Μισούσε τις Δευτέρες με όλη της την καρδιά γιατί δεν απολάμβανε ποτέ τα Σαββατοκύριακά της από το άγχος που της δημιουργούσαν. Δεν ήταν τυχαίο που όλα της πήγαιναν στραβά την αρχή της εβδομάδας κι εκείνη η μέρα δεν ήταν διαφορετική, όσο κι αν προσπάθησε από το προηγούμενο βράδυ να τα κάνει όλα σωστά. Στις εννέα και μισή έπρεπε να βρίσκεται στο ραντεβού της στο κέντρο της Αθήνας, για να μαζέψει πληροφορίες για ένα ρεπορτάζ που ανέλαβε πριν καιρό. Δεν έπρεπε να χάσει αυτό το ραντεβού με τίποτα. Γι’ αυτό από την Κυριακή φρόντισε τα ρούχα της να είναι έτοιμα, σιδερωμένα, όλα τα πράγματά της να βρίσκονται μέσα στην τσάντα της και φυσικά, να βάλει το ξυπνητήρι της να χτυπήσει στις εφτά και μισή για να μην αγχωθεί. Οι μέρες ήταν βροχερές και η πόλη πάντα παρέλυε με αποτέλεσμα τίποτα να μη λειτουργεί σωστά. Δεν έπρεπε να αφήσει το παραμικρό να της χαλάσει τα σχέδιά της για τη Δευτέρα που ξημέρωνε.
Μα πάλι τα κατάφερε δεν πήγε καλά γιατί το σύμπαν αρέσκονταν στο να της κάνει την καθημερινότητα μαρτύριο. Το κινητό της υποτίθεται πως φόρτιζε όλη τη νύχτα μα έκλεισε από μπαταρία λόγω της διακοπής ρεύματος και το ξυπνητήρι της δε χτύπησε ποτέ. Όταν άνοιξε τα μάτια της και είδε την ώρα στο ρολόι στον καρπό της, παραλίγο να βάλει τα κλάματα. Ήταν οχτώ και μισή. Δεν καταλάβαινε πως γινόταν να της τη φέρνει με κάποιον τρόπο η Δεύτερα. Έβρισε καθώς ντυνόταν σαν την τρελή, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να συμμαζέψει τα μαλλιά της και να βουρτσίσει τα δόντια της για να φύγει όσο το γρηγορότερο μπορούσε. Παραλίγο να βάλει τα κλάματα από τον πανικό της αλλά για μία ακόμη φορά έπρεπε να αποδείξει πως ήταν ικανή ακόμα και να νικήσει τις Δευτέρες που μισούσε.
Το μικροσκοπικό διαμέρισμά της ήταν στο κέντρο της Αθήνας και έμενε ήδη τέσσερα χρόνια εκεί, από τη στιγμή που έπιασε δουλειά στην εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν. Ήθελε να βρίσκεται στο κέντρο των γεγονότων, όπως έλεγε, κι η αλήθεια ήταν πως δεν ήταν και λίγες οι φορές που σώθηκε γιατί βρισκόταν δίπλα στον ηλεκτρικό σταθμό και μπορούσε να πάει γρήγορα στον προορισμό της. Κάτι ήξερε που επέμενε μερικές φορές κι ας την έλεγαν εμμονική. Αν δεν ήταν έτσι, δεν θα ήταν καλή στη δουλειά της. Στα τριάντα-τρία της πλέον μπορούσε να καυχηθεί πως ήταν από εκείνους τους δημοσιογράφους που μπορούσαν να ανακαλύψουν και τον ίδιο τον διάβολο αν το έβαζε σκοπό.
Βγήκε από τον ηλεκτρικό, στην Ομόνοια, και έτρεξε στην 3η Σεπτεμβρίου για να σταματήσει στον αγαπημένο της φούρνο. Δεν μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς καφέ και ευτυχώς το ραντεβού της ήταν εκεί κοντά, που σήμαινε πως προλάβαινε να πάρει έναν στο χέρι. Χαιρέτησε από μακριά το νεαρό που αναλάμβανε να φτιάξει τον ελληνικό της κάθε πρωί και γέλασε όταν τον είδε να αρπάζει μεμιάς το μπρίκι και να το βάζει πάνω στη φωτιά.
«Πάλι άργησες;» την πείραξε, όταν στάθηκε μπροστά από τον πάγκο, δίπλα σε έναν όμορφο άντρα με κουστούμι, που την κοίταξε με μεγάλο ενδιαφέρον. Του έριξε κι εκείνη μια ματιά και χαμογέλασε γιατί ήταν, ίσως, από τους πιο ενδιαφέροντες άντρες που είδε ποτέ της. Τα ζεστά καστανά μάτια του, με την υποψία λίγου πρασίνου γύρω από την κόρη, ήταν γεμάτα περιέργεια και το αξύριστο πρόσωπό του ήταν γοητευτικό. Της χαμογέλασε κι εκείνος για να αποκαλυφτούν οι ρυτίδες έκφρασης γύρω από τα μάτια του που τον έκαναν ακόμα ομορφότερο.
«Έχω την εντύπωση πως το κάρμα με τιμωρεί γιατί την προηγούμενη ζωή μου μάλλον ήμουν κάθαρμα, και η τιμωρία μου έχει τη μορφή μιας μόνιμης κακής Δευτέρας». Ο άντρας δίπλα της γέλασε πνιχτά. «Ξέρεις κι εσύ από κακές Δευτέρες;» τον ρώτησε, απορώντας με τον εαυτό της που άνοιγε κουβέντα με τον άγνωστο, με τόση ευκολία.
«Δεν έχεις ιδέα. Με αποκορύφωμα το ξημέρωμα της σημερινής που ξεκίνησε με κέφια».
«Δε χτύπησε το ξυπνητήρι;» γέλασε με την καρδιά της, παρασέρνοντας τον άγνωστο. «Δε θα ακουστεί καλό αυτό που θα πω, αλλά χαίρομαι που δεν είμαι η μόνη που τη μισούν οι Δευτέρες». Άνοιξε την τσάντα της για να βγάλει το πορτοφόλι της. Έψαξε πανικόβλητη για λίγο μα ήταν άφαντο και την έλουσε κρύος ιδρώτας. Τουλάχιστον η δημοσιογραφική της ταυτότητα ήταν μέσα στην τσάντα. «Δεν το πιστεύω. Μάνο, ξέχασα το πορτοφόλι μου, να σου πληρώσω αύριο τον καφέ;» ρώτησε τον νεαρό που της τον έδινε στο χέρι.
«Κερνάω εγώ», πετάχτηκε ο άντρας. Ήθελε να φέρει αντιρρήσεις αλλά ήδη πλήρωνε για τους καφέδες τους και δε σήκωνε άρνηση από μέρους της.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ, δεν έπρεπε», είπε, αλλά ο άντρας ανασήκωσε τους ώμους του τάχα αδιάφορα.
«Το ίδιο θα έκανες για μένα, εμείς οι Δευτεροχτυπημένοι πρέπει να αλληλοστηριζόμαστε», αστειεύτηκε και της κράτησε την πόρτα ανοιχτή για να βγουν στο δρόμο ξανά. «Παρεμπιπτόντως, με λένε Μάριο», συστήθηκε και της έδωσε το χέρι του.
«Λευκή», του είπε και έσφιξε το χέρι του.
«Όμορφο όνομα. Λευκή, ξέρω πως θα σου φανεί παράξενο αλλά θα ήθελα να σε βγάλω έξω μια μέρα». Φαινόταν σα να είχε απεριόριστη αυτοπεποίθηση όσο της ζητούσε να βγουν, αλλά φαινόταν πόσο νευρικός ήταν στον τρόπο που δάγκωνε το κάτω χείλος του, περιμένοντας μια απάντησή της. «Μάλλον θα έλεγα πως πρέπει να με βγάλεις εσύ έξω, να με κεράσεις καφέ για να μη μου χρωστάς».
Η Λευκή γέλασε νευρικά. «Γι’ αυτό πλήρωσες για τον καφέ μου;» Του έδειξε προς το φανάρι και ο Μάριος την κοίταξε απορημένος. «Πρέπει να περάσω απέναντι...»
«Από εκεί πάω κι εγώ. Δουλεύω στο δικηγορικό γραφείο στη γωνία με τη Μάρνη», της εξήγησε.
«Δικηγόρος, τώρα εξηγείται το κοστούμι. Εγώ είμαι δημοσιογράφος, πάω σε μια συνέντευξη».
«Ενδιαφέρον, να ρωτήσω με τι θέμα ασχολείσαι;»
«Καλύτερα όχι», απάντησε με νόημα. «Θα το διαβάσεις στις εφημερίδες σε μερικές μέρες», συμπλήρωσε περήφανη με τον εαυτό της. Στάθηκαν στο φανάρι που ήταν κόκκινο για τους πεζούς και κοιτάχτηκαν έντονα για μια στιγμή. Η Λευκή γέλασε νευρικά και ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της. «Ερευνώ μια ΜΚΟ που υποτίθεται στήθηκε για να βοηθάει πρόσφυγες», του είπε, χαμηλόφωνα, χωρίς να ξέρει το λόγο που τον εμπιστευόταν με το μυστικό της. «Εξαφανίστηκαν πολλά παιδιά από τότε που στήθηκε, όλα μεταξύ των ηλικιών 8 με 15 και απαντήσεις για το που πήγαν, δεν δόθηκαν ποτέ».
«Είσαι σίγουρη πως θες να τα βάλεις μαζί τους; Αυτά που θα βρεις μπορεί να σε ταράξουν».
«Ναι, είναι, αλλά είναι κι η δουλειά μου να ψάχνω την αλήθεια», αποκρίθηκε, πάνω που το φανάρι γινόταν πράσινο.
Ο Μάριος πάτησε πρώτος στο δρόμο και προχώρησε προς το απέναντι πεζοδρόμιο. Η Ηρώ τον μιμήθηκε μα ήταν απρόσεκτη και το πόδι της βρέθηκε μέσα σε μια μικρή λακκούβα με νερό της βροχής, από το προηγούμενο βράδυ. Έβρισε γιατί το παπούτσι της, αλλά και το μπατζάκι του παντελονιού της, έγινε μέσα στη λάσπη και σήκωσε το βλέμμα της για να του φωνάξει να την περιμένει. Όλα έγιναν τόσο ξαφνικά. Ήταν λες και ο χρόνος κυλούσε απελπιστικά αργά και έβλεπε τα πάντα σε αργή κίνηση. Κράτησε την ανάσα της όταν ο Μάριος την κοίταξε πάνω από τον ώμο του, χαμογελαστός, και της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Ένα μαύρο αυτοκίνητο βγήκε από τη θέση που ήταν παρκαρισμένο με ταχύτητα και η ματιά της Λευκής το ακολούθησε ενστικτωδώς. Το είδε να πηγαίνει απευθείας πάνω στον Μάριο και η πρώτη της σκέψη ήταν να φωνάξει το όνομά του και να του κάνει νόημα να φύγει από τη μέση του δρόμου. Δεν την κατάλαβε. Την κοίταξε με τα μάτια μισόκλειστα αλλά όταν επιτέλους στράφηκε προς το μαύρο τζιπ πόλης, ήταν αργά. Πάγωσε. Δεν κουνήθηκε ούτε εκατοστό και λίγες στιγμές αργότερα, το σώμα του βρέθηκε στον αέρα αφού η πρόσκρουση με το τζιπ ήταν τρομακτική.
Άκουσε κόρνες και φωνές, κι έναν γδούπο δυνατό καθώς το σώμα του Μάριου έβρισκε την άσφαλτο. Τότε μόνο ο χρόνος άρχισε να κυλάει ξανά κανονικά. Το κύπελο με τον καφέ έπεσε από τα χέρια της και το σώμα της τραντάχτηκε βίαια πριν τρέξει κοντά του λέγοντας ξανά και ξανά το όνομά του. Κοίταξε προς το τζιπ που εξαφανιζόταν με υπερβολική ταχύτητα και φώναξε να καλέσουν ασθενοφόρο.
«Μην κουνηθείς», είπε στον Μάριο, όταν άνοιξε τα μάτια του. «Έχεις χτυπήσει άσχημα. Έρχεται ασθενοφόρο, θα γίνεις καλά».
Κατάπιε με δυσκολία και κάρφωσε τα μάτια του στα δικά της. «Δεν προλάβαμε να βγούμε ραντεβού», ψιθύρισε βραχνά. Ήταν εμφανής η δυσκολία του να πάρει σωστή ανάσα και η Λευκή κατάλαβε πως τα πράγματα για τον Μάριο δε θα τελείωναν καλά. «Έπρεπε να σου μιλήσω νωρίτερα».
«Κρίμα που δεν το έκανες αλλά δεν έχει σημασία γιατί μόλις γίνεις καλά, θα σε βγάλω έξω για καφέ και φαγητό και μπύρα», αποκρίθηκε. Ήταν γονατισμένη δίπλα του και του κρατούσε σφιχτά το χέρι, σα να μην υπήρχε άλλος άνθρωπος στον κόσμο, παρά μόνο οι δυο τους. Παρατήρησε ένα λεπτό ρυάκι αίματος να βγαίνει κάτω από το σώμα του, αλλά συγκράτησε τον εαυτό της για να μη του δείξει τον πανικό της.
«Είναι κρίμα», της είπε, με δυσκολία. «Δε θα σε γνωρίσω, δε θα μάθω τα πάντα για σένα...»
«Σε παρακαλώ, μη μιλάς», ικέτευσε η Λευκή, όταν έβηξε. Τα μάτια του άρχισαν να θολώνουν και η αναπνοή του ήταν ρηχή. Δεν του απέμενε καιρός.
«Αυτή είναι η χειρότερη Δευτέρα της ζωής μου», μουρμούρισε, με το βλέμμα του να μη ξεστρατίζει από το πρόσωπό της. «Δεν ήθελα να σου αφήσω τέτοια εντύπωση».
«Πίστεψέ με, την καλύτερη εντύπωση μου αφήνεις. Τώρα, θα σταματήσεις να μιλάς;»
«Κλαις», της είπε. Δεν κατάλαβε πότε άρχισαν να τρέχουν τα μάτια της. Σκούπισε τα δάκρυά της και προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά τώρα ήταν τα μάτια του Μάριου που γέμισαν με δάκρυα γιατί ήξερε πως το τέλος ήταν ακόμα πιο κοντά. «Μην κλαις για μένα».
«Δεν μπορώ», απάντησε βραχνά. «Μην αφήνεσαι...»
«Πεθαίνω και δεν ξέρω πως φιλάς», της είπε, και η Λευκή κράτησε την ανάσα της.
Δεν το σκέφτηκε καθόλου. Έγειρε κοντά του και ακούμπησε απαλά τα χείλη της στα δικά του λες και το φιλί της μπορούσε να του εμφυσήσει ζωή μέσα του. Ήθελε να κλάψει μα συγκράτησε τους λυγμούς της γιατί τα χείλη του είχαν τη γεύση του θανάτου και της αλμύρας από τα δάκρυά του. Τα χείλη τους χώρισαν αλλά δεν βρήκε το κουράγιο να ανοίξει τα μάτια της. Ένιωσε την ανάσα του να πιάνεται για μια στιγμή στο στέρνο του και την επόμενη στιγμή, τον άφησε να αφήνει την τελευταία του αναπνοή.
Λίγες στιγμές αργότερα ακούστηκαν οι σειρήνες του ασθενοφόρου και των περιπολικών που μαζεύτηκαν γύρω από το σημείο του ατυχήματος. Ένιωσε κάποιον να την τραβάει μακριά από το σώμα του Ανδρέα και να τη μεταφέρει ως το ασθενοφόρο για να την εξετάσουν. Δεν μπόρεσε να αποστρέψει το βλέμμα της από πάνω του, μουρμούραγε μια προσευχή όσο προσπαθούσαν να τον επαναφέρουν στη ζωή αλλά ήταν πλέον αργά. Ό,τι κι αν έκαναν ήταν αργά για εκείνον πια.
«Λυπάμαι, είναι νεκρός», άκουσε μια κοπέλα, τραυματιοφορέα, να την ενημερώνει.
Το ήξερε ήδη αλλά δε σημαίνει πως δεν την πόνεσαν τα λόγια της. Ήταν λες και έβαλε κάποιος το χέρι του μέσα στο στήθος της και κράτησε γερά την καρδιά της για λίγες στιγμές. Η κοπέλα τη ρώτησε κάτι που δεν άκουσε γιατί τα αυτιά της βούιζαν δυνατά. Κάποιος έριξε πάνω από το πτώμα του Μάριου ένα σεντόνι για να μην τον βλέπουν οι περαστικοί και η Λευκή το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν πόσο παράξενη ήταν η ζωή. Μέσα σε μια στιγμή της έδωσε την ελπίδα με τη μορφή του αγνώστου που την κέρασε τον καφέ της, για να της την κλέψει αργότερα με τον χειρότερο τρόπο.
Ένα ήταν σίγουρο. Αυτή ήταν η χειρότερη Δευτέρα της ζωής της.
****
Η αίθουσα όπου την άφησαν μόνη της, στο τμήμα, ήταν παγωμένη και η Λευκή αναγκάστηκε να τρίξει μερικές φορές τα μπράτσα της για να μπορέσει να ζεσταθεί. Ήταν εξουθενωμένη. Έχασε το σημαντικό ραντεβού που είχε για το ρεπορτάζ της και είδε κάποιον να πεθαίνει μπροστά της. Δε φανταζόταν ποτέ ότι η μέρα της θα κατέληγε σε έναν πραγματικό εφιάλτη κάνοντας τις περασμένες Δευτέρες να ωχρυούν μπροστά σε αυτή. Κοίταξε το ρολόι της για πολλοστή φορά για να διαπιστώσει πως πέρασαν σαράντα λεπτά από την τελευταία φορά που κάποιος πέρασε να της πει ότι, πολύ σύντομα, θα πήγαινε να της μιλήσει ο αστυνόμος που ανέλαβε την υπόθεση. Απορούσε τι τον καθυστερούσε, το στομάχι της διαμαρτυρόταν γιατί δεν έφαγε όλη μέρα και ήδη ζαλιζόταν πολύ. Έπρεπε να φύγει από εκεί μέσα το συντομότερο.
Πάνω στην ώρα άνοιξε η πόρτα απότομα, τρομάζοντάς τη, αλλά περισσότερο την τρόμαξε ο άντρας που μπήκε μέσα στην αίθουσα. Ήταν το τελευταίο άτομο που περίμενε να δει μα να που η Δευτέρα της μπορούσε να γίνει και χειρότερη. Ήταν λες και την προκαλούσε το σύμπαν και γελούσε στο πρόσωπό της λέγοντάς της πως μπορούσε άνετα να της κάνει τη ζωή κόλαση. Δεν άλλαξε πολύ από την τελευταία φορά που τον είδε, πριν περίπου δύο χρόνια, αν και τα μαλλιά του άρχισαν να γκριζάρουν στους κροτάφους του. Κόντευε τα τριάντα-οχτώ. Παρέμενε αθλητικός και επιβλητικός, όμως, όπως και τότε. Τα έντονα σμαραγδένια μάτια του συνέχιζαν να κοιτούν σα να ήθελε να σκάψει το μυαλό του ατόμου απέναντί του για να ανακαλύψει όλα τα μυστικά του, ενώ το αξύριστο πρόσωπό του δεν έχασε τίποτα από την ομορφιά του. Δύο χρόνια... έμεναν στην ίδια πόλη αλλά έπρεπε να γίνει μάρτυρας ενός θανάτου για να τον ξαναδεί.
Κάθισε απέναντί της και της έδωσε ένα μπουκαλάκι νερό, αλλά κι έναν χυμό, χωρίς να της πει κουβέντα. Αντιδρούσε αδιάφορα σα να μην ένοιαζε καθόλου ποια ήταν απέναντί του και πόσα έζησε μαζί της κάποτε. Δεν έχασε χρόνο, ήπιε τον χυμό σχεδόν μονορούφι και ένιωσε να συνέρχεται. Τον κοίταξε με μισό χαμόγελο γιατί πάντα τη φρόντιζε, ακόμα και εκείνες τις στιγμές που ήταν θυμωμένος μαζί της και δεν ήθελε να τη βλέπει μπροστά του. Κοιτούσε τον φάκελο που άφησε πάνω στο τραπέζι, με μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά γνώριζε πως το έκανε επίτηδες γιατί δεν ήταν έτοιμος να την αντιμετωπίσει.
«Δεν ήξερα πως μεταφέρθηκες σε αυτό το τμήμα», του είπε, για να σπάσει τον πάγο.
«Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω, Λευκή», σάρκασε, με έναν βαρύ αναστεναγμό.
«Υποσχεθήκαμε να μην πούμε ποτέ ψέματα ο ένας στον άλλον, Άγγελου, θυμάσαι;» αστειεύτηκε, αν κι ο τόνος της έκρυβε πολλή πικρία που δεν του ξέφυγε. Φυσικά και δεν χαιρόταν που την έβλεπε. Αν ήταν στη θέση του, θα έκανε μεταβολή και θα έφευγε μόλις την αντίκριζε αλλά ο Άγγελος ήταν πάντα ανώτερος και οι αντιδράσεις του προσεγμένες.
Άφησε τον φάκελο στην άκρη και μπέρδεψε τα δάχτυλά του μεταξύ τους, ενώ άφηνε την ανάσα του να βγει αργά, φανερά προβληματισμένος.
«Θες να φέρω άλλον να σου πάρει κατάθεση;» τη ρώτησε, ψυχρά.
«Όχι, προτιμώ εσένα», απάντησε μεμιάς η Λευκή. «Μπορεί να χωρίσαμε με άσχημο τρόπο αλλά σε εμπιστεύομαι όσο κανέναν άλλον στη δουλειά σου».
Φάνηκε να ευχαριστιέται με τα λόγια της γιατί, αν μη τι άλλο, πάσχιζε για να μπορέσει να κερδίσει το σεβασμό των ανωτέρων του και η γνώμη της, πάντα μετρούσε γι’ αυτόν.
«Δεσποινίς Διδασκάλου, πως γνωρίζατε το θύμα;»
Φόρεσε αμέσως τη μάσκα του αστυνόμου και περίμενε ειλικρινείς απαντήσεις από την ίδια. Τίποτα λιγότερο. Μόνο ειλικρίνεια. Δεν τον συνήθισε σε αυτή αφού τον έναν χρόνο που ήταν μαζί σα ζευγάρι, η ειλικρίνειά της έκανε φτερά πολλές φορές.
«Σήμερα το πρωί τον γνώρισα, αστυνόμε Καλέργη», απάντησε, κοιτώντας τον κατάματα. «Πήγα στον φούρνο στην 3η Σεπτεμβρίου για να πάρω καφέ κι ήταν μέσα κι εκείνος. Προσφέρθηκε να μου κεράσει τον καφέ όταν διαπίστωσα πως ξέχασα το πορτοφόλι μου και έτσι ξεκινήσαμε να μιλάμε. Συστήθηκε, συστήθηκα, και μου ζήτησε να βγούμε ραντεβού». Έκανε μια παύση για να βεβαιωθεί πως δεν της φάνηκε ότι αντέδρασε μόλις ανέφερε το ραντεβού αλλά ο Άγγελος ήταν δύσκολο, ανέκαθεν, να της κρυφτεί. Είδε τα χείλη του να μετατρέπονται σε μια ευθεία γραμμή από θυμό και θέλησε να τον θυμώσει ακόμα περισσότερο. «Συμφώνησα και συνεχίσαμε παρέα στο δρόμο αφού πηγαίναμε προς την ίδια κατεύθυνση».
Έγραψε κάτι στο σημειωματάριό του και σήκωσε το βλέμμα του πάνω της, όσο πιο διακριτικά μπορούσε.
«Που πηγαίνατε;»
«Εκείνος στο γραφείο του, στη γωνία της 3ης Σεπτεμβρίου με τη Μάρνη κι εγώ σε ένα ραντεβού για ένα ρεπορτάζ που γράφω».
«Πάνω σε ποιο θέμα;» θέλησε να μάθει.
Η Λευκή έβαλε τα γέλια. «Λυπάμαι δεν έχει σχέση με την υπόθεση-»
«Αυτό δεν το ξέρεις», τη διέκοψε με αυστηρό τόνο. «Κάθε λεπτομέρεια μπορεί να κάνει τη διαφορά στην υπόθεση και δε θες να κατηγορηθείς για παρακώλυση επειδή μας κρύβεις σοβαρές λεπτομέρειες».
Κάγχασε γιατί άνετα θα το έκανε, θα μπορούσε να τις προσάψει κατηγορίες στη στιγμή μόνο και μόνο για να σπάσει πλάκα και να πάρει την εκδίκησή του, το κάθαρμα.
«Ερευνώ μια ΜΚΟ και την πληροφορία πως από τότε που στήθηκε έχουν χαθεί πάνω από είκοσι παιδιά από 8 ως 15 ετών», του είπε, νευριασμένη. «Δεν έχει σχέση η έρευνά μου με το γεγονός πως ένα μαύρο τζιπ πόλεως έπεσε με φόρα πάνω στον Ανδρέα. Εκεί πρέπει να εστιάσεις, στο γεγονός πως αυτό το αυτοκίνητο δεν είχε καν πινακίδες, τα τζάμια ήταν φιμέ και τον στόχευσε με ακρίβεια για να τον σκοτώσει!»
Η ταραχή της ήταν τόσο μεγάλη που τα χέρια της έτρεμαν και δυσκολευόταν να ανοίξει το καπάκι από το μπουκάλι μπροστά της. Δοκίμασε δύο φορές μέχρι που της το άνοιξε ο Άγγελος, που έδειχνε να μετανιώνει που την πίεσε. Δεν ήταν και λίγο αυτό που έζησε, άλλος στη θέση της θα τρελαινόταν αλλά η Λευκή καθόταν όσο πιο ψύχραιμη μπορούσε απέναντί της, απαντώντας στις ερωτήσεις του.
«Σου είπε κάτι μετά το ατύχημα;» τη ρώτησε, αυτή τη φορά με περισσότερη κατανόηση.
«Όχι κάτι ουσιαστικό. Μου είπε μόνο πως λυπόταν που δεν προλάβαμε να βγούμε ραντεβού και πως ήθελε να μάθει πως φιλάω».
«Κι εσύ τι έκανες;»
«Τον φίλησα», αποκρίθηκε.
Η φωνή της έτρεμε και τα λόγια της με το ζόρι ακούστηκαν αλλά ήταν ικανά να την ταράξουν και να κάνουν τον Άγγελου να δαγκωθεί εκνευρισμένος. Έγραψε κάτι, ξανά, στο σημειωματάριό του και έγειρε πίσω στην καρέκλα.
«Δε σου ανέφερε κάτι για τη δουλειά του;»
«Πέρα του ότι ήταν δικηγόρος, όχι, τίποτ’ άλλο», του είπε με σιγουριά. «Όπως προείπα, μόλις γνωριστήκαμε», του υπενθύμισε. «Πιστεύεις ότι τον σκότωσαν λόγω κάποιας υπόθεσής του;»
Έκλεισε τον φάκελο και το σημειωματάριό του και σηκώθηκε από τη θέση του με νωχελικές κινήσεις, παρατείνοντας επίτηδες τη σιωπή του που ήξερε πολύ καλά πως την εκνεύριζε. Προχώρησε ως την πόρτα χωρίς να βγάλει άχνα αφήνοντάς τη να αναρωτιέται αν μπορούσε να φύγει ακόμα ή όχι. Έπαιζε με τα νεύρα της μα βρήκε τη λάθος μέρα να το κάνει. Άνοιξε την πόρτα αλλά δε βγήκε έξω. Γύρισε προς το μέρος της και αναστέναξε δυνατά, σα να μετάνιωνε για τον τρόπο του. Όσο σκληρός και άξεστος κι αν φαινόταν ο Άγγελος, η πραγματικότητα ήταν διαφορετική γιατί ήταν ένας πολύ ευγενικός άντρας που τον χαρακτήριζε η ηρεμία την οποία, ως δια μαγείας, έχανε όταν ήταν κοντά της.
«Μπορείς να φύγεις. Αν σε χρειαστούμε για κάτι θα επικοινωνήσουμε μαζί σου», είπε, κρατώντας τον τόνο του τυπικό.
Η Λευκή φόρεσε το παλτό της και πήρε την τσάντα της. Τον πλησίασε και τον κοίταξε με κουρασμένο ύφος αφού η μέρα της μόνο ιδανική δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί.
«Το νούμερό μου δεν έχει αλλάξει, είναι το ίδιο, ελπίζω να το κράτησες», αποκρίθηκε, ξαφνιάζοντάς τον. Ήταν χαζό αυτό που έκανε αλλά ήλπιζε πως ίσως να την καλούσε ο Άγγελος, όχι ο Αστυνόμος Άγγελος Καλέργης, αλλά ο άντρας που κάποτε την αγαπούσε.
«Καλό βράδυ, δεσποινίς Διδασκάλου», αρκέστηκε να απαντήσει και έκανε στην άκρη για να την αφήσει να περάσει πρώτη έξω από την αίθουσα.
Η καρδιά της σφίχτηκε όταν μύρισε το υπέροχο άρωμά του, εκείνο που κάποτε τη ζάλιζε ευχάριστα. Μετά από τόσα χρόνια δεν το άλλαξε, κι ας ήταν εκείνη που του το έκανε δώρο. Το πικάντικο ξυλώδες άρωμα με τις νότες από κέδρο, σανδαλόξυλο, βανίλια και ρόδο, και τους τόνους από κύμινο και σαφράν, έγινε χωρίς να το υπολογίζει κάτι σαν ηρεμιστικό όταν χωνόταν στην αγκαλιά του τα βράδια που έμενε μαζί της. Δεν φανταζόταν πως θα της έλειπε τόσο πολύ. Του έριξε μια τελευταία ματιά πριν βγει από το τμήμα, για να μπορέσει να κρατήσει τη μορφή του στο μυαλό της, όχι πως τον ξέχασε τόσο καιρό, αλλά ήθελε να θυμάται όλες τις νέες λεπτομέρειες που αποτυπώνονταν στο πρόσωπό του.
Το κρύο του Φλεβάρη ήταν αβάσταχτο μόλις έπεφτε ο ήλιος. Η μέρα έφυγε και το σκοτάδι κυριαρχούσε στο δρόμο. Ξάφνου τίποτα δεν της προκαλούσε το αίσθημα της ασφάλειας και η σκέψη να περπατήσει ως τον ηλεκτρικό για να πάει σπίτι, της φάνηκε κάκιστη. Ετοιμαζόταν να ψάξει για ταξί όταν ένιωσε ένα χέρι στον ώμο της. Έβγαλε μια τρομαγμένη κραυγή και στράφηκε να δει ποιος την άγγιζε. Δεν περίμενε πως ο Άγγελος θα ήταν αυτός που στεκόταν πίσω της, αλλά τουλάχιστον η καρδιά της βρήκε τους κανονικούς παλμούς της αμέσως μόλις τον είδε.
«Έλα, θα σε πάω σπίτι σου», της είπε, χωρίς ίχνος συναισθήματος, και της έδειξε προς το αυτοκίνητό του που ήταν σταθμευμένο λίγο πιο κάτω.
«Ακόμα αυτό το σαράβαλο οδηγείς;» τον πείραξε άσχετα αν οι αναμνήσεις που μάζεψε από το αυτοκίνητο αυτό, τον ένα χρόνο που ήταν μαζί, άξιζαν πολλά και δεν τις ξεχνούσε ποτέ.
«Ξέρεις πως δύσκολα αποχωρίζομαι πράγματα που αγαπώ», χαμογέλασε και της άνοιξε την πόρτα για να καθίσει στη θέση του συνοδηγού.
Ήθελε να του πει πως μόνο με υλικά πράγματα δενόταν, όχι με ανθρώπους, αλλά ήταν κουρασμένη κι ένας καυγάς με τον Άγγελου δε θα έφερνε κάτι ουσιαστικό παρά μόνο επιπλέον κούραση. Κάθισε στη θέση του οδηγού και κάτι της είπε που η Λευκή δεν άκουσε, έτσι όπως ήταν χαμένη στις σκέψεις της. Τινάχτηκε όταν τον ένιωσε να γέρνει πάνω της, γύρισε προς το μέρος του απότομα και τα πρόσωπά τους βρέθηκαν τόσο κοντά, που η ανάσα του έγινε ένα με τη δική της.
«Σου είπα να βάλεις ζώνη αλλά δε με άκουσες», δικαιολογήθηκε. Τα μάτια της στάθηκαν πάνω στα χείλη του και κράτησε λίγο την ανάσα της, μέχρι που απομακρύνθηκε από κοντά της, μόλις ασφάλισε τη ζώνη της. Κράτησε το τιμόνι για λίγες στιγμές σα να προσπαθούσε να βρει την αυτοσυγκέντρωσή του πριν βάλει μπροστά τη μηχανή. «Είσαι καλά;» ζήτησε να μάθει.
Όχι δεν ήταν. Πως να ήταν καλά όταν πέθανε μέσα στα χέρια της κάποιος; Δούλευε ως δημοσιογράφος εδώ και τέσσερα χρόνια, με την έννοια πως έβγαινε έξω για να κάνει ρεπορτάζ αντί να μαζεύει πληροφορίες για άλλους δημοσιογράφους και να ελέγξει αν οι πληροφορίες που μάζευαν ήταν σωστές, αλλά ποτέ της δεν ήρθε αντιμέτωπη με μια τέτοια κατάσταση. Της πήρε ώρα να συνειδητοποιήσει πόσο σοβαρό ήταν όλο αυτό, πόσο θα μπορούσε να της αλλάξει τη ζωή και να την κάνει να ζει μέσα στο φόβο. Όχι, δε θα το άφηνε, δεν έπρεπε να το αφήσει...
«Μια χαρά», χαμογέλασε αλλά ο Άγγελος κάγχασε γιατί δεν την πίστεψε. Ωστόσο της έκανε το χατίρι να μην το σχολιάσει και συνέχισε να οδηγεί με το ένα χέρι στο τιμόνι και το άλλο στο λεβιέ των ταχυτήτων. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα στην υπόλοιπη διαδρομή. Δεν υπήρξε ποτέ στιγμή στο παρελθόν που να ένιωσαν τόσο άβολα στον ίδιο χώρο και την ενοχλούσε πολύ η σιωπή του. δεν έφταιγε ο Άγγελος. Όλο το φταίξιμο έπεφτε πάνω της μα η σιωπή του ήταν εξοργιστική και δεν την άντεχε.
Τινάχτηκε έξω από το αυτοκίνητο όταν έφτασαν και πήγε ως την πόρτα της πολυκατοικίας όπου έμενε, με γρήγορο βήμα, για να αποφύγει να του μιλήσει. Την ακολούθησε με αποφασιστικότητα. Όσο κι αν του έφερνε αντίρρηση θα περνούσε το δικό του γι’ αυτό ξεκλείδωσε την πόρτα και τον άφησε να περάσει πρώτος μέσα για να πάνε μαζί στο διαμέρισμά της.
«Δεν είναι λίγο υπερβολή το να με πας ως το σπίτι μου;»
«Θέλω να το τσεκάρω πριν φύγω, η δουλειά μου είναι».
«Κάνεις λες και με κυνηγάει κάποιος», μουρμούρισε ενοχλημένη. «Τουλάχιστον μπορώ να ξεκλειδώσω εγώ την πόρτα μου;»
Άρπαξε τα κλειδιά από το χέρι του και τον έσπρωξε στην άκρη. Δεν την άφησε να μπει στο σπίτι, άνοιξε το φως και μπήκε μέσα πρώτος, κάνοντάς της νόημα να περιμένει για το σήμα του πριν περάσει κι αυτή μέσα. Μετά από δύο χρόνια, η παρουσία του εκεί έμοιαζε το ίδιο φυσιολογική, σα να ταίριαζε τέλεια στον χώρο. Έψαξε το μέρος όλο και αφού βεβαιώθηκε πως δεν κινδύνευε, έριξε μια ματιά στο ρολόι του και πλησίασε στην πόρτα.
«Έχω ραντεβού, πρέπει να φύγω. Αν χρειαστείς κάτι, κάλεσέ με. Έχω κι εγώ το ίδιο νούμερο ακόμα», είπε, και την κοίταξε έντονα με τα σμαραγδένια μάτια του που ανέκαθεν τη συγκλόνιζαν. «Χάρηκα που σε είδα, έστω κι υπό αυτές τις συνθήκες, κι αυτή τη φορά το εννοώ».
Δεν πρόλαβε να του πει πως κι εκείνη χάρηκε. Βγήκε από το διαμέρισμα κι έκλεισε την πόρτα πίσω του, απαλά, αφήνοντας τη μέσα στη μοναξιά της ξανά όπως έκανε και πριν δύο χρόνια.
Πώς πάτησα να το διαβάσω ενώ ήξερα ότι είναι μόνο 2 κεφάλαια δεν κατάλαβα. Τώρα;;;; Τι γίνεται τώρα;;; 🤣🤣🤣
Μπράβο Νεκταρία μου. Περιμένουμε τη συνέχεια. Αν και δεν ήθελα τον Αντρέα νεκρό!!!!