top of page

Χριστούγεννα... αλλιώς!

  • Εικόνα συγγραφέα: Nektaria Markakis
    Nektaria Markakis
  • πριν από 6 ημέρες
  • διαβάστηκε 33 λεπτά

Έγινε ενημέρωση: πριν από 4 ημέρες

ree

Καλως ήρθατε στα Χριστούγεννα...Αλλιώς!

Ζήτησα να γράψετε μια διαφορετική χριστουγεννιάτικη ιστορία ως 500 λέξεις με σκοπό να σκορπίσουμε το πνεύμα των γιορτών και 17 άτομα ανταποκρίθηκαν σε αυτό το κάλεσμα.

Οι ιστορίες τους ανεβαίνουν ανώνυμα κι εσείς καλείστε να διαλέξετε την αγαπημένη σας. Αυτή με τους περισσότερους ψήφους θα κερδίσει ένα όμορφο δώρο.

Δείξτε την αγάπη σας διαβάζοντας όλα τα κείμενα!!!



Διήγημα 1.


Τα δικά του Χριστούγεννα


Κοίταξε τον μουντό ουρανό. Το γκρίζο καθρεπτιζόταν στα γαλανά, μελαγχολικά του μάτια. Ήταν Χριστούγεννα και το ρολόι της ιστορίας έδειχνε τη χρονιά 1943. Τον Ότο δεν τον απασχολούσε πια. Βρώμικος καθώς ήταν, ανακάθισε και στο μυαλό του ήρθαν οι εικόνες από τα πιο παράξενα Χριστούγεννα της ζωής του. Όταν ο Χίτλερ άλλαζε τη Γερμανία με τρόπους που τότε του προκαλούσαν γέλιο.

Είχε φτάσει από την προηγούμενη μέρα στο διαμέρισμά του και είχε προσπαθήσει να απολαύσει για λίγο τον ύπνο δίχως να σκέφτεται διαρκώς τα χειρότερα. Όσο ο καιρός προχωρούσε, αντιλαμβανόταν πως έτεινε να μετατραπεί σε αυτό που ήθελε να αποφύγει από μικρή ηλικία. Σε ευαίσθητο και αδύναμο. Έχοντας ως παράδειγμα προς αποφυγή τη μητέρα του, θεωρούσε πως όσο πιο ψυχρός και απόμακρος ήταν κάποιος, τόσο καλύτερο θα ήταν για τον ίδιο. Θα γλίτωνε τα χειρότερα. Από την άλλη όμως, η φιλία, η παρέα και η αγάπη σε γέμιζε με μία απροσδόκητη δύναμη και αισιοδοξία. Το σπίτι του μέσα ήταν ζεστό και εκείνος στεκόταν ημίγυμνος στο παράθυρο βλέποντας τις νιφάδες να χορεύουν. Ήταν Χριστούγεννα.

Φορώντας ένα λευκό πουλόβερ και παλεύοντας να χτενίσει τα μαλλιά του, βγήκε έξω στους πολύβουους δρόμους του Βερολίνου. Ήταν νωρίς το πρωί και η πρώτη του δουλειά ήταν να πεταχτεί σε έναν φούρνο, καθώς το στομάχι του παραπονιόταν ώρα τώρα. Παιδάκια με ψεύτικη γενειάδα κυκλοφορούσαν στους δρόμους που έσφυζαν από την παραδοξότητα των εορτών και των ένστολων. Εξάλλου, για το Κόμμα τα Χριστούγεννα ήταν η πιο γερμανική από όλες τις γερμανικές γιορτές, συμβολίζοντας την έλευση του Μεσσία και του Σωτήρα του Έθνους. Τα Χριστούγεννα όπως τα ήξεραν όλοι όμως, είχαν αλλάξει. Η αλλαγή της ονομασίας του χριστουγεννιάτικου δέντρου σε δέντρο του ήλιου, ή ακόμη και του αστεριού της κορυφής με μία σβάστικα ή έναν γερμανικό ήλιο ήταν μονάχα η αρχή, μιας που οι ναζί και ο Χριστιανισμός δεν τέμνονταν πουθενά. Ο Ότο νόμιζε πως ζούσε στη ζώνη του λυκόφωτος, όταν μπαίνοντας στο φούρνο αντίκρισε μπισκότα σε σχήμα αετού.

΄΄Πάλι καλά που δεν προσφέρουν και με το πρόσωπο του Αδόλφου, για να μας καθίσουν στον λαιμό΄΄ σκέφτηκε

Από την άλλη, αν τα υλικά ήταν αρκετά νόστιμα, καθόλου άσχημη ιδέα δεν θα ήταν να φαντασιώνεται πως δαγκώνει με λύσσα τον αετό ή την σβάστικα. Ως και η φάτνη είχε αντικατασταθεί από έναν κήπο με ελαφάκια και κουνέλια αντί για τα ζώα της παράδοσης, με τα χρώματα της Παναγίας να αλλάζουν και εκείνα. Ο Χριστός εξάλλου ήταν Εβραίος και αυτό αποτελούσε πρόβλημα, μα και πρόκληση για τους ναζί.

«Αυτό το σχήμα δεν μοιάζει καθόλου γερμανικό!» ακούστηκε από την κουζίνα του φούρνου, όταν μία από τις κοπέλες είχε την ίδια ιδέα με εκείνον. Να φτιάξει κουλουράκια σε σχήμα σταυρού. Στο άκουσμα του σχολίου, ο Ότο το κατάπιε ολόκληρο για να αποφύγει τα περιττά σχόλια και βλέμματα. Κάπου εκεί τον έπιασε βήχας και ένιωσε στην πλάτη του ένα χέρι να τον χτυπά. Ήταν ο Χανς. Ο Εβραίος φίλος του.

«Έχουν δίκιο οι ναζί Σβάιγκερ. Ο Χριστιανισμός είναι επικίνδυνος για την υγεία. Παραλίγο να σε πνίξει το σύμβολο» σχολίασε με θυμηδία και τα δακρυσμένα από τον βήχα μάτια του Ότο τον κοίταξαν πλαγίως.

«Κάτσε Εβραίε γιατί δεν με βλέπω καλά. Μία τα ανεκδιήγητα κουλουράκια και μία η Μαρία στον κήπο της Εδέμ με ξανθιά περούκα, με έστειλαν στον άλλο κόσμο και γύρισα» σχολίασε.

Γέλασαν τότε γέλασε και εκείνος σήμερα για λίγο. Γιατί για τον Ότο, ο Εβραίος φίλος του αντικατόπτριζε όλα όσα σήμαιναν οι γιορτές. Αγάπη, οικογένεια, ανιδιοτέλεια, προσφορά. Όπως εκείνο το μοναδικό δώρο που του είχε κάνει στα γενέθλιά του. Ένα ζευγάρι παπούτσια. Έξω έκανε κρύο. Η γη της Σοβιετικής Ένωσης φάνταζε απειλητική. Πού να είσαι τώρα φίλε μου; Κοίταξε τον ουρανό. Άραγε θα έβρισκε το Άστρο εκείνο που θα τον οδηγούσε πίσω στο σπίτι; Και πού ήταν τελικά αυτό; Στους φίλους, στην αγάπη της ζωής του. Αυτοί ήταν τα δικά του Χριστούγεννα.


Διήγημα 2


Μόνο στις ταινίες

Χρόνια είχα να κατέβω στο Ηράκλειο για Χριστούγεννα και σχεδόν είχα ξεχάσει πού θα έβρισκα δώρο την τελευταία στιγμή. Εχθές το βράδυ, φεύγοντας από τα εγκαίνια – τον λόγο που βρέθηκα εδώ - είδα το πολυκατάστημα κλειστό και ολοφώτιστο. «Αύριο θα προλάβεις!» είπα απλά, λες και είχα και άλλη επιλογή. Άλλωστε, σε αυτά τα εγκαίνια προέκυψε ο λόγος που βρέθηκα σήμερα, Παραμονή Χριστουγέννων, λίγο πριν κλείσουν τα μαγαζιά, να τρέχω να αγοράζω δώρα.

Βλέπεις, μία από τις καλεσμένες στα εγκαίνια, ήταν η κυρία Φανή, η πολυαγαπημένη μου κυρία Φανή των παιδικών μου χρόνων, εκείνη που τότε πίστευα ότι η μελλοντική μου κόρη και δική της εγγονή θα έχει το όνομα της. Ναι ναι, την μαμά του Ανδρέα εννοώ, του παιδικού και εφηβικού μου έρωτα. Ο οποίος, όταν τελειώσαμε το σχολείο, αποφάσισε ότι δεν ήθελε πια να είμαστε ούτε καν φίλοι. Ε, δεν τον αδικώ, τόσο στενός κορσές που του είχα γίνει οχτώ χρόνια, κι εγώ θα ήθελα να πάρω αποστάσεις εκατοντάδων χιλιομέτρων. Μετά από ώρες συζητήσεων με φίλες και την ψυχοθεραπεύτρια μου, το πήρα απόφαση. Κάπως σίγασε μέσα μου η λαχτάρα να τον πιάσω από τους ώμους και να του πω «Ήθελα απλά να είμαστε μαζ…εεεε, έστω φίλοι ρε γαμώτο!»

Με τη μαμά του βέβαια εδώ και δεκαπέντε χρόνια ανταλλάζουμε ανελλιπώς ευχές σε γιορτές και γενέθλια και όταν μου ξέφυγε ότι θα επέστρεφα στην πόλη μου το απόγευμα των Χριστουγέννων, δεν άλλαζε με τίποτα την πρόσκλησή της στο χριστουγεννιάτικο μεσημεριανό τραπέζι, όσες δικαιολογίες και αν εφηύρα. Έτσι, απλά παραιτήθηκα και δέχθηκα όσο μέσα μου έλεγα στον έφηβο εαυτό μου «να που ήρθε η μέρα που θα ζήλευαν οι barbie μου!»

Και τώρα, αφού τελείωσα όλες τις άλλες φιλικές και επαγγελματικές συναντήσεις που είχα ήδη κανονίσει, μπαίνω τρέχοντας στο ασανσέρ του πολυκαταστήματος να αγοράσω ένα δώρο για την κυρία Φανή. Πόσο σουρεαλιστικά αναμένονται τα φετινά Χριστούγεννα… Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσεις αυτό που με περιμένει; Και αν είναι και αυτός εκεί; Τι στο καλό θα του πω; Πώς θα τον πείσω τον άνθρωπο ότι δεν τον καταδιώκω ακόμα με στόχο το γάμο και σύμμαχο τη μαμά του; Πώς αντέδρασε όταν του το είπε; Και αν θύμωσε και δεν έρθει και χάλασα την οικογενειακή μάζωξη χρονιάρες μέρες; Και τι δώρο να πάρω τώρα για να εξιλεωθώ; Άρωμα; Σετ περιποίησης; Διακοσμητικό για το σπίτι; Νιώθω σαν να πρωταγωνιστώ σε χριστουγεννιάτικη ταινία και ο Άγιος Βασίλης μου κάνει πλάκα. Η πόρτα ανοίγει στον δεύτερο και κάποιος μπαίνει, ρωτώντας με αν πηγαίνω προς τα πάνω. Γνέφω θετικά όσο ψάχνω στο κινητό μου ιδέες για δώρα της τελευταίας στιγμής για την οικοδέσποινα του εορταστικού τραπεζιού.

Ξαφνικά, το ασανσέρ κάνει έναν περίεργο θόρυβο, οι λάμπες αναβοσβήνουν, το ασανσέρ σταματά απότομα και τα φώτα σβήνουν εντελώς. Τέλεια. Μόνο αυτό μου έλειπε για να επιβεβαιωθεί η θεωρία μου για τη χριστουγεννιάτικη ταινία. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζω μέχρι που ακούω μια γνώριμη φωνή από το παρελθόν να λέει: «Ε αυτά τα πράγματα μόνο στις ταινίες συμβαίνουν». Σηκώνω τα μάτια μου και βλέπω τον Αντρέα. Και τότε συμφωνώ απολύτως. Έχω άλλωστε άλλη επιλογή;


ree

Διήγημα 3


Χριστούγεννα στο Άσπεν


Ήμασταν στο Άσπεν και βλέπαμε το χιόνι να πέφτει χωρίς σταματημό. Ο Γιώργος έλεγε συνεχώς ότι έτσι όπως πάει δεν θα καταφέρναμε να κάνουμε σκι.

Άχτι το είχα, κάποια στιγμή να πάω στο ξακουστό Άσπεν για σκι. Είχα ήδη πέντε χρόνια που έκανα μαθήματα και είχα βρεθεί σε πίστες της Ελλάδας, αλλά το Άσπεν ήταν απωθημένο. Κι όσο δεν είχαμε παιδιά έλεγα ότι μπορούμε. Δεν δεσμευόμαστε από τίποτα, χρήματα είχαμε, καλές δουλειές είχαμε, τι άλλο περιμέναμε;

Ήταν Χριστούγεννα και εμείς είχαμε κλείσει τα εισιτήρια από τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς. Ο ενθουσιασμός ξεχείλιζε όσο πλησίαζαν οι μέρες κι εγώ έβαζα στο μυαλό μου συνεχώς κάτι τρομακτικά σενάρια. Θα σπάσω το πόδι μου και δεν θα τα καταφέρω τελικά να κάνω σκι στο αγαπημένο μου μέρος. Θα αρρωστήσουμε και δεν θα μπορέσουμε καν να πάμε. Μα τι με είχε πιάσει δεν καταλάβαινα, εγώ δεν ήμουν καταστροφολόγος ποτέ. Το ήθελα όμως τόσο πολύ που προσπαθούσα να προνοήσω για όλα τα πιθανά σενάρια. Λες και όλα θα μας τύχαιναν και θα ήταν και αρνητικά!

Τώρα βλέπαμε από το σαλέ το χιόνι και περιμέναμε να καταλαγιάσει κάπως ώστε να βγούμε έξω. Το τζάκι, η ατμόσφαιρα, οι σιγανές ομιλίες των άλλων ανθρώπων με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι ήμουν εκεί! Στο Άσπεν, ρε φίλε! Κοίταξα τον Γιώργο με αγάπη και εκείνος μου ανταπέδωσε το βλέμμα κατευθείαν. Έσκυψε να με φιλήσει κι εγώ του ψιθύρισα ότι είμαι ευτυχισμένη. Ήμουν εκεί, μαζί του!

Η ώρα περνούσε και το χιόνι πράγματι μας έκανε τη χάρη και μείωσε το ταξίδι του στη γη. Οι δάσκαλοι μας είπαν ότι είναι ασφαλές τώρα να βγούμε και εμείς βάλαμε στην άκρη όλα τα τσιμπράγκαλά μας −αγοράσαμε ό,τι γκατζετάκι μπορεί να χρειαζόμασταν− και βγήκαμε έξω. Φορέσαμε τα σκι και αφού μας έδωσαν τις οδηγίες, ξεκινήσαμε δυο δυο να τσουλάμε χαλαρά στην πίστα. Εγώ προπορευόμουν και ο Γιώργος με ακολουθούσε σε μια απόσταση. Γύρω μας το τοπίο ήταν εκπληκτικό. Το άσπρο κυριαρχούσε αλλά υπήρχαν τόσο πολλά και χρωματιστά λαμπιόνια που χρωματιζόταν κι αυτό με τη συνδρομή όλων τους.

Προσπαθούσα να μην χάσω εκατοστό από τη διαδρομή αλλά και να παραμένω στον διάδρομο που μας υπέδειξε ο δάσκαλος. Κάποια στιγμή, άκουσα τον Γιώργο στην ενδοεπικοινωνία μας να φωνάζει “Σ’ αγαπάω” κι εγώ λουσμένη από την ευτυχία τού φώναξα “Κι εγώώώ”.

Εκείνη τη στιγμή ήταν που άνοιξα τα μάτια, κοίταξα ψηλά και είδα άσπρο. Ένιωσα στιγμιαία ασφαλής, είμαι στο Άσπεν! Ήμουν όμως και ακίνητη. Γιατί δεν μπορώ να κινηθώ; Προσπάθησα να κουνήσω τα δάχτυλα των ποδιών μου. Τίποτα… Προσπάθησα να τα σηκώσω. Πάλι τίποτα… Και τότε θυμήθηκα.

Ήμουν δεκαπέντε χρονών όταν είχα το ατύχημα που με καθήλωσε σε αναπηρικό καροτσάκι. Ήμουν δεκαπέντε όταν με παράτησαν στον δρόμο, όταν το ασθενοφόρο έκανε δυο ώρες να έρθει. Ήμουν δεκαπέντε όταν οι γιατροί μού ανακοίνωσαν ότι δεν θα ξαναστεκόμουν στα πόδια μου ποτέ.

Είμαι τριάντα πέντε, παντρεμένη με τον υπέροχο Γιώργο μου και τ’ όνειρό μου είναι να κάνω σκι στο Άσπεν κάποια Χριστούγεννα.



Διήγημα 4.


Χριστούγεννα με την κυρία Μαρίκα


«Φέτος, θα έρθει μόνο για φαγητό», της υποσχέθηκε ο Αριστείδης και η Νικολέτα τον πίστεψε αλλά ήταν τεράστιο λάθος.

Η κυρία Μαρίκα, γνωστή στους φίλους και γνωστούς του Αριστείδη ως « Η Πεθερά», λόγω της συμπεριφοράς της σε διάφορες πρώην του γιού της, έφτασε στο σπίτι την παραμονή των Χριστουγέννων, στις έντεκα το πρωί, κουβαλώντας διάφορα ταπεράκια, ένα ταψί γαλακτομπούρεκο και τον αέρα της.

«Καλά Χριστούγεννα, παιδιά μου! Ελπίζω να μη μαγειρέψατε τίποτα, γιατί φρόντισε η μανούλα για όλα».

«Μα, Μαρίκα μου, είχαμε πει… ότι…»

« Τι είπαμε Νικολέτα μου, είναι δυνατόν να έρθω εγώ με άδεια χέρια; Το φαγητό είναι η αδυναμία μου και καμία δεν με φτάνει. Χωρίς παρεξήγηση κορίτσι μου» είπε, και κατευθύνθηκε στην κουζίνα.

Η Νικολέτα κάθισε στον καναπέ και κοίταξε με παράπονο τον άντρα της. Είχε φανταστεί ήσυχα Χριστούγεννα, μια ταινία στο Netflix, λίγο κρασί, και αντί γι’ αυτό, άκουγε από την κουζίνα, να ανοιγοκλείνουν ντουλάπια και την πεθερά της να σχολιάζει δυνατά «Αυτά τα ταψιά είναι καθαρά; Πώς τα πλένεις, βρε κορίτσι μου; Με ευχές; Εμ βέβαια, που να σε αφήσουν τα νύχια. Τελοσπάντων».

Έφτασε το μεσημέρι και το σπίτι μύριζε λάδι, κανέλα και το ψητό της Νικολέτας. Η κυρία Μαρίκα είχε κάνει κατάληψη και στο σαλόνι, σιδέρωνε το γιορτινό τραπεζομάντηλο γιατί αυτό που είχε στρώσει η Νικολέτα έκανε τσακίσεις.

«Αριστείδη, παιδί μου, πάρε το σφυρί και σπάσε μου τα καρύδια. Όχι έτσι, βρε παιδάκι μου, θα τα κάνεις χάλια! Άσε, θα τα σπάσω εγώ».

Στις έξι το απόγευμα, όταν οι φίλοι τους, τους έστελναν φωτογραφίες , ο Αριστείδης είχε φορέσει ποδιά και είχε γίνει βοηθός ζαχαροπλάστης της Μαρίκας χωρίς να το καταλάβει.

«Αριστείδη, διώξτην», του ψιθύρισε η Νικολέτα που είχε ανεβάσει πίεση.

«Μόλις τελειώσουμε το φαγητό» υποσχέθηκε ο Αριστείδης και της έσφιξε το χέρι.

Και όταν τελικά κάθισαν να φάνε, η κυρία Μαρίκα δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί

« Νικολέτα μου, συγνώμη αλλά αυτό το αρνάκι είναι στεγνό. Εγώ το κάνω πιο ζουμερό. Αλλά δεν πειράζει, ο Αριστείδης μου θα το φάει, τον εκπαίδευσες να τρώει ότι βρίσκει μπροστά του, έτσι δεν είναι, γιέ μου;

Ο Αριστείδης λόγω της ημέρας δεν μίλησε παρά χαμογέλασε με το στόμα γεμάτο.

Κι όταν πήγε να πιει λίγο κρασί, άκουσε:

«Μη, παιδί μου, αυτό δεν είναι καλό για το στομάχι σου. Έχω φέρει χυμό κρανμπερι, που κάνει θαύματα!»

Ο Αριστείδης την κοίταξε με βλέμμα «σε παρακαλώ, υπομονή» και κατάπιε την μπουκιά του.

Εκείνη συνέχισε το φαγητό της σιωπηλή, μέχρι που η κυρία Μαρίκα, μετά το γαλακτομπούρεκο, πέταξε την βόμβα:

«Αχ, τι ωραία που φάγαμε! Που να φεύγω τώρα…. δεν πάω πουθενά. Έχει υγρασία έξω, που να βολοδέρνω, θα μείνω εδώ απόψε. Να στον καναπέ, ούτε που θα με καταλάβετε. Έφερα και πιτζάμες!»

Ο Αριστείδης πάγωσε ενώ η Νικολέτα χαμογέλασε παράξενα. Σηκώθηκε αποφασιστικά, πήρε το παλτό της και τα κλειδιά της.

«Πού πας;» την ρώτησε ο Αριστείδης.

«Να βρω μια εκκλησία. Να προσευχηθώ, για υπομονή».

Κι ενώ έκλεινε πίσω της την πόρτα, άκουσε τη φωνή της πεθεράς να λέει «Κασκόλ να πάρεις Νικολέτα μου».


ree

Διήγημα 5.


Για τον μικρό μου άγγελο


Η μέρα ξημέρωσε βροχερή και παγωμένη.

Πολλοί ήλπιζαν έστω σε μια ήπια χιονόπτωση σήμερα .

Χριστούγεννα βλέπεις ...

Τα Χριστούγεννα είναι αλλιώς με το χιόνι.

Και μόνο κοιτάζοντας το λευκό του πέπλο να σκεπάζει την πλάση , η ψυχή σου γεμίζει αγαλλίαση .. και το γιορτινό πνεύμα αναπτερώνεται ευθύς .

Μα ο καιρός σαν επαναστάτης αποφάσισε να κάνει το δικό του ...

Με λένε Ρενάτα και τα Χριστούγεννα είναι η αγαπημένη μου γιορτή .

Και φέτος αποφάσισα να τα ζήσω ... αλλιώς !

Μόνη μου , μακριά από την οικογένεια για πρώτη φορά τις γιορτές νιώθω μόνη .

Μα εδωσα μια υπόσχεση και θα την τηρήσω.

Δύο λυπημένα καστανά μάτια ήρθαν ευθύς στο νου μου.

Μια αγκαλιά δυνατή γεμάτη αγάπη .

Μια χειραψία που ισούται με συμβόλαιο..

Και πήρα δύναμη για τη συνέχεια .

Μπήκα στο ορφανοτροφείο όπου με υποδέχθηκε η διευθύντρια.

Και έπειτα αρχίσαμε τις προετοιμασίες για τα πιο αξέχαστα Χριστούγεννα των παιδιών .

Κάθε λογής έδεσμα υπήρχε στο τραπέζι .

Χριστουγεννιάτικες μελωδίες ακούγονταν από τα ηχεία .

Ο χώρος είχε μετατραπεί στο απόλυτο χριστουγεννιάτικο σκηνικό .

Τα παιδικά χαμόγελα και οι φωνές δεν άργησαν να γεμίσουν το χώρο .

Τα κάλαντα των παιδιών η πιο αγγελική χορωδία ..

Κοιτάζοντας γύρω μου ένιωσα αγαλλίαση.

Τήρησα την υπόσχεση μου .

Χάρισα το χαμόγελο , θαλπωρή και αγάπη στα παιδιά .

Γιατί ούτε εκείνα έμειναν μόνα αυτά τα Χριστούγεννα, όπως μόνη δεν έμεινα κι εγώ !

Μαζί ενώσαμε τις φωνές μας για να πλάσουμε νέες γιορτινες μελωδίες .

Ανταπέδωσα το χαμόγελο στην καλοσυνάτη διευθύντρια .

Ανταπέδωσα το πονηρό , γεμάτο θυμηδία και ... κάτι περισσότερο βλέμμα του Ιάσονα .


Είμαι η Ρενάτα.

Εύχομαι Χρόνια πολλά και Καλά Χριστούγεννα σε όλους .

Θυμάμαι τα θλιμμένα καστανά μάτια .

Σου αφιερώνω αυτή τη μέρα μικρέ μου ήρωα και Άγγελε μου ... Γιωργάκη !




Διήγημα 6.


Τα Χριστούγεννα που όλα άλλαξαν


Από παιδάκι θυμόταν τον εαυτό της να φτιάχνει λίστες με χρωματιστούς μαρκαδόρους κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο όσο οι γονείς της ετοίμαζαν τα γεύματα για το τραπέζι της Πρωτοχρονιάς. Με ζηλευτή μανία έσκυβε πάνω από ένα λευκό κομμάτι χαρτί και έγραφε τους στόχους της και τις ελπίδες, όνειρα που άλλαζαν ανά χρόνο όσο η ίδια μεγάλωνε και από παιδάκι γινόταν έφηβη και μετέπειτα ενήλικας.

Ήταν κάτι σαν έθιμο για εκείνη να γράφει την λίστα της προς τον Αι Βασίλη, κάθε φορά ζητώντας όλο και περισσότερα πράγματα, επιζητώντας κάτι που μήτε η ίδια γνώριζε ακόμα. Για χρόνια είχε όσα ήθελε… ήταν τυχερή να μεγαλώσει σε ένα υγιές και ζεστό σπιτικό με γονείς που τις πρόσφεραν απόλυτα ότι ζητούσε η καρδούλα της, προστατευμένη από την ασχήμια και το κακό εκεί έξω.

Η μικρή Μελίνα μεγάλωσε και έγινε μια δυναμική γυναίκα που είχε λεφτά, καριέρα, έναν καλοσυνάτο σύντροφο μα όχι αυτό που επιθυμούσε όλο και πιο πολύ. Στάθηκε πίσω από το παράθυρο κοιτώντας τα χρωματιστά λαμπάκια που στόλιζαν όλη την πόλη και τον λευκό ουρανό που σκέπαζε σαν πουπουλένιο στρώμα τους κατοίκους. Ο σύζυγός της, στάθηκε από πίσω της, χαϊδεύοντας ελαφρώς τον αυχένα της, στο σημείο που τόσο της άρεσε. « Όλα θα πάνε καλά.» της είχε πει εκείνα τα Χριστούγεννα καθώς οι δυο τους – γιατροί στο επάγγελμα- πήγαιναν στην δουλειά για μια ακόμα απαιτητική μέρα.

Ήθελε να έχει πίστη μα κάθε μέρα που περνούσε δίχως η κοιλιά της να φουσκώνει, την έκανε να τρέμει από πανικό πως θα περνούσαν μια ζωή δίχως παιδικές φωνούλες στο σπίτι τους και χαρούμενα γελάκια. Κάθε βράδυ προσευχόταν σε έναν δικό της Θεό για μια εγκυμοσύνη μα λίγες μέρες αργότερα πάντα ερχόταν η περίοδος για να τις καταστρέψει τα όνειρα που είχε χτίσει με πολύ φόβο και ελπίδα.

Σύντομα αφέθηκε στον χρόνο, κλειδώνοντας σε ένα συρτάρι τις στοίβες με τα χαρτιά υιοθεσίας και παίρνοντας ώρες στην παιδιατρική κλινική με τα μάτια της στυλωμένα στα νεογνά και τις ευλογημένες μανούλες. Ο πόνος φώλιαζε στη καρδιά της σαν βαρίδι που κανείς δεν είχε την δύναμη να σηκώσει και καμία χριστουγεννιάτικη μελωδία ή πρόσκληση σε τραπέζι δεν ήταν σε θέση να την βγάλει από τον λήθαργο που είχε υποπέσει.

Εκείνο το βράδυ είχε γυρίσει από το συσσίτιο των απόρων όπου μοίραζε φαγητό και έπαιζε με τα παιδάκια, μέσα σε ένα ταξί που μύριζε σαν γλυκό. « Ας γίνει ένα θαύμα» , είχε ευχηθεί κοιτώντας τον ουρανό, όπως όταν ήταν μικρή και περίμενε ανυπόμονη να δει το έλκηθρο του Αι Βασίλη.

Δεν την είχε απογοητεύσει ποτέ. Ούτε τώρα θα το έκανε.

Πράγματι, η Μελίνα και ο Νίκος, έγιναν γονείς ενός κοριτσιού δύο ετών, των οποίων οι γονείς πέθαναν σε ατύχημα όταν γεννήθηκε. Το ευτυχισμένο ζεύγος την ονόμασε Αγάπη και σύντομα συγγενείς και φίλοι έσπευσαν να τους επισκεφθούν σε ένα γιορτινό κλίμα, με ατελείωτη μουσική, υπέροχα γλυκά και άφθονο ποτό για τους φίλους τους.

Οι δυο τους είχαν αποκτήσει το θαύμα που περίμεναν.

Είχαν περιμένει και είχαν ανταμειφθεί.

Από μακριά ακούστηκε ένα αχνό «ΧΟΧΟ» , με την Μελίνα να χαμογελάει πλατιά.



ree

Διήγημα 7.


Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ 



         Το κουδούνι χτύπησε με τον χαρακτηριστικό, κοφτό ήχο. Η Μαριάννα άνοιξε την πόρτα, γνωρίζοντας ήδη από το χτύπημα ποιος ήταν ο επισκέπτης.


      «Τι ωραία που σε έχουμε πάλι μαζί μας, Λευτέρη μου!»


       Ο Λευτέρης ένιωσε ξανά αυτή την ζεστασιά, την θαλπωρή που τόσο του είχε λείψει.


     «Κι εγώ νιώθω υπέροχα» αποκρίθηκε, βγάζοντας έναν αναστεναγμό.


      Η Μαριάννα έτρεξε στο σαλόνι να διαδώσει τα νέα στην μητέρα της:


     «Μαμά, μαμά, ήρθε! Στο είχα πει, δεν θα έλειπε αυτή τη μέρα…ήμουν σίγουρη».


       Η κυρία Κατερίνα, η μητέρα των παιδιών, έτρεξε στον Λευτέρη λέγοντας:


«Αγόρι μου, καλά Χριστούγεννα! Δεν ήξερα αν θα μας επισκεφθείς…η αδερφή σου βέβαια ήταν σίγουρη».


       «Καλά Χριστούγεννα, μαμά! Φυσικά και θα ερχόμουν, 25 Δεκέμβρη είναι, σας το είχα πει και πέρσι. Το είχα υποσχεθεί. Δεν γινόταν να λείπω…»


       «Έλα, κάτσε να μας τα πεις», είπε η Μαριάννα. Αφού κάθισαν, ο Λευτέρης πήρε ένα κάπως θλιμμένο ύφος και μουρμούρησε σιγανά:


      «E, τι να σας πω μωρέ, ξέρετε πως είναι στην ξενιτιά. Το πανεπιστήμιο στο Εδιμβούργο είναι καλό, οι συμφοιτητές μου καλά παιδιά αλλά ξέρετε τώρα:


Ομίχλη, υγρασία, κρύο, βροχές, μου λείπει η Ελλάδα, οι παρέες μου, εσείς, όλα αυτά…».


       Η κυρία Κατερίνα προσπάθησε να τον εμψυχώσει:


     «Σύμφωνοι, αλλά να θυμάσαι ότι είναι προσωρινό, και είναι για καλό…όταν αποφοιτήσεις θα λες χαλάλι η ξενιτιά!»


       Ο Λευτέρης απάντησε:


     «Έτσι είναι, αλλά το συναίσθημα που νιώθω αυτή τη στιγμή με την οικογένειά μου, με το χριστουγεννιάτικο δέντρο δίπλα και όλη αυτή την γιορτινή ατμόσφαιρα με τους ανθρώπους που αγαπώ, δεν περιγράφεται. Αλήθεια, που είναι ο μπαμπάς;»


       «Εμ….είναι έξω για κάτι δουλειές με τον θείο σου τον Δημήτρη, θα έρθουν σε λίγο»


       «Εσείς πώς τα περνάτε εδώ»; Ρώτησε ο Λευτέρης, καθώς διέκρινε μια φευγαλέα ανησυχία στις δυο τους. Πήρε το λόγο η Μαριάννα:


       «Εντάξει, πάνω κάτω όπως τα ξέρεις….εγώ στη σχολή, η μαμά ξεπατώνεται στη δουλειά…»


      «Ο μπαμπάς τι κάνει; Ρώτησε ο Λευτέρης κάπως σκεπτικός. Όλα καλά;»


       H κυρία Κατερίνα με την κόρη της κοιτάχτηκαν αμήχανα. H κυρία Κατερίνα αποκρίθηκε:


      «Nαι παιδί μου, γιατί να μην είναι….εξάλλου θα επιστρέψει σε λίγο.»


       Η Μαριάννα θέλοντας να σπάσει κάπως την άβολη στιγμή, πήγε στο στερεοφωνικό και έβαλε χριστουγεννιάτικα τραγούδια.


       Ο Λευτέρης σηκώθηκε ξαφνικά:


      «Δυστυχώς αν δεν έρθει ο μπαμπάς θα πρέπει να φύγω. ‘Ήρθα απλά για μια επίσκεψη..»


       Η κυρία Κατερίνα και η Μαριάννα δεν άντεξαν και ξέσπασαν σε κλάματα. Ακούστηκε η πόρτα να ανοίγει και ο πατέρας των παιδιών με τον θείο Δημήτρη μπήκαν στο σπίτι.


        Ο πατέρας του Λευτέρη πάγωσε. Πήγε μπροστά στο γιο του, τον κοίταξε και του είπε με δάκρυα στα μάτια:


     «Καλά Χριστούγεννα, γιε μου. Μας λείπεις…»


      Ο Δημήτρης σκιάχτηκε. Του είπε απορημένος:


     «Μα σε ποιον μιλάς; Δεν είναι κανείς εκεί…»


      Ο πατέρας του Λευτέρη δεν απάντησε. Έκατσε στο καθιστικό απογοητευμένος. Σκεφτόταν πόσο άλλαξε τη ζωή τους εκείνο το μοιραίο γλίστρημα του Λευτέρη όταν εξερευνούσε με τους συμφοιτητές του το Dean Village του Εδιμβούργου, δύο χρόνια πριν. Ο Λευτέρης δεν είχε σκοπό να αναχωρήσει για το μεγάλο ταξίδι. Τους το είχε υποσχεθεί. Τα Χριστούγεννα θα τα περνάνε παρέα, έστω και για λίγο..



Διήγημα 8.


«Ο φύλακας της Φάτνης»

 

 

Όπως κάθε χρόνο, στο πάρκο της μικρής πλατείας ο κύριος Παράσχος φυλάει την φάτνη των Χριστουγέννων. Έχουν περάσει εικοσιεφτά χρόνια και όμως αυτός, εκεί. Ακούνητος, ακλόνητος φύλακας. Την στήνουν πάντα την πρώτη μέρα του Νοέμβρη και την κρατάνε μέχρι την τελευταία του Γενάρη. Αυτούς τους μήνες ο κύριος Παράσχος ζει τις καλύτερες μέρες. Τις πιο ευτυχισμένες του. Εργένης χωρίς υποχρεώσεις και ευθύνες. Δεν το είχε μετανιώσει ούτε λεπτό.

 Ό,τι χρειαζόταν βρισκόταν σε αυτήν την φάτνη. Με τον Ιωσήφ που του έλειπε το δεξί μάτι, την Παναγία με τα θαμπά πράσινα πέπλα και το μωρό με την ξεφλουδισμένη μύτη. Η αγαπημένη του φιγούρα όμως ήταν το γαϊδουράκι. Έγερνε αρκετά προς τα δεξιά σαν να κουτσαίνει και του θύμιζε τον ίδιο. Δεν ήταν τέλειο αλλά ήθελε να βρίσκεται εκεί. Όπως και ο ίδιος που έγερνε από το δεξί πόδι. Έτσι είχε γεννηθεί, λειψός. Δεν στερήθηκε όμως ποτέ την αγάπη και την αποδοχή της οικογένειας του. Ίσως επειδή ήταν ο μικρότερος, ίσως επειδή ήταν το μοναδικό αγόρι.

Αυτό που τον πλήγωνε κάθε βραδιά που πήγαινε για να φυλάξει την φάτνη, ήταν τα σχόλια και τα γέλια του κόσμου καθώς περνούσαν δίπλα του.

 

Τι θέλει ο γέρος και φυλάει μια φάτνη πιο παλιά και από την Ακρόπολη;


Άντε και φέτος, του χρόνου θα έχει διαλυθεί η ψευτό-φάτνη.

Είσαι ρε αδερφέ να έρθουμε μετά το σχολείο και να την σπάσουμε;

 

              Την τελευταία πρόταση την είχε ακούσει πολλές φορές από πιτσιρίκια του δημοτικού που το έπαιζαν μάγκες αλλά ποτέ δεν πραγματοποιούσαν τις απειλές τους.

              Ήταν το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου, όταν ο κύριος Παράσχος πήγε για την βάρδια του και ανακάλυψε με φρίκη πως κάποιος είχε αποκεφαλίσει τους τρεις μάγους. Ανεπαίσθητα έσφιξε το τσαντάκι με τα εργαλεία του. Εκεί μέσα είχε τα πάντα. Σφυρί, κόλλα, σπρέι για τους τερμίτες. Τα κεφάλια τους ήταν άφαντα. Τον έλουσε κρύος ιδρώτας και τον έπιασε ταραχή. Τώρα; Πως θα τα κολλούσε πάλι πίσω;

           “Ποιο…ποιος το έκανε αυτό;» ψέλλισε κρατώντας το δικό του κεφάλι, μιας και δεν έβρισκε των μάγων. «Για…γιατί;» Οι παλμοί της καρδιάς του ανέβηκαν απότομα και η ανάσα του έγινε γρήγορη και κοφτή. «Βάνδαλοι!» άρχισε να φωνάζει ξανά και ξανά, μα δεν τον άκουσε κανείς. Η μικρή πλατεία ήταν άδεια και τα μαγαζιά κλειστά. Τα μάτια του έτσουξαν και με έναν σπαραγμό στα χείλη, έπεσε στα γόνατα. Άρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδί. Σαν αυτό το μικρό παιδί που πήγε κοντά του και άρχισε να τον παρηγορεί.

            «Παππούλη, μην στεναχωριέσαι. Ό,τι και αν σου συνέβη μπορούμε να το φτιάξουμε,» και έτσι απλά, με ένα χαμόγελο, πιο φωτεινό και από το αστέρι που οδήγησε τους μάγους στη Βηθλεέμ – αυτό το αγοράκι έκανε τον Παράσχο αμέσως να αισθανθεί καλύτερα. Ένα κύμα ασφάλειας και γαλήνης τον κυρίευσε.

              Ο Παράσχος ήθελε να του κάνει τόσες ερωτήσεις για τον μικρό, την οικογένεια του, τι κάνει τέτοια ώρα έξω μόνο του αλλά τις ξέχασε όλες. Ως δια μαγείας.

              Τα ξημερώματα ο περιπτεράς βρήκε τον κύριο Παράσχο, πεσμένο, μέσα στην φάτνη. Είχε ένα χαμόγελο στα χείλη και ήταν γεμάτος άχυρα. Όμως δεν υπήρχαν πουθενά άχυρα μέσα στην ψεύτικη φάτνη. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων, άρχισε να φωνάζει τον παραγιό του φούρναρη που εκείνη την ώρα ξεφόρτωνε σακιά με αλεύρι.

              Ο Παράσχος είχε πάθει καρδιακή προσβολή. Τον πρόλαβαν. Στο τσακ, αλλά τον πρόλαβαν. Ήταν λες και κάποιος ήθελε να σωθεί. Να του χαρίσει λίγα χρόνια ακόμα για να προσέχει τις νύχτες την παλιά, ξύλινη φάτνη. Σαν φύλακας. Ή μήπως σαν κάτι παραπάνω;


ree

Διήγημα 9


Τα Χριστούγεννα της χαμένης παιδικότητας


Ήμουν πολύ ενθουσιασμένη, μετά από δεκαέξι χρόνια, θα περνούσα τα Χριστούγεννα μου στην Τσεχία, στο χωρίο μαζί με την γιαγιά και τον παππού. Η απόσταση που είχαμε μεταξύ μας λόγω το ότι ζούσα σε άλλη χώρα δεν μου έδωσε ποτέ την ευκαιρία να βρεθώ κοντά τους στις γιορτές. Ήμουν τριών ετών την τελευταία φορά και έχω στο μυαλό μου μόνο θολές εικόνες. Κόσμος μαζεμένος στο σπίτι. Μόλις είχαμε τελειώσει με το δείπνο της παραμονής, μας πρόσταξαν να κρυφτούμε για να έρθει ο Άγιος Βασίλης να βάλει τα δώρα κάτω από το δέντρο. Κρύφτηκα κάτω από τις σκάλες. Τότε ήταν που τον είδα για πρώτη φορά, με τα άσπρα γένια, την κόκκινη στολή, χαμογελαστός να σέρνει έναν σάκο γεμάτα δώρα. Αυτή την παιδική ανάμνηση την κρατούσα χρόνια μέσα μου.

Μόλις είχα κλείσει τα δεκαοχτώ και βρέθηκα με ένα εισιτήριο στα χέρια μου, δώρο για τα γενέθλια μου.

Το αυτοκίνητο του θείου πλησίαζε στο χωριό, χιλιάδες αναμνήσεις ξεπηδούσαν από κάθε γωνιά του μυαλού μου. Το λευκό τοπίο που ξεδιπλωνόταν μπροστά μου με τα χαμηλά σπίτια, τις καμινάδες που άφηναν το σημάδι τους στον γκρίζο ουρανό μου ξυπνούσαν εικόνες που είχα εντελώς ξεχάσει.

Μόλις πάτησα στο μαλακό χιόνι, αντίκρυσα στον πόρτα μια γνώριμη φιγούρα. Ήταν η μορφή της γιαγιάς μου. Έτρεξα αμέσως στην αγκαλιά της. Την έσφιξα τόσο δυνατά που δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Αυτή την στιγμή δεν σκεφτόμουν τίποτα.

Δεν έβλεπα όμως τον παππού μου πουθενά, την ίδια στιγμή η χαρά μου μετατράπηκε σε μια ανεξήγητη αγωνία. Μπήκα διστακτικά μέσα στο σπίτι. Γύρισα το κεφάλι μου προς το σαλόνι, το αληθινό δέντρο έστεκε αγέρωχο σε μια άκρη στολισμένο με αγάπη και στολίδια που έλαμπαν. Μόλις μπήκα στάθηκα για να θαυμάσω το δέντρο, μετά από μερικά λεπτά τον είδα να κάθεται στον καναπέ, φανερά αδυνατισμένος, κουρασμένος και μελαγχολικός.

«Κλείσε την πόρτα μικρή μου». Τον υπάκουσα, με τρεμάμενα πόδια τον πλησίασα.

«Παππού μου ήρθα», τόλμησα να ξεστομίσω.

«Άννα μου χαίρομαι που κατάφερες να κάνεις ένα τόσο μεγάλο ταξίδι».

Έτρεξα και χώθηκα στην αγκαλιά του.

«Παππού μου σ αγαπώ πολύ».

«’Άννα η παρουσία σου είναι το καλύτερο δώρο για μένα και το τελευταίο, χαίρομαι τόσο πολύ που αξιώθηκα να σε δω για τελευταία φορά»

Τα μάτια μου άρχιζαν να στάζουν δεν έλεγαν να σταματήσουν. Ο παππούς μου πέθαινε, είχε καρκίνο και ο χρόνος του τελείωνε.

Μείναμε για ώρα αγκαλιασμένοι χωρίς να μας ενοχλεί κανείς. Ο χρόνος είχε παγώσει λες και το χιόνι είχε εισβάλει βάναυσα μέσα στον χώρο.

Αυτά τα Χριστούγεννα ένιωσα για πρώτη φορά ευλογημένη, είχα την χαρά να ζήσω με τον παππού μου τις τελευταίες του στιγμές, μέσα σε μια εποχή του χρόνου που γιορτάζαμε την γέννηση του θεανθρώπου. Κάποιος έρχεται στην ζωή και κάποιος πεθαίνει. Έτσι σαν μια κωμικοτραγική σκηνή.

Τον κρατούσα και δεν τον άφησα στιγμή, αυτά τα Χριστούγεννα χαράχτηκαν βαθιά μέσα μου και ακόμα και σήμερα νομίζω ότι ήταν από τα πιο ουσιαστικά Χριστούγεννα που έχω ζήσει.

Δεν τον είδα ξανά ποτέ ξανά, επέστρεψα όμως μετά από χρόνια. Μόλις μπήκα στο χωριό πήγα στο νεκροταφείο, είχα την ανάγκη να του δώσω το δώρο που δεν πρόλαβα να του δώσω τότε.



Διήγημα 10

Χριστουγεννιάτικο εισιτήριο


Κοίταξε το ρολόι του. Μέχρι το ταξί να τον αφήσει στις αναχωρήσεις, στιγμή δεν είχε

σταματήσει να κοιτάει την ώρα. Δεν κυλούσε. Δεν επρόκειτο να κυλήσει τόσο γρήγορα,

όσο η δωδεκάωρη πτήση για Νέα Υόρκη. Φυσούσε και ξεφυσούσε, όταν η φωνή του

οδηγού διέκοψε κάθε του σκέψη.

«Σε δέκα λεπτά είμαστε στο αεροδρόμειο. Γιατί ανησυχείς. Τι ώρα είναι η πτήση σου;».

«Σε τρείς ώρες»

«Μιά χαρά. Εσύ σε εννιά λεπτά θα είσαι εκεί και θα κάνεις check in. Εκτός αν έχεις ήδη

κάνει;».

«Όχι, όχι. Είμαι της παλιάς σχολής».

«Συμφωνώ μαζί σου και εγώ ήμουν κάποτε, αλλά να, βλέπεις όλα αυτά τα καινούρια

συστήματα, μας τα έχουν επιβάλει» δείχνοντας με το χέρι του, το ταμπλό στο ταξί με το

gps, το κινητό κολλημένο στο τζάμι μέσα σε μια θήκη και το ταξίμετρο μια ηλεκτρονική

συσκευή που κατέγραφε τα χιλιόμετρα. Ακόμη και η μουσική που έπαιζε, έγραφε το

όνομα του καλλιτέχνη και το τραγούδι που ερμήνευε.

Όλα είχαν ψηφιοποιηθεί.

Έγνεψε θετικά και άφησε έναν ακόμη αναστεναγμό, να διαφύγει σιωπηρά, ενώ κοιτούσε

σε άλλη κατεύθυνση.

Το αυτοκίνητο σταμάτησε και η καρδιά του αναθάρρησε. Ήξερε πώς ήταν η στιγμή για

να φύγει. Πάτησε το πόδι του στο πεζοδρόμιο, και το χαμόγελο του φώτιζε το πρόσωπό

του. Με μεγάλη του χαρά, πήρε την βαλίτσα του και πλήρωσε το ταξί με ένα γενναίο

φιλοδώρημα.

Είχε δέκα χρόνια να ταξιδέψει στην Νέα Υόρκη. Κάθε φορά που ήθελε να επισκεφθεί την

μητέρα του, κάτι μέσα του, του έλεγε να το αφήσει. Πάντα η κράτηση του εισιτηρίου

κατέληγε σε ακύρωση. Κάθε φορά, έκανε πίσω και ένα τηλεφώνημα, γεμάτο δάκρυα και

πόνο έλυνε το πρόβλημά του. Ποτέ του, δεν την συγχώρησε που του στέρησε τον

πατέρα του. Το ψέμα, είχε γίνει η αλήθεια του. Έτσι ένιωσε όταν έμαθε, πως ο πατέρας

του ζούσε στην Ελλάδα και δεν είχε σαπίσει σε μια φυλακή των Ηνωμένων Εθνών. Την

μίσησε, την φώναξε και δε θέλησε ποτέ να ξανά γυρίσει πίσω. Έφυγε και τα δέκα χρόνια

απάλυναν την πληγή, αλλά ποτέ της, δεν έκλεισε.

Τώρα, όμως, εδώ έτοιμος να φύγει για Νέα Υόρκη, ένιωθε τα μέσα του να βράζουν. Τα

χέρια του είχαν ιδρώσει και η καρδιά του έτοιμη να σπάσει. Επιβιβάστηκε και όταν οι

μηχανές πήραν μπροστά, η ανάσα του κόπηκε. Το άγχος, τον έπνιγε. Σαν να ήταν η

πρώτη φορά που θα αντίκριζε τα μάτια της. Πρώτη φορά, θα έβλεπε την μητέρα του,

που τον μεγάλωσε στο ψέμα. Όλα ήταν ψέμα. Ψέμα, είπε δυνατά και ακούστηκε στα

δίπλα καθίσματα.

«Όχι, δεν είναι ψέμα. Θα γίνει αναγκαστική προσγείωση στο Λονδίνο. Υπάρχει βλάβη

στην μηχανή και μάλλον θα περάσουμε τα Χριστούγεννα στο Heathrow!», είπε γλυκά η

νεαρή κοπέλα δίπλα στον Σπύρο.

Το χαμόγελό του, ψεύτικο, όπως θαμπό και το βλέμμα του. Κούνησε το κεφάλι του πάνω

κάτω. Ήξερε, πώς δεν έπρεπε να ταξιδέψει. Ήταν σημάδι πώς αυτή η συνάντηση δεν

έπρεπε να γίνει.

Σταμάτησαν στο Heathrow. Σε λίγες ώρες, είχαν Χριστούγεννα και ο Σπύρος έσερνε την

βαλίτσα του. Στεκόταν στη σειρά για ένα εισιτήριο. Ένα χριστουγεννιάτικο εισιτήριο για

Ελλάδα!



Διήγημα 11


Αύγουστος 2024


Το Josep Tarradellas ήταν ασφυκτικά γεμάτο από ανθρώπους που είτε άφηναν ή έρχονταν στη Βαρκελώνη. Η Κατερίνα έτρεχε με όση δύναμη είχε για να προλάβει την πτήση προς Αθήνα. Ένιωσε την ανάγκη να ευχαριστήσει Θεούς και Αγγέλους που πρόλαβε να περάσει από τον έλεγχο εισιτηρίων, έστω και στο τσακ.

Βρήκε τη θέση της και βυθίστηκε στο κάθισμά της. Έκλεισε τα μάτια της και περίμενε την απογείωση.

-Συγγνώμη, δεσποινίς, μήπως έχετε να μου δανείσετε ένα στυλό;

Η Κατερίνα αντίκρυσε έναν γοητευτικό άντρα γύρω στα 50. Ο τόνος του δεν είχε κάτι που να την κάνει να σιχτιρίσει την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκε δίπλα του. Δεν είχε όρεξη για κουβέντα, αλλά του έδωσε τον μπλε Πάρκερ της και μάλιστα με ένα πλατύ χαμόγελο.

-Γιώργος Πέτρου, συστήθηκε με μια χειραψία την οποία δέχτηκε η Κατερίνα.

-Καταλίνα, συστήθηκε εκείνη. Σκέτο.

-Ο Γιώργος γέλασε και υποσχέθηκε ότι δεν θα τελείωνε όλο το μελάνι.

Όταν η Κατερίνα βρήκε το κέφι της, έμαθε ότι ο Γιώργος ήταν ένας αρχιτέκτονας που λάτρευε τη Βαρκελώνη και οτιδήποτε είχε εμπνευστεί ο Γκαουντί. Εκείνη δεν του είπε ποτέ ότι ήταν τριτοετής φοιτήτρια στην σχολή αρχιτεκτονικής ή ότι ο πατέρας της ήταν μεγάλο κεφάλι σε μια αρχιτεκτονική εταιρεία με έδρα τη Βαρκελώνη. Μια συζήτηση επί του θέματος θα την έκανε να βαριέται αφάνταστα.`


Παραμονή Χριστουγέννων 2024


Είχε γίνει πλέον συνήθεια στην Κατερίνας να τρέχει μέσα στο Josep Tarradellas. Είχε όλη την καλή θέληση να περάσει τα Χριστούγεννα με τον πατέρα της, αλλά για μια άλλη φορά, εκείνος είχε προτιμήσει ένα σουαρέ με την υψηλή κοινωνία της Καταλονίας. Η συζήτηση επί του θέματος δεν πήγε καλά, οπότε η Κατερίνα έκανε αυτό που ήξερε καλά όταν δεν ήθελε καυγάδες. Έφυγε.

Με τόσα πήγαινε-έλα μεταξύ Αθήνας και Βαρκελώνης και τα μίλια που είχε μαζέψει, κατάφερε να αναβαθμίσει την πτήση της και να πετάξει στην πρώτη θέση. Έπινε τις πρώτες γουλιές από ένα υπέροχο σαρντονέ από τη Ναβάρρα στο σαλόνι της Aegean όταν άκουσε μια φωνή να λέει το όνομά της. Με μεγάλη δυσαρέσκεια είδε τον Πέτρο να στέκεται μπροστά της. Από όλους τους ανθρώπους στον κόσμο έπρεπε να είναι ο ξιπασμένος συμφοιτητής της αυτός που η μοίρα της έριξε στο σαλόνι της αεροπορικής.

“Τι σου έχω κάνει μωρή βλαμμένη τύχη”, σκέφτηκε. Χαμογέλασε αφού κατάπιε τη γουλιά της προσπάθησε ανεπιτυχώς να δείξει λίγη χαρά που βρήκε ένα γνωστό πρόσωπο. Οι προσπάθειές της διακόπηκαν από την ανακοίνωση της Aegean ότι η πτήση προς Αθήνα αναβαλλόταν επ’ αορίστου λόγω μηχανικής βλάβης και ότι οι επιβάτες της πτήσης μπορούσαν να πάρουν κουπόνια για ξενοδοχεία και φαγητό μέχρι να λυθεί το θέμα.

“Μη σου πω τι κάνει ο Δίας”, σκέφτηκε η Κατερίνα.

-Θα πας σε ξενοδοχείο;, ρώτησε ο Πέτρος.

- Βασικά να πάω πίσω από μία τουρμπίνα αεροπλάνου θα ήθελα, αλλά ας όψεται, προσπάθησε να αστειευτεί η Κατερίνα.

αλλά κανείς από τους δύο δεν γέλασε.

-Μπα, θα κάτσω εδώ να πιω όλη τη Ναβάρρα. Άλλος πληρώνει.

Αυτή τη φορά γέλασαν και οι δύο κάτι που έκανε την Κατερίνα να βρει κάτι συμπαθητικό πάνω στον Πέτρο.

-Δεν είχα σκοπό να περάσω έτσι την παραμονή των Χριστουγέννων έτσι, αλλά εφόσον έχω εσένα για παρέα, δε θα διαμαρτυρηθώ, Κατερίνα.

Η κοπέλα ένιωσε έκπληξη αλλά σκέφτηκε πως από το να ήταν ξένη μεταξύ ξένων, καλύτερα με τον Πέτρο.

Για άλλη μια φορά ακούστηκαν οδηγίες για την πτήση της Aegean προς Αθήνα από τα μεγάφωνα του αεροδρομίου.

-Που να τα θυμάσαι όλα αυτά, διαμαρτυρήθηκε ο Πέτρος. Κάτσε να κρατήσω σημειώσεις.

Τα μάτια της Κατερίνας έλαμψαν όταν είδαν τον Πέτρο να βγάζει ένα μπλε Πάρκερ από την τσέπη του μπουφάν του. Άρπαξε το στυλό και γρύλισε.

-Που το βρήκες αυτό;

Ο Πέτρος ξαφνιάστηκε. Η έκφραση του προσώπου του έλεγε καθαρά ότι θεωρούσε την Κατερίνα, τουλάχιστον, τρελή.

-Μου τον έδωσε ο θείος μου. Το καλοκαίρι είχε γνωρίσει μια κοπέλα, την Καταλίνα, σε μια πτήση προς Αθήνα. Δανείστηκε το στυλό της αλλά με την κουβέντα ξεχάστηκαν και οι δύο και δεν της το έδωσε πίσω ποτέ. Μου άρεσε και κατέληξε σε μένα. Μα, τι σε έπιασε;, ρώτησε και πήρε το στυλό από τα χέρια της.

- ΑΥΤΟΣ Ο ΠΑΡΚΕΡ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ, η φωνή της Κατερίνας ακούστηκε λίγο πιο δυνατά απ’ ότι θα ήθελε.

-Μα δε σε λένε Καταλίνα.

-Το Κατερίνα στα ισπανικά είναι Καταλίνα, βρε ξεφτέρι.

Η Κατερίνα είχε μετανιώσει που δεν είχε κρατήσει επαφή με τον Γιώργο. Το είπε στον Πέτρο ο οποίος σκέφτηκε ότι η τύχη έπαιζε περίεργα παιχνίδια. Δεν είπε όμως τίποτα στην Κατερίνα, όπως δεν της είχε πει ποτέ πόσο συναρπαστική την έβρισκε. Κάποια πράγματα όντως πρέπει να τα αφήνεις στην τύχη τους, σκέφτηκε.

Η Κατερίνα είχε αρχίσει να κοκκινίζει από το πολύ κρασί κρατώντας σφιχτά τον Πάρκερ στο αριστερό της χέρι.

“Ωραία παραμονή Χριστουγέννων. Να δω τι άλλο θα συμβεί". Οι σκέψεις της διακόπηκαν από ένα σκούντημα του Πέτρου.

-Χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα. Σε θέλει κάποιος στη βιντεοκλήση.

Η Κατερίνα πήρε το κινητό του Πέτρου. Στην οθόνη είδε το πλατύ χαμόγελο του Γιώργου.

-Ποιος να το φανταζόταν ότι η Κατερίνα για την οποία με είχε ζαλίσει ο ανιψιός μου, είναι η δική μου Καταλίνα. Χρόνια πολλά, κορίτσι μου, χάρηκα που γύρισες ξανά στη ζωή μου. Τα υπόλοιπα θα τα πούμε από κοντά. Ελπίζω να σου αρέσει το σαρντονέ από τη Ναβάρρα.


ree


Διήγημα 12


Διαφορετικά Χριστούγεννα


Ο αναστεναγμός βγήκε κάπως βεβιασμένα από μέσα του. Είχε σταματήσει καταμεσής της πλατείας. Κόσμος ολόκληρος τον προσπερνούσε, κάποιοι βιαστικοί να προλάβουν τα μαγαζιά ενώ άλλοι απλά απολάμβαναν το γιορτινό κλίμα με αγαπημένα τους πρόσωπα. Χάζευε τα αμέτρητα χρωματιστά λαμπάκια, τις φωτεινές γιρλάντες στα δέντρα και τους εορταστικούς στολισμούς των καταστημάτων τα οποία με την καλλιτεχνική τους πινελιά σκορπούσαν το Χριστουγεννιάτικο πνεύμα σε κάθε γωνιά.

Λίγο παρακάτω, μια ομάδα μουσικών είχαν σταθεί και έπαιζαν χριστουγεννιάτικα τραγούδια με νότες τζαζ. Έβγαλε τα ακουστικά του και στάθηκε απέναντί τους. Ήταν σαν ένα μικρό ταξίδι πίσω στο χρόνο. Το βλέμμα του από τη νεαρή κοπέλα που τραγουδούσε τόσο αγγελικά, έπεσε στον άνδρα που με επιδέξιο τρόπο έπαιζε το σαξόφωνο. Πάγωσε καθώς η ματιά του τον κάρφωσε και του πρόσφερε ένα εγκάρδιο χαμόγελο. Ευθύς γύρισε το κεφάλι του στο πλάι με ένα ακατανόητο κάψιμό να απλώνεται στο πρόσωπό του. Ξερόβηξε και έψαξε μετά μανίας τις τσέπες του. Δεν ήτα δα πολλά, ίσως πέντε ευρώ όλα κι όλα σε ψιλά. Τα άφησε στην ανοιχτή θήκη του σαξοφώνου και με ένα ντροπαλό χαμόγελο που του χάρισε συνέχισε τον δρόμο του.

«Περίμενε!» γύρισε το κεφάλι του και προς έκπληξή του παρατήρησε τον άνδρα να τρέχει με το σαξόφωνο αγκαλιά.

«Ε, υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» ρώτησε κοιτάζοντας τριγύρω τους περαστικούς. Μερικοί έριχναν αδιάκριτες ματιές και άλλοι ήταν απασχολημένοι με τις δικές τους δουλειές.

«Όχι, όχι» τον διαβεβαίωσε κουνώντας και τα δυο του χέρια. Έστρωσε το όργανο καλύτερα στον ώμο του από όπου και κρεμόταν. «Για την ακρίβεια ήσουν από τους λίγους και εκλεκτούς που παρακολούθησαν το μικρό μας σόου και που πρόσφεραν κάτι για αυτό. Ήθελα απλά να σε ευχαριστήσω».

Εκείνη η αμηχανία επανήλθε όπως και το ευχάριστο κάψιμο στα μάγουλά του. Έχωσε το πρόσωπό του πιο μέσα στο κασκόλ του για να μην γίνει αντιληπτό το κοκκίνισμα και τον κοίταξε «Δεν- δεν κάνει τίποτα» αναστέναξα, αναθεματίζοντας σιωπηλά τον εαυτό του και την αμηχανία του «Μακάρι να μπορούσα να προσφέρω παραπάνω από μερικά ψιλά» παραδέχτηκε, γελώντας χαμηλόφωνα.

«Μην το ξαναπείς αυτό. Ακόμα και αυτά τα λεπτά που θυσίασες για να μας ακούσει σημαίνει πολλά. Τα λεφτά, ούτως ή άλλως δεν προορίζονται για εμάς».

«Αλήθεια;»

«Ναι. Θέλουμε να μαζέψουμε όσα περισσότερα μπορούμε ως δωρεά για τις γιορτές σε ένα ίδρυμα για παιδιά» εξηγούσε με έναν ενθουσιασμό που τον είχε σχεδόν μαγνητίσει. Χασκογέλασε και στο τέλος το ίδιο έκανε και ο σαξοφωνίστας.

«Μιχάλη!» Γύρισαν ταυτόχρονα το κεφάλι τους και πρόσεξαν τη κοπέλα του γκρουπ τους να κάνει νεύματα προς το μέρος τους και να τον φωνάζει.

«Έκανες μια πολύ καλή πράξη σήμερα. Σε ευχαριστούμε. Επίσης ανήμερα των Χριστουγέννων, αν δεν έχεις κάτι καλύτερο, θα μας βρεις στο μπαράκι εκεί» του έδειξε μια μικρή γωνιά «από τις δέκα το βράδυ.»

Του έκλεισε το μάτι και έφυγε τρέχοντας.

Ποια ήταν τα σχέδια του για τις γιορτές; Χαλάρωση και οικογενειακή γκρίνια. Κάπου ενδιάμεσα θα μπορούσε σίγουρα να επισκεφθεί κάποιο μπαράκι, με live μουσική και έναν αρκετά όμορφο σαξοφωνίστα. Έβαλε τα χέρια γρήγορα στις τσέπες του και συνέχισε τον δρόμο του, ανυπομονώντας αυτά τα διαφορετικά Χριστούγεννα.



Διήγημα 13.


Το Φως που Δεν Έσβησε


Ακολουθούσα τον Καίσαρα που τραβούσε ανυπόμονα το λουρί, ο οποίος ακολουθούσε την μητέρα μου που περπατούσε μπροστά κραδαίνοντας τα κλειδιά του παλιού αρχοντικού. Τις είχα πει ήδη πολλές φορές να μην τα κουνάει γιατί το τέρας μας μου είχε βγάλει τα χέρια προσπαθώντας να τα φτάσει αλλά μετά από λίγα λεπτά πάλι το ξεχνούσε. Είχαμε μετακομίσει μόλις μια εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα και μάλλον δεν ήταν πολύ καλή ιδέα να βγούμε να περπατήσουμε για να δούμε την περιοχή. Καθώς το χιόνι έπεφτε μανιωδώς γύρω μας ήταν σαν να ήθελε να καλύψει κάθε ανάμνηση και κάθε σκέψη που θα τολμούσε κάποιος να έχει εκείνη την νύχτα στο μυαλό του. Οι δρόμοι και οι βιτρίνες υπερβολικά στολισμένες μας χλεύαζαν που εμείς δεν είχαμε ακόμη στολίσει ούτε γιρλάντα.

Το σπίτι ήταν τόσο παλιό που είχε μονίμως κάποιον θόρυβο από το πλούσιο παρελθόν του να προσφέρει. Οι ψηλές του γωνίες χάνονταν στο σκοτάδι και ο μακρύς σκοτεινός διάδρομος που ένωνε τα δωμάτια και τελείωνε στο μεγάλο μπάνιο μύριζε κρύο, ξεχασμένο ξύλο. Από την πρώτη νύχτα, είχα προσέξει το απαλό, κεχριμπαρένιο φως που εμφανιζόταν κάτω από την χαραμάδα της πόρτας του δωματίου που είχαμε ονομάσει ξενώνα αλλά κάθε φορά που περνούσα σκεφτόμουν ότι θα είναι κάποιο φως από το παράθυρο που βλέπει στον δρόμο και δεν την άνοιγα. Ήταν εκείνη που ήθελε λίγο λάδωμα στους μεντεσέδες και δεν άνοιγε με την πρώτη δοκιμή για αυτό και όλο το ανέβαλα να την ανοίξω για να μην ξυπνήσω την μητέρα μου από τον θόρυβο.

«Δεν υπάρχει ρεύμα εκεί μέσα», μου είχε πει η μητέρα μου ένα βράδυ που την ρώτησα που έχουμε τα στολίδια. «Πρέπει να αλλάξουμε την λάμπα μάλλον» , είπε και συνέχισε την πορεία της προς το δικό της μπάνιο με την οδοντόβουρτσα στο στόμα. Ποτέ δεν το θυμόμασταν την μέρα για να μπούμε να τα πάρουμε όσο βλέπαμε και χωρίς την λάμπα.

Κάτι με τραβούσε όμως προς εκείνο το δωμάτιο τα βράδια αλλά ταυτόχρονα κάτι με κρατούσε μακριά του.

Την επόμενη μέρα βγήκα με τον Καίσαρα στο πάρκο. Ήταν παγωμένο, άδειο, ώσπου τον είδα πάλι - το αγόρι με το μαύρο παλτό και τα χέρια στις τσέπες. Είχαμε ανταλλάξει λίγες κουβέντες καθώς τον είχα ρωτήσει τυχαία την πρώτη μου μέρα εδώ για οδηγίες.

«Μένεις στο παλιό αρχοντικό;» ρώτησε μετά τα βασικά καλησπερίσματα.

«Ναι. Το ξέρεις;»

Έγνεψε. Ο Καίσαρας πλησίασε το αγόρι, κάτι που δεν έκανε εύκολα. Εκείνος έσκυψε και τον χάιδεψε πίσω από τα αυτιά. «Αν ανάψει το φως, μην το αγνοήσεις», μου είπε αινιγματικά.

Η καρδιά μου σταμάτησε για μια στιγμή. Δεν του είχα μιλήσει γι' αυτό.

«Τι εννοείς;» ρώτησα, αλλά εκείνος απλώς ανασήκωσε τους ώμους και άρχισε να απομακρύνεται.

Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Ο αέρας έξω ούρλιαζε και το σπίτι έτριζε σαν να έπαιρνε ανάσες. Και τότε το είδα: η πόρτα στο βάθος του διαδρόμου έλαμπε πιο δυνατά από ποτέ. Το κεχριμπαρένιο φως χυνόταν από τη χαραμάδα, σαν κάποιος από μέσα να κρατούσε φανάρι και να περίμενε. Το δωμάτιο μου ήταν απέναντι και λίγο διαγώνια αλλά το έβλεπα καθαρά κάτω από το κενό της δικής μου πόρτας.

Ένιωσα μία ανεξήγητη αίσθηση στα χέρια μου, ένα ελαφρύ ρεύμα που με διαπερνούσε, σαν το φως να αναγνώριζε κάτι σε μένα.

Άνοιξα την πόρτα μου όσο πιο αθόρυβα μπορούσα. Κάθε βήμα με έφερνε κοντύτερα σε μια αλήθεια που δεν καταλάβαινα αλλά ήξερα ότι μου ανήκε. Ο Καίσαρας με ακολούθησε ακροπατώντας, παρακολουθώντας με μικρές, ανήσυχες κινήσεις της ουράς του.

Στάθηκα μπροστά στην πόρτα που έλαμπε. Το χέρι μου έτρεμε, όμως όχι από φόβο. Από προσμονή.

Έσπρωξα την πόρτα.

Το φως δυνάμωσε απότομα, αγκαλιάζοντάς με ολόκληρη. Δεν υπήρχε λάμπα, ούτε κερί. Μόνο μια αχνή φιγούρα, σαν σκιά φτιαγμένη από φως, που μου άπλωνε το χέρι.

Και εκεί, μέσα στο κεχριμπαρένιο σκοτάδι, κατάλαβα κάτι τρομακτικό και λυτρωτικό ταυτόχρονα:

Το φως δεν περίμενε να το ανακαλύψω.

Περίμενε να επιστρέψω.



Διήγημα 14


Τα ξωτικά μου


«Πότε θα στολίσεις για τα Χριστούγεννα, γιαγιά;»

«Από τώρα; Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω και τη διάθεση. Ξέρετε τώρα, από τότε που έφυγε ο παππούς σας…»

«Ε, ρε γιαγιά, φτάνει πια, πέρασαν έξι χρόνια. Θέλεις να έρθουμε να το κάνουμε μαζί;»

Δέχτηκα. Κλείσαμε ραντεβού για το Σαββατοκύριακο. Δεν γινόταν αλλιώς. Εγγόνια μου είναι, σαν όλα τα παιδιά του κόσμου περιμένουν τις γιορτές με ανυπομονησία, να μην πηγαίνουν στο σχολείο, να μην έχουν διάβασμα, να κοιμούνται περισσότερο, να πάρουν τα δώρα τους και το κυριότερο να βλέπουν χαρούμενα πρόσωπα, όχι θλιμμένα μάτια.

Σκουπίζω τα δάκρυα που κατάφερα να κρύψω για να προλάβω το τρέμουλο της φωνής μου στο τηλέφωνο και ανασκουμπώνομαι. Κατεβαίνω στην αποθήκη, στο υπόγειο, για να βρω το δέντρο και τα σχετικά. Ευτυχώς, παρά την μυρωδιά της κλεισούρας, είναι σε καλή κατάσταση ∙ πού λεφτά για καινούργιο με την ακρίβεια που μας δέρνει! Ανακαλύπτω και τα κουτιά με τις μπάλες, τις γιρλάντες, τα αστεράκια, τα λαμπάκια και τα φορτώνω στο ασανσέρ. Τα βγάζω στο μπαλκόνι για να αεριστούν, να φρεσκαριστούν.

Οκ με τη διακόσμηση, αναλογίζομαι, τι θα χαρίσω όμως στα παιδιά; Δευτέρα Γυμνασίου η μεγάλη, τετάρτη Δημοτικού ο μικρός. Μεγαλώνουν, μαζί και οι ανάγκες τους. Χρήματα θα θέλει η εγγονή μου, για το summer course στο Λονδίνο. Το αντράκι μου όμως; Έχει κουμπαρά για να πάρει τάμπλετ. Αν τους δώσω λεφτά, θα χαρούν; Θα χάσω και την απόλαυση να δω τα προσωπάκια τους να αναψοκοκκινίζουν σκίζοντας το περιτύλιγμα του δώρου. Πάνε αυτά, περσινά ξινά σταφύλια! Συγκεντρώσου, κυρία μου, μονολογώ. Μήπως να ρωτήσω τη μαμά τους;

Οι μέρες κυλάνε σαν την άμμο από τις φούχτες. Κυριακή κοντή γιορτή και μετά τα φιλιά, τις αγκαλιές πιάνουμε δουλειά. Η τηλεόραση, τα κινητά κλείνουν. Το σπίτι ζωντανεύει. Φωνές, γέλια, τρεχαλητά.

Μια ώρα μετά… Το δέντρο στέκει αγέρωχο, χρωματιστό, χρυσοστολισμένο. Μας κοιτάζει με παράπονο, θαρρείς. Κάτι μου λείπει, φωνάζει λυπημένο.

«Ουπς, ξεχάσαμε τα λαμπάκια».

«Μα, πού είναι; Δεν τα βλέπουμε πουθενά. Σίγουρα τα έφερες, γιαγιά;»

Μια αναστάτωση, ένας μικρός χαμός, νεύρα, ανακατωσούρα μέχρι που…

« Τα βρήκα! Βρε, αόμματε, εδώ ήταν μέσα στη σακούλα με τη φάτνη», περηφανεύεται η κοριτσάρα μου. Διασκεδάζω που πειράζει τον αδερφό της, ενώ εκείνος μουτρώνει.

Αργότερα, σβήνω τα φωτιστικά. Χάρμα οφθαλμών το θέαμα! Τα αναμμένα λαμπιόνια σαν λιλιπούτειοι φανταστικοί μάγοι έχουν μεταμορφώσει τον χώρο. Φεγγοβολούν, λαμπρύνουν οροφή, τοίχους, έπιπλα, ανθρώπινες φιγούρες, θρυμματίζουν το σκότος, την κακία.

«Μπράβο, αγάπες μου, σπουδαία δουλειά! Φέρατε τα Χριστούγεννα στην καρδιά μου είκοσι μέρες νωρίτερα. Πάμε να φτιάξουμε και μελομακάρονα να μοσχοβολίσει ο τόπος κανέλλα και γαρύφαλλο;»

«Εγώ μόνο κουραμπιέδες τρώω...», παραπονιέται ο Ζαχαρούλης μου.

«Ναι, για να γεμίσεις τον τόπο άχνη…», τον αποπαίρνει η Μελένια μου.

Τα μεσάνυχτα, στο βραδινό δελτίο ειδήσεων παρά τις πλημμύρες, τις αγροτικές κινητοποιήσεις, την παραβατικότητα, χαμογελάω. Η ευτυχία μου ξεχειλίζει. Οι μικρές χαρές της ζωής, οι γιορτινές, οι στιγμές που μοιράζομαι με τα εγγόνια μου, τα ξωτικά μου, είναι ξεχωριστές, ανεκτίμητες. Εξευμενίζουν ακόμα και τα άσχημα της «αγαπημένης» τηλεόρασης.



Διήγημα 15


Ανήμερα Χριστουγέννων


Μύρισε το σπίτι γιορτές και φέτος. Πορτοκάλι, βούτυρο, κανέλα και γαρύφαλλο... παιχνιδίζουν ευχάριστα με την όσφρησή μου. Με κάνουν να νιώθω και πάλι παιδί.


Το δέντρο στέκει αγέρωχο, στολίζοντας το μεγάλο μας σαλόνι. Φορτωμένο με πολύχρωμες μπάλες, όπου σε κάθε μία ξεχωριστά καθρεφτίζεται η συγκίνησή μου, καθώς τα λαμπάκια του χορεύουν σε έναν γμώριμο χριστουγεννιάτικο σκοπό.


Το τζάκι καίει τα ξύλα από νωρίς και η φλόγα τους φωτίζει, μα συνάμα σφίγγει την ψυχή μου. Και τι δε θα 'δινα για να ήσουν απόψε εδώ... Κοντά μου, μαζί μου, δίπλα μου... Με ένα σου χαμόγελο και μόνο να έδιωχνες κάθε θλίψη... Κουράγιο να 'παιρνα από το λαμπερό σου βλέμμα για να πάρω την απόφαση να σηκωθώ και να ντυθώ κατάλληλα με την περίσταση, όπως το επιβάλει η βραδιά.

Κοιτάζω το τραπέζι που ετοίμασα... Πλούσιο, πολύχρωμο, άκρως γιορτινό. Σαν αυτά που βλέπαμε μαζί και σχολιάζαμε στις αμερικάνικες ταινίες, γεμάτο γλυκά και δελεαστικά εδέσματα, συνοδευόμενα από άφθονο καλό κρασί.


Φίλοι και συγγενείς θα μαζευτούν και φέτος για να γιορτάσουμε όλοι μαζί τη γέννησή Του. Θα ανταλλάξουμε δώρα και ευχές κι όλα θα μοιάζουν ζεστά, ξεχωριστά, υπέροχα. Θα μοιάζουν. Όμως δε θα 'ναι. Γιατί θα λείπεις. Πάλι θα λείπεις. Η απουσία σου θα δίνει μια γλυκιά θαλπωρή στη γιορτινή ατμόσφαιρα, μα εγώ μέσα μου θα εξακολουθώ να αισθάνομαι παγωμένη...


Πολλές όμορφες αναμνήσεις θα πλανώνται στον χώρο, και αυτές θα προσπαθήσω να κρατήσω, για να σε νιώθω ζωντανό κοντά μου.


Αχ, αν με είχες τότε ακούσει...


Ευχομαι να είσαι ευτυχισμένος εκεί ψηλά... Τίποτα λιγότερο απ' τον Παράδεισο δε σου ταιριάζει, κι ας βασανίζομαι στην κόλαση που ζω εγώ...




Διήγημα 16


Αρκεί ένα ευχαριστώ


Από καιρό προγραμμάτιζε αυτό το ταξίδι. Δούλευε αρκετές ώρες καθημερινά για να εξασφαλίσει τα χρήματα που θα της επέτρεπαν όχι μόνο να καλύψει τις υποχρεώσεις της αλλά και ν’ αφήσει στην άκρη προκειμένου να πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι που από μικρή τόσο πολύ λαχταρούσε. Μπορεί να κουράστηκε, να θυσίασε στο βωμό του συγκεκριμένου ονείρου πολλές άλλες μικροχαρές κι απολαύσεις, αλλά στο τέλος τα κατάφερε. Ο τραπεζικός της λογαριασμός φιλοξενούσε αρκετά ευρώ κ εκείνη οργάνωνε με κάθε λεπτομέρεια το ταξίδι της.

Ως κατάλληλη ημερομηνία θεωρήθηκε η περίοδος των Χριστουγέννων αφού οι περισσότερες χώρες του κόσμου φορούν τότε τα γιορτινά τους, για να υποδεχτούν εκείνη την όμορφη μέρα του χρόνου. Τη μέρα που γεννήθηκε η ελπίδα και η χαρά. Φάνταζε τον εαυτό της να σεργιανίζει στη γιορτινή φημισμένη πόλη της Ιταλίας. Μόνο με τη σκέψη ένιωθε τόσο χαρούμενη .Άρχισε να επισκέπτεται τουριστικά πρακτορεία ,να συγκεντρώνει προσφορές κ να αγοράζει τα απαραίτητα πράγματα για το ταξίδι της.

Πάνω στον πυρετό των προετοιμασιών για το ταξίδι κ τον έντονο ρυθμό της καθημερινότητας είχε ξεχάσει πως είχε μέρες ν’ επικοινωνήσει με την κολλητή της φίλη την οποία θεωρούσε αδερφή της. Από τη βρεφική τους ηλικία ήταν αχώριστες αφού τύχαινε κ οι μανάδες τους να κάνουν αδερφική παρέα. Όταν συνειδητοποίησε πως είχε μέρες να μιλήσει με την αλεπουδίτσα της όπως χαϊδευτικά την αποκαλούσε σήκωσε έντρομη τ’ ακουστικό σχηματίζοντας τον αριθμό της.

Ένιωθε έναν κόμπο να την πνίγει στο λαιμό κι ένα κακό προαίσθημα να της βαραίνει την ψυχή. Η νεκρή γραμμή του τηλεφώνου., επιβεβαίωνε την αρχική της υποψία. Η προσπάθεια της επικοινωνίας απέτυχε. Για να ηρεμήσει σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στην κυρία Νίτσα στη μητέρα της φίλης της, Το γεγονός ότι η κλήση βρήκε άμεση ανταπόκριση προσωρινά την ανακούφισε, αλλά τα λόγια που άκουσε στριφογύριζαν ανάκατα στο κεφάλι της:

-Η κόρη μου διαγνώστηκε μ’ εκείνον που ούτε τ’ ονομά του δεν τολμώ να πω. Πρέπει να φύγει άμεσα στο εξωτερικό. Εκεί οι πιθανότητες για τη ζωή της είναι αρκετές. Ποιος όμως θα πάει μαζί της ;Εγώ κι αυτή μείναμε μονάχες. Ποιος θα συνοδεύσει το παιδί μου; Εγώ με την αναπηρία μου; Ποιος; Πρέπει το παιδίι μου ν’ αρπάξει την ευκαιρία που της δίνει η ζωή κ να ζήσει. Θα αγνοήσω τις συμβουλές των γιατρών κ θα πάω μαζί της.

-Θα βρεθεί η λύση μη μου στενοχωριέσαι άκουσε τη φωνή της να λέει ενώ η απόφασή της είχε παρθεί ήδη. Θα πήγαινε εκείνη με την αλεπουδίτσα της. Θα θυσίαζε το όνειρο του ταξιδιού της για την υγεία της φίλης της, Ας γινόταν εκείνη καλά κα θα πραγματοποιούσαν παρέα εκείνο το ταξίδι.

Χωρίς δεύτερη σκέψη το ανακοίνωση στη πονεμένη μάνα η οποία δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Ένα ευχαριστώ ακούστηκε ψιθυριστά το οποίο έδινε δύναμη για την πραγματοποίηση του ταξιδιού για τη ζωή της φίλης της. Γιατί ένα τόσο δα ευχαριστώ αρκεί…




Διήγημα 17


Η πίστη στο αδύνατο 


«Ήταν πολύ κουρασμένη. Από το πρωί είχε κάνει ένα σωρό δουλειές: πήγε για ψώνια, μαγείρεψε, έβαλε σκούπα -ευτυχώς όλες τις υπόλοιπες δουλειές του σπιτιού τις είχε κάνει ο άντρας της-, πέρασε μια βόλτα από το σπίτι της μητέρας της και τώρα περπατούσε στους δρόμους του στολισμένου Λονδίνου με ένα ψήγμα χαράς για το Χριστουγεννιάτικο πνεύμα γύρω της. Ένα πνεύμα που την είχε εγκαταλείψει εδώ και καιρό, από τότε που η μικρή της κόρη, η πριγκιπισσούλα της, εισήχθη εσπευσμένα στο νοσοκομείο λόγω της αδύναμης καρδιάς της. Δύο χρόνια από την διάγνωση, δύο χρόνια ενός ατελείωτου αγώνα με φάρμακα, πειραματικές θεραπείες και μπόλικη προσευχή, όμως το θαύμα της μεταμόσχευσης δεν ερχόταν. Το κοριτσάκι της μαράζωνε στο νοσοκομείο τις τελευταίες εβδομάδες και η ίδια με τον σύζυγό της ήταν στο πλευρό της, να προσπαθούν να παραμείνουν ψύχραιμοι για χάρη του παιδιού τους. 


Μια λάμψη τής τράβηξε την προσοχή και σταμάτησε αμέσως μπροστά σε μια τεράστια βιτρίνα με πανέμορφα χριστουγεννιάτικα στολίδια πάνω σε μια πελώρια άμαξα-κολοκύθα. Δίπλα από την άμαξα ήταν η Σταχτοπούτα, που καλούσε τον κόσμο να την κοιτάξει με το πριγκιπικό της φόρεμα, τα καλοφτιαγμένα της μαλλιά και το λαμπερό της χαμόγελο. Κρατούσε από το χέρι μια άλλη κούκλα, πιο μικρή, ένα κοριτσάκι με μακριά ξανθά μαλλιά και ευγενικό χαμόγελο. Το κορίτσι φορούσε ένα μικρό μπλέ φορεματάκι, με γκλίτερ σε όλο του το μήκος και μανίκια φουσκωτά, αυτά μιας σωστής πριγκίπισσας, μοιάζοντας ολοένα και περισσότερο στην μητέρα της. 


Πλησίασε το τζαμί και μια τρελή σκέψη τής ήρθε στο μυαλό: Όταν η μικρή της φορέσει αυτό το φόρεμα, θα γίνει το θαύμα. Ξαφνικά ήταν σίγουρη για κάτι που δεν έβγαζε κανένα νόημα, δεν είχε καμία βάση και καμιά απολύτως λογική. Δεν ήξερε γιατί, αλλά τα βήματα της την οδήγησαν στο εσωτερικό του καταστήματος και στην αγορά του μικρού αυτού φορέματος που θα έφερνε την ευτυχία στις ζωές τους. Αποφασισμένη για το θαύμα, ξέχασε την κούραση της, άφησε στην άκρη όποιες δουλειές είχε να κάνει και βρέθηκε και πάλι στο νοσοκομείο, δίπλα στην κόρη της. Αγαλλίασε η καρδιά της όταν είδε το χαμόγελο στα χείλη της μικρής της, τον ενθουσιασμό στα μάτια της και την χαρά στην ψυχή της τη στιγμή που την βοηθούσε να φορέσει το φορεματάκι. Από εκείνη την ώρα, δεν σταμάτησε να κοιτάζει την πόρτα και το κινητό της για το νέο που θα τους άλλαζε την μοίρα. Ήταν σίγουρη ότι ανά πάσα στιγμή θα μάθαινε τα ευχάριστα. 


Η ώρα όμως περνούσε και κανένας δεν την ενημέρωνε, κανένας δεν έμπαινε στο δωμάτιο με κάποια καλή είδηση, κανείς δεν της τηλεφωνούσε με το νέο της μεταμόσχευσης. Ήταν τρελή και φαντασμένη, τώρα το έβλεπε. Δεν μπορούσε ένα απλό φόρεμα και μια ευχή που είχε κάνει στο Χριστουγεννιάτικο πνεύμα να της έφερναν αυτό που ήθελε περισσότερο στον κόσμο. Αυτά τα πράγματα δεν συνέβαιναν στην πραγματικότητα, όσο και αν το ήλπιζε. 


Είχε πλέον βραδιάσει, η κόρη της κοιμόταν και εκείνη βγήκε στον διάδρομο να περπατήσει, να αδειάσει το μυαλό της από τις κουταμάρες που σκεφτόταν και να κανονίσει τις δουλειές που είχε αφήσει από το μεσημέρι. Ο άντρας της μόλις είχε φανεί και εκείνος από την γωνία και την έβαλε στην αγκαλιά του. Κάθισαν για λίγο στην σιωπή και ύστερα κοίταξαν έξω τον έναστρο ουρανό. Τότε ήταν που το είδε• ένα αστέρι που όμοιο του δεν είχε ξανά δει. Ήταν μεγάλο και φωτεινό και σαν να τρεμόπαιζε μέσα στο σκοτάδι. Την ίδια στιγμή, κάπου εκεί κοντά, νοητά κάτω από το αστέρι, ένα δέντρο άναψε τα φώτα του, που λαμπύρισαν σαν διαμάντια μέσα στην νύχτα. Δεν ήξερε γιατί, αλλά η συνειδητοποίηση ότι ακόμα πίστευε στα θαύματα την διέλυσε και δύο δάκρυα έπεσαν από τα μάτια της. Τα έκλεισε και ευχήθηκε με όλο της το είναι να πάνε όλα καλά.


Λίγη ώρα αργότερα, τη στιγμή που το αστέρι έπαιρνε την καθοδική του πορεία προς το άγνωστο, χτύπησε το κινητό της. Είχε βρεθεί συμβατός δότης και η μικρή τους ήταν η επόμενη στην λίστα. Η ζωή τους είχε αλλάξει μέσα σε μια στιγμή, μέσα από μια ευχή, μέσα από την πεποίθηση ότι όλα είναι δυνατά, αρκεί να το πιστεύεις…»


Σχόλια


bottom of page