλούσε την οργή τους.
Έβγαλε τη βάρκα στη θάλασσα ξεκινώντας για το αγαπημένο του σημείο όπου βουτούσε για να βγάλει ψάρια. Δεν ήταν όνειρο ζωής να γίνει ψαράς αλλά έβγαζε ένα χαρτζιλίκι, βοηθούσε τη μητέρα του οικονομικά και με τον καιρό είχε μάθει να το αγαπάει κυρίως γιατί ήταν ένα επάγγελμα που απαιτούσε τη σιωπή που τόσο πολύ είχε ανάγκη. Μισή ώρα μετά έριχνε άγκυρα για να φορέσει τη στολή κατάδυσης. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το τραγούδι της θάλασσας που τόσο πολύ τον ηρεμούσε. Η μέρα ήταν σχεδόν καλοκαιρινή. Τις εκτιμούσε πολύ αυτές τις μέρες γιατί ήταν σπάνιες και δεν μεγέθυναν τη μελαγχολία του. Έβαλε τη μάσκα του, πήρε το καμάκι του κι έπεσε στο νερό ξεκινώντας ένα νέο ταξίδι μόνος μακριά από τις σκέψεις του.
Δύο ώρες έμεινε κάτω από τη θάλασσα αλλά η ψαριά της ημέρας ήταν κάτι παραπάνω από καλή. Τα καθάρισε πριν επιστρέψει στο λιμάνι για να τα πουλήσει. Θα έπρεπε να σκεφτεί τι θα έκανε για να περάσει η υπόλοιπη μέρα αλλά τουλάχιστον είχε ξεκινήσει καλά. Ξεκίνησε για την επιστροφή με ένα δυσοίωνο αίσθημα να ξεχύνεται μέσα του και να τον κατατρώει. Μισούσε να νιώθει έτσι γιατί συνήθως σήμαινε πως θα έμπλεκε σε μπελάδες χωρίς να το θέλει. Δεν ήταν όλος ο κόσμος καλός και δεν ξεχνούσαν εύκολα και το κυριότερο, υπήρχαν άτομα που δεν τους άφηναν να ξεχάσουν.
Τα περισσότερα ψάρια του τα αγόραζε μία ταβέρνα στο λιμάνι κι εκεί ήλπιζε να πάνε και πάλι. Όμως από την πρώτη στιγμή που πλεύρισε στον ντόκο, ήξερε πως τα πράγματα δεν θα ήταν τόσο απλά αυτή τη φορά. Παραπέρα ήταν το μικρό καΐκι του Δημήτρη κι εκείνος στεκόταν μέσα ενώ μιλούσε με τον ιδιοκτήτη της ταβέρνας. Κοίταξε προς το μέρος του με ένα ειρωνικό χαμόγελο νίκης και ο Αχιλλέας ήξερε πως μόλις είχε πάρει στροφή προς το χειρότερο η μέρα του. Έβρισε μέσα από τα δόντια του γιατί το πιθανότερο ήταν να πήγαινε χαμένη όλη ψαριά. Ο Δημήτρης του είχε υποσχεθεί να τον κάνει να μετανιώσει την ώρα και τη στιγμή που γύρισε στο νησί και ως τώρα το κατάφερνε μία χαρά. Τέσσερα χρόνια δεν του είχε δώσει μία στιγμή χαλάρωσης κι είχε αρχίσει να κουράζεται πολύ με τη συμπεριφορά του. Βγήκε από τη βάρκα με το τελάρο τα ψάρια στα χέρια και πλησίασε τον ταβερνιάρη που, τρομαγμένος, οπισθοχώρησε μερικά βήματα.
«Κυρ Στέφανε, θα ρίξεις μια ματιά;» ρώτησε γνέφοντας προς το τελάρο.
«Όχι, όχι, θα παίρνω από τον Δημήτρη ψάρια από εδώ και μπρος», ψέλλισε εκείνος χωρίς να τον κοιτάξει καν, κρατώντας το βλέμμα του χαμηλά στα χέρια του.
«Είχαμε μία συμφωνία όμως...»
«Άλλαξε γνώμη, υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» επενέβη ο Δημήτρης που βγήκε από το καΐκι του με απειλητικό ύφος.
«Κανένα, αλλά θα το εκτιμούσα να με είχε ενημερώσει πως δεν θα συνεργαζόμαστε πια».
«Δεν σου χρωστάει καμία εξήγηση», απάντησε εκείνος προκλητικά και ο Αχιλλέας ήξερε πως είχε έρθει η ώρα να απομακρυνθεί πριν ξεσπάσει καυγάς. «Έλα, φύγε τώρα, έχω κι άλλες δουλειές», συμπλήρωσε κουνώντας το χέρι του σαν να έδιωχνε μύγα.
Δεν είχε αισθανθεί χειρότερα στη ζωή του. Κοίταξε τον κύριο Στέφανο απογοητευμένος και έκανε να γυρίσει στη βάρκα του, όταν άκουσε κάποιον να φωνάζει το όνομά του. Ο κυρ Ισίδωρος, ένας άλλος ταβερνιάρης που είχε καλές σχέσεις με τη μάνα του, του έκανε νόημα να περιμένει. Έτρεχε προς το μέρος του με την κοιλιά του να πηγαινοέρχεται από τα δεξιά προς τα αριστερά και τούμπαλιν, λες και ήταν καρτούν. Τον συμπαθούσε, όπως και τον γιο του, γιατί ήταν από τους λίγους που του φέρονταν όμορφα.
«Καλημέρα κυρ Ισίδωρε, σε τι μπορώ να σε βοηθήσω;» τον ρώτησε κι εκείνος έριξε μία ματιά γεμάτη απέχθεια προς τον Δημήτρη.
«Τα ψάρια σου θέλω. Όλα. Κι άμα βγάζεις να μου τα φέρνεις εμένα να τα αγοράζω», είπε δυνατά, ξαφνιάζοντάς τον. «Το σιχαίνομαι το κωλόπαιδο, επειδή έγινε αντιδήμαρχος νομίζει πως μπορεί να κάνει ό,τι θέλει», συμπλήρωσε χαμηλόφωνα ενώ έπαιρνε το τελάρο από τα χέρια του. «Πάμε να σε πληρώσω αγόρι μου».
«Κυρ Ισίδωρε, ξέρεις πως θα μπεις σε μπελάδες», τον προειδοποίησε γνωρίζοντας πως ο Δημήτρης γινόταν εκδικητικός με όποιον του εναντιωνόταν.
«Ναι, σιγά και τον φοβήθηκα», έκανε εκείνος με στόμφο και τράβηξε λεφτά από το ταμείο να του δώσει. «Να μου φέρνεις τα ψάρια σου και να δώσει τα χαιρετίσματά μου στη μάνα σου».
Χαμογέλασε στον άντρα και έσφιξε το χέρι του. Δεν τον αντιμετώπισε στιγμή όπως οι περισσότεροι άνθρωποι του χωριού και τον είχε εκτιμήσει πολύ από την πρώτη στιγμή. «Θα τα ξαναπούμε αύριο τότε», είπε και του γύρισε την πλάτη για να φύγει.
«Α, τώρα που σε βρήκα. Έχεις καθόλου χρόνο σήμερα; Ο γιος μου θέλει ένα άτομο για βοήθεια, φτιάχνουν το σπίτι της Μαριγώς και του λείπουν χέρια. Να του πω ότι θα πας;»
Δεν είχε να κάνει κάτι άλλο γι’ αυτό συμφώνησε. Εξάλλου χρειαζόταν ένα ακόμα μεροκάματο. Φρόντισε τη βάρκα του και πήρε το δρόμο της επιστροφής ως το σπίτι του για να αλλάξει. Ο γιος του κυρ Ισίδωρου του φώναξε πως τον περίμενε, φανερά ανακουφισμένος για τη βοήθεια που θα του πρόσφερε, έτσι έτρεξε πίσω στην οικοδομή και ζήτησε εντολές από τον νεαρό Στάθη.
«Θέλουμε να βγάλουμε τα γκρεμίδια από την άκρη, μπορείς να τα τραβήξεις;»
«Φυσικά. Σ’ ευχαριστώ», του είπε κοιτώντας τον στα μάτια αλλά ο Στάθης δεν φαινόταν να καταλαβαίνει για ποιον λόγο τον ευχαριστούσε. «Ξέρεις για ποιόν λόγο», συμπλήρωσε κοιτώντας προς τους δύο άντρες στην οικοδομή, που τον κοιτούσαν με μισό μάτι.
«Μη δίνεις σημασία, ρε Αχιλλέα. Ξέρεις πως είναι στα χωριά. Ο πατέρας μου πάντα έλεγε πως πίσω από κάθε ιστορία κρύβονται δύο πλευρές και συνήθως αυτή που δεν ακούγεται είναι η αληθινή. Κάτι ξέρει και τον πιστεύω όταν μου λέει πως με σένα δεν έχω να φοβάμαι τίποτα».
Συγκινήθηκε γιατί τόσα χρόνια έβλεπε μόνο φόβο στα μάτια όποιου τον αντίκριζε και ξαφνικά, ένιωσε σαν άνθρωπος ξανά, όχι σαν τέρας.
«Είστε καλοί άνθρωποι. Θα το θυμάμαι πάντα αυτό», τον διαβεβαίωσε κι έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά.
Δεν είχε περάσει πολλή ώρα όταν αναγκάστηκε να σταματήσει τη δουλειά του εξαιτίας μία άγνωστης παρουσίας που περνούσε μπροστά από την οικοδομή. Ήταν μία γυναίκα κοντά στα τριάντα πέντε που κρατούσε από το χέρι ένα μικρό κορίτσι. Η ματιά του κοριτσιού στάθηκε πάνω του και ο Αχιλλέας δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει όταν σήκωσε το χέρι της για να τον χαιρετήσει. Τη χαιρέτησε κι εκείνος μα το κορίτσι κρύφτηκε στιγμιαία πίσω από τη μητέρα του πριν τον κοιτάξει πάλι με ένα γλυκό παιχνιδιάρικο χαμόγελο που γέμισε την καρδιά του ευτυχία. Κούνησε το χεράκι της πάλι ενώ απομακρυνόταν και ο Αχιλλέας μειδίασε μελαγχολικά.
«Α, κατέφτασε η νέα γιατρός», άκουσε τον Στάθη να λέει ενθουσιασμένος.
«Περιμέναμε νέα γιατρό;»
«Αμέ, άκουσα πως είναι χήρα. Ωραία γυναίκα, όμως. Ελπίζω να είναι το ίδιο καλή γιατρός», χαχάνισε και γύρισε στη δουλειά του ενώ τα μάτια του Αχιλλέα έμειναν καρφωμένα στην πλάτη της άγνωστης γυναίκας που σταματούσε έξω από το σπίτι απέναντι από το δικό του. Ανήκε στη μητέρα του αλλά εκείνη δεν του είχε αναφέρει τίποτα για την έλευση της, προφανώς γιατί ήξερε πως μία νέα γειτόνισσα μπορούσε να του προσθέσει νέο άγχος. Αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν απλό. Θα κρατούσε τις αποστάσεις του όπως έκανε με κάθε άνθρωπο στο χωριό.
Comments