Η μυρωδιά της γης που ήταν ποτισμένη από την πρωινή καταχνιά, την έβγαλε από τον βαθύ της ύπνο. Μπορούσε να δει το πρώτο φως της μέρας να σκάει δειλά και το σκοτάδι να χάνεται για τα καλά, μέχρι να επιστρέψει. Ήταν η αγαπημένη της ώρα μέσα στη μέρα, γι’ αυτό δεν την πείραζε που δε θα χουζούρευε λιγάκι ακόμα στο κρεβάτι. Κατέβηκε από το κρεβάτι της και βγήκε από το μικροσκοπικό της δωμάτιο, πατώντας στις μύτες των ποδιών της. Η μητέρα της κοιμόταν στο χώρο δίπλα στην κουζίνα, μαζί με το σύντροφό της, αγκαλιά όπως πάντα. Η Φρέγια πλησίασε κι έριξε μια ματιά στα ευτυχισμένα τους πρόσωπα πριν βγει από το σπίτι για να απολαύσει το πρωινό.
Χαχάνισε χαρούμενα μόλις πάτησε στο νοτισμένο από την υγρασία χώμα. Τα πόδια της θα γέμιζαν λάσπη αλλά δεν την ένοιαξε, φτάνει να προλάβαινε να δει τον ήλιο να βγαίνει πίσω από το βουνό. Έτρεξε μέσα στο δάσος τρομάζοντας τα μικρά ζώα που είχαν βγει για να βρουν τροφή, κι έφτασε στο αγαπημένο της σημείο, έναν λόφο που κοιτούσε προς την ανατολή και το χωριό στο οποίο έμεναν.
Ήταν το τρίτο χωριό στην περιοχή του Μπάλεμαρ, που είχαν επισκεφτεί πριν τρία χρόνια με τη μητέρα της, με την ελπίδα πως θα έβρισκαν έναν τόπο να αποκαλούν σπίτι τους. Το Σόμερτερ δεν τους γέμισε το μάτι στην αρχή αλλά αποδείχτηκε πως ήταν από τα λίγα μέρη στο Μπάλεμαρ όπου οι δεισιδαιμονίες περί μαγείας ήταν ανύπαρκτες και όπου η δύναμη της εκκλησίας δεν είχε απλώσει το χέρι της. Τουλάχιστον όχι ακόμα... της άρεσε το Σόμερτερ και αγαπούσε τον Τζούντ, τον μεγαλόσωμο κυνηγό που τις είχε σώσει και τις πήρε υπό την προστασία του. Ο καλοσυνάτος Τζούντ με τα έντονα πράσινα μάτια και τα μούσια που κάλυπταν το πρόσωπό του, μπορεί να τρόμαζε ακόμα κι αρκούδα, αλλά εκείνη δεν την τρόμαξε ποτέ. Μόλις τον αντίκρισε, τον αγάπησε.
Η Φρέγια και η μητέρα της, η Ούνα, ήταν κυνηγημένες εδώ και χρόνια, από τη γέννηση της Φρέγια κιόλας, γιατί είχαν κατηγορηθεί και οι δύο για μαγεία. Ήταν εντελώς τρελό το γεγονός πως ένα μωρό δύο ημερών κυνηγήθηκε ανελέητα γιατί επέζησε στη γέννα, μαζί με τη μητέρα της που θα έπρεπε να είχε πεθάνει από επιπλοκές, αλλά αυτή ήταν η ζωή της και μερικές φορές πίστευε πως δεν είχε ίχνος λογικής. Η αλήθεια ήταν πως κανείς δεν ήξερε πως να εξηγήσει το ότι η αιμορραγία της Ούνα δεν τη σκότωσε και πως το μωρό γεννήθηκε απόλυτα φυσιολογικό, παρότι η γυναίκα είχε μια άσχημη πτώση που κανονικά θα έπρεπε να το είχε σκοτώσει στην κοιλιά της κιόλας, ή να το είχε αφήσει με κάποιο κουσούρι. Μαγεία, φώναξαν κάποιοι γιατί η Ούνα γνώριζε τις ευεργετικές ιδιότητες των φυτών και μπόρεσε να σώσει τον εαυτό της. Θαύμα από τον Θεό, έλεγαν άλλοι, αλλά οι δεισιδαιμονίες κέρδισαν την πίστη και η δίψα για αίμα ανάγκασε την Ούνα να το σκάσει πριν καλά-καλά μπορέσει να σταθεί στα πόδια της.
Σταματούσε με το μωρό της από χωριό σε χωριό για χρόνια μα κατέληγε και πάλι κυνηγημένη ώσπου πριν τρία χρόνια, όταν η Φρέγια ήταν εφτά χρονών, έγινε ένα θαύμα που τους έσωσε τη ζωή. Περπατούσαν στο δάσος με τα λιγοστά τους πράγματα στους ώμους όταν άκουσαν άλογα να πλησιάζουν. Κατάλαβαν με μιας πως ήταν εκείνοι που τις έψαχναν αλλά αυτή τη φορά δεν είχαν που να κρυφτούν αφού το μέρος ήταν ανοιχτό. Μόνο αν σκαρφάλωναν πάνω σε κάποιο δέντρο θα τη γλίτωναν, όμως δε χρειάστηκε. Ένας άντρας που βγήκε πίσω από τα ψηλά δέντρα κρατώντας ένα τόξο στο χέρι κι ένα τσεκούρι που κρεμόταν από το ζωνάρι του. Τις είδε να ψάχνουν καταφύγιο κι αναρωτήθηκε αν θα έπρεπε να συνεχίσει το δρόμο του, μα όταν η ματιά του συναντήθηκε με αυτή της Φρέγια, ένιωσε σαν να μπήκε στη θέση του ένα κομμάτι της καρδιάς του που έλειπε. Τις έσωσε και δεν το μετάνιωσε στιγμή. Ήταν μακριά από το χωριό του μα δεν σκέφτηκε στιγμή να τις εγκαταλείψει και δεν ρώτησε γιατί κρυβόντουσαν.
Ένας λόγος υπήρχε.
Η εκκλησία τις είχε επικηρύξει.
Η Ούνα δεν άργησε να ερωτευτεί τον καλοσυνάτο άντρα που την κοιτούσε πάντοτε με θαυμασμό, αλλά και το Σόμερτερ, το μέρους όπου κανείς δεν νοιαζόταν αν ήταν μάγισσα ή όχι- εξάλλου, αυτά ήταν χαζομάρες, μαγεία δεν υπήρχε πουθενά παρά μόνο στη φύση, έλεγαν συνέχεια. Την αγκάλιασαν όλοι, όπως και την κόρη της, και πήγαιναν σε αυτή όταν ήθελαν βοήθεια με πληγές που δεν έκλειναν αλλά και με συνταγές για φαγητά, γιατί η Ούνα ήταν εξαιρετική μαγείρισσα. Σύντομα άρχισε να κερδίζει χρήματα από τις υπηρεσίες της έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού της πως μπορεί να χρειαζόταν να φύγει από εκεί, κάποτε, μα μετά από ένα χρόνο καθησυχάστηκε γιατί η πραγματικότητα ήταν μια. Δίπλα στον Τζούντ και στο Σόμερτερ, ήταν γραφτό να πεθάνει.
Η Φρέγια πήρε τόση αγάπη όση δεν είχε πάρει στα εφτά χρόνια που ήταν ζωντανή και τρία χρόνια αργότερα, ήταν ένα γελαστό κορίτσι που ήξερε πως είναι να αγαπάς και να αγαπιέσαι. Ήταν δεμένη με τη φύση. Την αγαπούσε και την εμπιστευόταν όσο κανέναν άλλον. Μύριζε τον αέρα και ήξερε πότε θα έβρεχε, ακουμπούσε το έδαφος κι ένιωθε τους παλμούς της καρδιάς της, γευόταν τους καρπούς της και σεβόταν τα ζώα με τα οποία τη μοιραζόταν. Χανόταν με τις ώρες στο δάσος, τρομοκρατώντας τον Τζούντ που φοβόταν μη τη χάσει, αλλά η Ούνα τον καθησύχαζε με ένα φιλί λέγοντάς του πως η κόρη της, όταν βρισκόταν στο δάσος, στην πραγματικότητα βρισκόταν σπίτι της. Την πίστευε. Το έβλεπε, άλλωστε κι ο ίδιος, πως η Φρέγια και η φύση ήταν άρρηκτα συνδεμένες.
Έκλεισε τα μάτια της κι άφησε το αεράκι να χαϊδέψει το λευκό πρόσωπό της. Στάθηκε έτσι για ώρα ώσπου οι πρώτες ακτίνες του ήλιο την άγγιξαν απαλά, σαν το χάδι της μάνας της. Γέλασε χαρούμενη κι αφού ρούφηξε την ομορφιά μπροστά της, κίνησε για το σπίτι της. Ο Τζούντ θα είχε φύγει ήδη για να κυνηγήσει κι εκείνη θα έπρεπε να βοηθήσει τη μητέρα της να φτιάξει ψωμιά, αλλά και να γιατρέψει πληγές. Εκείνη ήταν το σχολείο της. Στον ελεύθερο χρόνο τους της μάθαινε να γράφει και να διαβάζει, αλλά και μοιραζόταν μαζί της συμβουλές για τα πάντα. Ήταν παντογνώστης, η μητέρα της, και θα της έμοιαζε όταν μεγάλωνε. Το είχε βάλει στόχο!
Κατέβηκε προς το χωριό παρατηρώντας πως τα πόδια της χώνονταν μέσα στη λάσπη λες και ήταν το πιο συναρπαστικό πράγμα που είχε δει ποτέ της. Ξαφνιάστηκε όταν άκουσε οχλαγωγία και είδε ζώα του δάσους, αλλά και άλογα από το χωριό, να τρέχουν προς την αντίθετη κατεύθυνση απ’ όπου ερχόταν. Αμέσως την κατέβαλε ένα κακό προαίσθημα και χωρίς να το σκεφτεί, άρχισε να τρέχει προς το Σόμερτερ, με την ανάσα της κομμένη από το φόβο. Από απόσταση κιόλας μπορούσε να δει τον καπνό που είχε σηκωθεί από κτίρια που καίγονταν, ενώ η μυρωδιά του αίματος ήταν έντονη και της έφερε αναγούλα.
Μόλις πέρασε την πύλη του χωριού ήρθε αντιμέτωπη με τη φρίκη. Είδε ανθρώπους διαμελισμένους, πεσμένους στο έδαφος. Οι περισσότεροι ήταν νεκροί αλλά κάποιοι σπαρταρούσαν από τον πόνο και ζητούσαν βοήθεια, λίγο πριν τους πάρει ο θάνατος. Είδε άντρες κρεμασμένους και άκουσε γυναίκες να ουρλιάζουν αναζητώντας βοήθεια. Τόλμησε να κοιτάξει μέσα σε ένα γειτονικό σπίτι και είδε έναν άντρα να βιάζει την κόρη της γειτόνισσας. Εκείνης της είχαν κόψει το λαιμό και κρίνοντας από τον πόνο στα μάτια της κοπέλας, θα προτιμούσε κι εκείνη να είχε την ίδια μοίρα με τη μητέρα της.
Κρύφτηκε πριν την πάρει είδηση ο άντρας και δάγκωσε το χέρι της για να μη φωνάξει. Έπρεπε να βρει τη μητέρα της. Το σπίτι τους ήταν μερικά μέτρα πιο κάτω και απ’ έξω στεκόταν ένας ξένος, με το χέρι του στο σπαθί που κρεμόταν από το ζωνάρι του. Φυλούσε την είσοδο αλλά η Φρέγια ήξερε κι άλλον τρόπο να μπει στο σπίτι. Με ελαφρύ βήμα και προσεκτικές κινήσεις, βρέθηκε στο πίσω μέρος του σπιτιού και την καταπακτή που οδηγούσε στο κελάρι. Μπήκε μέσα και κατέβηκε προσεκτικά στο σκοτάδι που ήταν φίλος της, εκείνη τη στιγμή. Μόλις βρήκε τη σκάλα που οδηγούσε στην κουζίνα, ανέβηκε τα σκαλιά αργά, με το βήμα της βαρύ για πρώτη φορά και τα γόνατά της κομμένα από το φόβο. Άνοιξε προσεκτικά την πόρτα και κοίταξε στην κουζίνα μέσα. Είδε έναν άντρα να βγαίνει από το δωμάτιο όπου ήταν το κρεβάτι της, και να κουμπώνει το παντελόνι του, ενώ έφτυνε αηδιασμένος στο πάτωμα. Ήταν ο πιο άσχημος άντρας που είχε δει ποτέ στη ζωή της, με το πρόσωπό του αυλακωμένο από την κακία, τα μάτια του βυθισμένα στις κόγχες τους και τα μαύρα, μακριά μαλλιά του, λαδωμένα. Φορούσε δερμάτινα ρούχα και στο πουκάμισό του είχε κεντημένο ένα μεγάλο σταυρό.
Ο Χοκ. Τον ήξερε... είχε ακούσει ιστορίες για εκείνον που την ανατρίχιαζαν και τον αναγνώρισε ως τον άντρα που τους κυνηγούσε γιατί θυμόταν τις περιγραφές της μητέρας της. Της τον είχε περιγράψει τόσο ζωντανά όσο τον έβλεπε εκείνη τη στιγμή μπροστά της. Άρχισε να τρέμει... τρία χρόνια κατάφερε να κρατήσει η ευτυχία τους... το έλεγε η Ούνα πως τίποτα δεν κρατούσε για πάντα κι είχε δίκιο. Που ήταν η μητέρα της; Τι της είχε κάνει το κάθαρμα; Έκλεισε την πόρτα απαλά για να βεβαιωθεί πως ο Χοκ δε θα την έβλεπε, και έκλεισε το στόμα της με τα δυο της χέρια, για να μην ακουστούν οι λυγμοί της. Περίμενε για ώρα για να βεβαιωθεί πως μπορούσε να βγει από εκεί, κρυμμένη στο σκοτάδι, που ξαφνικά αγαπούσε τόσο πολύ. Δεν τολμούσε να κουνηθεί ενώ το μυαλό της άδειαζε λεπτό με το λεπτό, και η λογική έκανε περίπατο.
Άκουσε ποδοβολητά στο σπίτι και μαζεύτηκε σε μια γωνιά, φοβισμένη. Η φωνή του Τζούντ έφερε εκείνη την πολυπόθητη ασφάλεια που της χάριζε πάντα. Ανέβηκε πάλι τη σκάλα κι αυτή τη φορά άνοιξε την πόρτα χωρίς δισταγμό, μα η κραυγή του και ο λυγμός του ενώ έλεγε το όνομα της Ούνα, την πάγωσαν. Το ήξερε εξαρχής πως η μητέρα της ήταν νεκρή, μα δεν ήθελε να το παραδεχτεί, ίσως γιατί πίστευε πως μπορούσε να συμβεί ένα ακόμα θαύμα σαν εκείνο όταν γεννήθηκε. Προχώρησε προς το δωμάτιό της και το πρώτο πράγμα που είδε ήταν τον Τζούντ γονατισμένο μπροστά από το κρεβάτι όπου περνούσε τα βράδια της. Σήκωσε το βλέμμα της και η εικόνα που αντίκρισε, ήταν μια που θα τη στοίχειωνε όλη της τη ζωή. Η μητέρα της ήταν ξαπλωμένη, ολόγυμνη, στο κρεβάτι. Η στάση της, με τα χέρια ορθάνοιχτα και τον έναν αστράγαλο πάνω στον άλλον, θύμιζε έντονα τον Εσταυρωμένο. Τα μακριά, κόκκινα μαλλιά της, ήταν απλωμένα πάνω στο μαξιλάρι. Ένας σταυρός ήταν χαραγμένος πάνω στο στομάχι της, ενώ ένα στιλέτο ήταν καρφωμένο στην κοιλιά της. Στα μάτια της, που δεν είχαν ίχνος ζωής, καθρεφτιζόταν ο τρόμος που είχε ζήσει.
«Γιατί;»
Δεν κατάλαβε καν πως έκανε αυτή την ερώτηση. Η φωνή της χάθηκε μέσα στα αναφιλητά του Τζούντ. Μόλις την ένιωσε, τινάχτηκε όρθιος και στάθηκε μπροστά της σα να ήθελε να βεβαιωθεί πως δε θα ξανάβλεπε την εικόνα της μάνας της. Την πήρε αγκαλιά και την έβγαλε με το ζόρι έξω από το σπίτι, σε ένα χωριό που πλέον θύμιζε σφαγείο αντί για το μέρος που λάτρεψε.
«Γιατί;» ούρλιαξε, και μαζί της ούρλιαξαν οι λύκοι που είχαν μαζευτεί τριγύρω.
Ο Τζούντ δεν είχε απαντήσεις να της δώσει. Κοιτούσε γύρω του σα χαμένος. Τόσες ψυχές χάθηκαν μέσα σε λίγες στιγμές κι όσοι επέζησαν, δεν είχαν ζωή πια. Μάζεψαν τα πράγματά τους, μάζεψαν τους νεκρούς τους στη μέση του χωριού και αφού τους έκαψαν, ανέβηκαν στα άλογά τους κι έφυγαν.
«Που θα πάμε;» ζήτησε να μάθει, η Φρέγια, που είχε χαθεί μέσα στην αγκαλιά του μοναδικού πατέρα που είχε γνωρίσει.
«Στο μόνο μέρος που μπορούμε να αποκαλούμε σπίτι, πια», απάντησε, χαμηλόφωνα, με τη θλίψη να χρωματίζει τον τόνο του καθώς οδηγούσε το άλογό του προς το δάσος...
Comments