top of page

Βίκτωρ και Κάλι

Εικόνα συγγραφέα: Nektaria MarkakisNektaria Markakis
Το λουλούδι της Αγίας Πετρούπολης

 

Ο Βίκτωρ άνοιγε το δεύτερο πακέτο πατατάκια που είχε αγοράσει από ένα σούπερ μάρκετ εκεί κοντά. Ο Ντανίλα τον είχε διατάξει να μη βγει από το αυτοκίνητο και να μη δώσει σημεία ζωής όσο θα έμενε στο σπίτι της Κάλι. Του είχε υποσχεθεί πως θα τον πήγαινε όπου ήθελε και πως θα έμενε στο αμάξι, αλλά τώρα το μετάνιωνε οικτρά, γιατί η υγρασία του τρυπούσε τα κόκαλα. Βαριόταν τρομερά κι όταν συνέβαινε αυτό, έτρωγε χωρίς σταματημό. Αναρωτήθηκε πως θα ήταν αν δεν έκανε γυμναστική καθημερινά κι αν δεν είχε ευλογηθεί με έναν καλό μεταβολισμό, αλλά κυρίως, ως πότε θα μπορούσε να ζει στην κραιπάλη. Σε μερικούς μήνες θα γινόταν τριάντα πέντε, ίσως έπρεπε να σοβαρευτεί επιτέλους. Έκανε μια γκριμάτσα κι έριξε δύο πατατάκια στο στόμα του. Μέχρι να πάρει απόφαση να αλλάξει τις συνήθειές  του, θα έτρωγε, γιατί μία απόλαυση του είχε απομείνει πια στη ζωή και δεν του έκανε καρδιά να την αποχωριστεί.

 Το ράδιο έπαιζε σιγανά μουσική αλλά συνειδητοποίησε πως λίγα πράγματα από όσα άκουγε του άρεσαν πραγματικά. Έστρεψε το βλέμμα του προς το πατρικό της Κάλι, και ένιωσε ένα τσίμπημα ζήλιας όταν είδε τις φιγούρες τους πίσω από τις κουρτίνες. Η εμμονή του Ίσαεφ με αυτό το κορίτσι, τον ανησυχούσε. Τον ήξερε, παθιαζόταν με όμορφα πράγματα και ανθρώπους, και μερικές φορές αυτά τα πάθη του δεν έβγαιναν σε καλό για κανέναν. Δεν ήθελε να δει την Κάλι να την πατάει από εκείνον. Είχε κάτι στο βλέμμα της που τον έκανε να θέλει να σταθεί μπροστά της, σαν ασπίδα, κι αυτό ήταν κάτι που σπάνια του έβγαζε άνθρωπος.

Ξαφνιάστηκε όταν είδε την πόρτα να ανοίγει και εκείνη να βγαίνει από το σπίτι με αποφασιστικό βήμα. Πέταξε τη σακούλα με τα τσιπς στην άκρη και σκούπισε τα χέρια του σε μια χαρτοπετσέτα, όταν συνειδητοποίησε πως πήγαινε προς το αυτοκίνητο του. Δεν πρόλαβε να κοιταχτεί στον καθρέφτη γιατί η κοπέλα άνοιξε την πόρτα και κάθισε στη θέση του συνοδηγού, όμως κατάφερε τελευταία στιγμή να καθαρίσει το στόμα του από τα ψίχουλα. Φορούσε μια φόρμα και γαλότσες, ενώ μερικές σταγόνες βροχής είχαν σταθεί πάνω στα λυτά μαλλιά της. Καταπίεσε την ανάγκη που ένιωσε να περάσει τα δάχτυλά του ανάμεσα στις τούφες της. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που τον τραβούσε τόσο πολύ σ’ εκείνη. Ίσως να ήταν η αθωότητα της που του υπενθύμιζε πως δεν υπήρχε μόνο σκοτάδι και πονηρία στον κόσμο.

«Τι κάνεις εδώ έξω, τέτοια ώρα, με τέτοια βροχή;» τη μάλωσε, τρυφερά και χωρίς να το σκεφτεί, σκούπισε το πρόσωπό της από μερικές σταγόνες. Τράβηξε το χέρι του απότομα όταν την είδε να ξαφνιάζεται. Ένιωσε πως το είχε παρατραβήξει, αλλά ούτε ο ίδιος δεν ήξερε γιατί έκανε τέτοια κίνηση, με τόση ευκολία.

«Για σένα ήρθα».

«Συγγνώμη, ελπίζω να μην είναι περίεργο που έχω σταθμεύσει εδώ», απάντησε, χωρίς να την κοιτάξει, ενώ πάλευε με τον εαυτό του. Η ανάσα της μύριζε κρασί και την έκανε ακόμα πιο μεθυστική, ακόμα πιο ακαταμάχητη.

«Δεν ήθελα να ρωτήσω τον Ντανίλα τι κάνεις εδώ έξω, μόνος σου, γι’ αυτό ήρθα να ρωτήσω εσένα».

Του άρεσε το τσαγανό της. Χαμογέλασε στραβά κι ανασήκωσε τους ώμους του. «Το αφεντικό μου είπε να περιμένω εδώ και εγώ έχω μάθει να κάνω ό,τι μου λένε», της εξήγησε, κρατώντας τη φωνή του σταθερή, αν και μέσα του έβραζε.

«Γιατί, στρατιωτάκι είσαι;» τον πείραξε, με ένα γλυκό χαχανητό που του δημιούργησε την ανάγκη να την πάρει αγκαλιά.

«Η αλήθεια είναι πως ήμουν έξι χρόνια στο πολεμικό ναυτικό, οπότε, είμαι συνηθισμένος να εκτελώ εντολές».

Τα μάτια της άνοιξαν από την έκπληξη. «Αλήθεια;» αντέδρασε, σαν να μην τον πίστευε.

«Ναι, από τα δεκάξι ως τα είκοσι δύο. Με έστειλαν εκεί οι γονείς μου γιατί ήμουν, ας πούμε, μπελάς», ανασήκωσε τους ώμους του, τάχα αδιάφορα, αν κι έκανε την εμφάνισή του ένα πονηρό μειδίαμα που φανέρωνε πόσο περήφανος ήταν για τον εαυτό του.

Η Κάλι ξαφνιάστηκε με το πόσο διαφορετικός γινόταν όταν χαμογελούσε, το είχε παρατηρήσει από εκείνο το απόγευμα που πήγαν για μπύρα. Όλη η αγριάδα χανόταν από πάνω του και η γλυκύτητα του έκανε την εμφάνισή της. Συνειδητοποίησε πως πίσω από το ελαφρύ μούσι και την ουλή που τον έκανε να μοιάζει τόσο απειλητικό, κρυβόταν ένα παιδί.

«Τα αγγλικά σου και η προφορά σου είναι σχεδόν τέλεια», μουρμούρισε, αφηρημένα.

«Είναι από τα πρώτα πράγματα που σου μαθαίνουν στο ναυτικό, για ευνόητους λόγους», σάρκασε εκείνος. «Μισώ την προφορά μου, όμως, είναι τόσο επιτηδευμένη-»

«Μου αρέσει, αλλάζει η φωνή σου όταν μιλάς αγγλικά, αλλά μου αρέσει», επέμεινε εκείνη, κοιτώντας τον παράξενα. Έμοιαζε ανίκανη να τραβήξει τα μάτια της από πάνω του και το γεγονός πως ο Κάσλοφ, ανταπέδιδε με το ίδιο προκλητικό βλέμμα, την αποσυντόνισε. Κατάφερε να συνέλθει και αποφάσισε να κατεβάσει το παράθυρο, μήπως και την ξυπνήσει ο παγωμένος αέρας.

 «Μυρίζει γαριδάκια», σχολίασε κι εκείνος γέλασε. «Πάμε, δεν θα μείνεις εδώ μέσα. Κάνει ψόφο και δεν μπορώ να σκέφτομαι πως είσαι μόνος μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Και τι εννοείς, αφεντικό; Δουλεύεις για τον Ντανίλα;»

«Δουλεύω για τον πατέρα του. Καλύτερα να μείνω εδώ-»

«Κάσλοφ, βγες από το αυτοκίνητο κι έλα μέσα», επέμεινε και δεν μπόρεσε να της αρνηθεί, έτσι όπως τον κοίταξε. Μπορούσε να τον βάλει σε μπελάδες, αλλά η αλήθεια ήταν πως ήταν περίεργος για το τι ετοίμαζε ο Ντανίλα.

«Εντάξει, αφεντικό, θα έρθω», μουρμούρισε κοιτώντας το χάος που είχε δημιουργήσει γύρω του. Είχε πιαστεί ήδη καθισμένος εκεί και η αλήθεια ήταν πως ήθελε να νιώσει από κοντά τη θαλπωρή που έβλεπε από απόσταση. «Είσαι τυχερή που έχω μάθει να ακούω στις διαταγές». Πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, και την ακολούθησε πειθήνια, αγνοώντας το διθυραμβικό χαμόγελό της που τον έκανε να θέλει να σταθεί προσοχή μπροστά της και να την αφήσει να τον κάνει ό,τι ήθελε. 

1 comentário


vorvimaria
12 de jan.

Ανυπομονώ...έρωτας

Curtir
bottom of page