Μια βροχερή μέρα: μικροδιηγήματα
- Nektaria Markakis
- 18 Σεπ
- διαβάστηκε 24 λεπτά

Η αποστολή ηταν απλή: ζήτησα απο συγγραφείς κι όχι μόνο, να γράψουν μια (ή πολλές) ιστορία με θέμα: μια βροχερή μέρα. Το όριο των λέξεων ηταν οι 300, άλλοι τις ξεπέρασαν κατά λιγο, άλλοι δεν τις έφτασαν καθόλου αλλά το αποτέλεσμα όπως και να έχει βγήκε καταπληκτικό!
20+ 2(δικά μου) κείμενα μαζεύτηκαν και σας τα παραδίδω για να τα διαβάσετε!
Μην ξεχάσετε να γράψετε στα σχόλια την αγαπημένη σας ιστορία!

Κείμενο 1
Κατερίνα Κ
Μια βροχερή μέρα, αποφάσισα να μην πάω για δουλειά και να αυτοκτονήσω.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι με βαριά βήματα, έφτιαξα καφέ στο μπρίκι και κοιτούσα τις φουσκάλες με απάθεια. Αναστέναξα και έφαγα ένα χειροποίητο μπισκοτάκι που είχε φτιάξει η αρραβωνιαστικιά μου. Είχαμε να βρεθούμε τρείς εβδομάδες και σήμερα θα ερχόταν να με δει. Ήθελα να της πω να χωρίσουμε. Το στομάχι μου σφιγγόταν. Ήμουν πολύ αγχωμένος. Ένα ποτήρι λευκό κρασί ίσως να βοηθούσε στην βραδινή μας συζήτηση… αλλά που το είχα αφήσει; Στα μάτια της κουζίνας, στεκόταν αγέρωχος ο γάτος μου και έπαιζε με το μπουκάλι. Εννοείται πως το έριξε κάτω. Ευτυχώς δεν έσπασε. Τον μάλωσα και αυτός, άρχισε να κάνει γουρ-γουρ. Έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα σε αυτόν τον θεραπευτικό ήχο. Το θυροτηλέφωνο χτύπησε, μια, δύο, τρείς φορές. Δεν απάντησα. Δεν ήθελα να χάσω αυτή την μαγική στιγμή με τον Πητ. Ήταν ότι μου είχε απομείνει από τον Παράδεισο. Όποιος και αν χτύπαγε το θυροτηλέφωνο, είδε πως δεν απαντούσα και με κάλεσε στο σταθερό. Κούριερ, σκέφτηκα. Η Τζίνα μου έστειλε μήνυμα. Δεν μπορούσε να έρθει. Κάτι σοβαρό συνέβη στον κολλητό της. Καλύτερα σκέφτηκα. Το σταθερό συνέχισε να χτυπάει. Όποιος και αν ήταν μπορούσε να πάει στον γέρο διάολο λοιπόν. Μαζί του και η Τζίνα με τον Στάθη, τον κολλητό. Μπήκα στο μπάνιο. Μαζί μου ήρθε ο Πητ. Με ακολουθούσε παντού. Άνοιξα το ντουλαπάκι και βρήκα τα υπνωτικά χάπια. Εικοσιοχτώ, εικοσιεννιά, τριάντα. Ήταν αρκετά για να έχω έναν ήρεμο θάνατο. Να ησυχάσω. Από τα πάντα. Από την Τζίνα. Την δουλειά. Απ’ όλα όσα με κρατούσαν στον πάτο στην θάλασσας σαν βαρίδια. Ένιωθα τόσο μόνος. Άραγε αυτή την μοναξιά ένιωθαν και τα αστέρια στον ουρανό; Το νιαουρητό του Πητ με επανάφερε στην πραγματικότητα. Και τότε το κατάλαβα. Αν…αν εγώ έφευγα τι θα γινόταν ο γάτος μου; Έπρεπε να ζήσω. Για εκείνον.
*****
Κείμενο 2
Χριστίνα Λέλη
Ο αέρας μύριζε βρεγμένο χώμα. Τη λατρευε τη μυρωδιά αυτή κι ας σήμαινε πως το καλοκαίρι που τόσο αγαπούσε έφτασε στο τέλος του. Στο πεζοδρόμιο έστρωναν χαλί τα πρώτα πεσμένα φύλλα, χρυσά και κόκκινα, σαν τα μαλλιά της.
Άνοιξε τα χέρια της και έστρεψε ψηλά το βλέμμα. Ένας ήλιος ισχνός, σχεδόν διάφανος την κοιτούσε κατάματα. Η πρώτη στάλα δεν άργησε να πέσει στο πρόσωπο της. Μια σταγόνα δροσιάς στο φλεγόμενο δέρμα της. Έκαιγαν τα μάγουλα της, έκαιγαν τα χείλη της από την εξαψη. Τα εγλειψε αργά κι η γεύση τους σκόρπισε ανατριχιλα στο δέρμα της. Έκλεισε τα μάτια και όπως η βροχή πυκνωνε, ξεκίνησε έναν αργό χορό. Στροβιλίζονταν σαν πεταλο στον άνεμο, μα έμοιαζε πιο πολύ με πεταλούδα. Έτοιμη να διεκδικήσει και να γευτεί την ελευθερία της νιότης της.
Έφερε στο νου την εικόνα του. Το χαμόγελο του καθώς την πλησίασε. Τα μάτια του που έτρεχαν από τα δικά της στα χείλη της και πίσω. Η μυρωδιά του πλημμύρισε τα ρουθούνια της, μπορούσε σχεδόν να τον νιώσει, αδέξιο, αγχωμενο, με τα χέρια να τρέμουν, ενώ έπλεκε τα δάχτυλα τους. Ένα βήμα πιο κοντά κι έπειτα άλλο μισό και μισό εκείνη. Μια ελαφριά κάμψη στη μέση του κι ένα ανασηκωμα στα δάχτυλα των ποδιών της. Κι όταν τα πρόσωπα τους πλησίασαν τόσο, ώστε οι ανάσες τους έγιναν ένα...τη φίλησε. Μαγεία! Το πρώτο της φιλί! Χιλιαδες πυροτεχνήματα που έσκασαν μέσα της και έλιωσαν την έφηβη ψυχή της σαν σοκολάτα. Πρώτη ανάσα του έρωτα, ντυμένη αθωότητα κι ένα πρωτόγνωρο σκίρτημα στα σωθικά της.
Τελικά, σκέφτηκε, αυτη ήταν μια υπέροχη μέρα! Τελικά, θα μπορούσε να αγαπήσει και το φθινόπωρο!
*****
Κειμενο 3
Μαρία Βορβή
Το άρωμα της βροχής θα ήθελα πολύ να το έχω σε μπουκάλι και να ψεκάζω σώμα και να ξυπνάει η ψυχή μου....
Κάθε φορά που βρέχει...ήσυχα όμως...χωρίς αστραπές και βροντές....νιώθω ότι ανοίγει ο ουρανός και κάθε σταγόνα που φτάνει και ποτιζει τη γη...απελευθερώνει ένα μοναδικό άρωμα...
Αυτή η ένωσή τους εκρηκτική σαν δυο σώματα που κάνουν έρωτα είναι...
Λυτρώνει, δροσίζει, ξεδιψάει...κάθε πόρος της γης γεμίζει με δώρο ζωής....νερό...σε σταγόνες....θρέφει καθετί που έχει ριζώσει....
Ναι όταν βρέχει είναι σαν να κάνουν έρωτα...ουρανός και γη...
Απόγευμα και βρέχει...ανοίγω παράθυρα να γεμίσει το σπίτι με αυτό το μοναδικό άρωμα....
Τυλίγεται σαν αύρα σε κάθε μου κύτταρο....λατρεύω αυτήν την αίσθηση ... θέλω να σταματήσει λίγο ο χρόνος σε αυτή την στιγμούλα...
Όλα τα όμορφα πράγματα είναι γύρω μας..μόνο που δεν τα προσέχουμε...
Η βροχή για παράδειγμα...σαν διαμαντάκια είναι οι σταγόνες της πάνω σε φυτά και δέντρα...πώς ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι που κοστίζει μια περιουσία κι όλας το λες όμορφο...και δεν προσέχεις πόσο όμορφη είναι η βροχή που στο κάτω κάτω δίνει ζωή.....; Αχ με τα μάτια της ψυχής μας να βλέπαμε όλα θα ήταν αλλιώς.
Δροσοσταλιδες μοναδικές να στέκουν τόσο όμορφα εύθραυστες....κι όλα αλλάζουν...ζωντανεύουν ανεξήγητα...
Φτάνει να ξέρεις να εκτιμήσεις πως τίποτα δεν είναι δεδομένο...ούτε η βροχή...
Κάθε φορά που συμβαίνει κάτι όμορφο ύψωσε τα μάτια στον ουρανό κι ευχαρίστησε τον Θεό μας για την ευλογία που μας χαρίζει....
Όταν δεν αντιμετωπίζεις κάτι σαν να είναι κάτι μοναδικό και πολύτιμο δεν ευδοκιμεί...γίνεται στερφα γη σκληρή...
Έτσι εύχομαι κρυφά πάντα ένα βροχερό απογευματάκι στολιδάκι να γενεί...Να το φορέσω στο λαιμό να μπορώ να πορευτώ σε έναν κόσμο όμορφο...
****

Κείμενο 4
Κατερίνα Μιχαλοπούλου.
Μια μουντή και συννεφιασμένη μέρα ξημέρωσε .
Οι πρώτες σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν μόλις άνοιξε τα μάτια της .
Τι όνειρο και τούτο ...
Δύο γαλάζια μάτια στοίχειωσαν ευθύς τη σκέψη της .
Και δύο λέξεις που σκαλωσαν στο υποσυνείδητο της ... "Σε χρειάζομαι .."
Σηκώθηκε για να ετοιμαστεί για τη δουλειά.
Την περίμεναν πολλές υποχρεώσεις .
Και ... εκείνο το γαλανό βλέμμα που λύγιζε πάντα την ψυχή της .
Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόταν και δακρυζε.
Όπως δακρυζε σήμερα και ο ουρανός .
Δρασκελισε την είσοδο του νοσοκομείου.
Φόρεσε την στολή της , την "ασπίδα" της και ένα χαμόγελο .
Έφτασε στον όροφο της και διέσχισε τον διάδρομο .
Έξω η βροχή αίφνης δυνάμωσε λίγο περισσότερο σαν τους χτύπους της καρδιάς της .
Στάθηκε έξω από την πόρτα .
Έπρεπε να το κάνει . Και έπειτα θα γύριζε πίσω στο καθήκον της .
Η καρδιά της άτακτα θα την εμπόδιζε να συγκεντρωθεί .
Κι είχε τόσα πολλά να διεκπεραιώσει και σήμερα...
Να μοιράσει χαμόγελο , να δώσει ελπίδα , να θεραπεύσει με φροντίδα ..
Χτύπησε και άνοιξε .
Το γαλάζιο βλέμμα στάθηκε αμέσως πάνω της .
Την περίμενε . Το ήξερε .
Ένα χαμόγελο ανάμεικτο με δάκρυα άνθισε στο πρόσωπο της .
Το ίδιο και στο δικό του .
Μια αγκαλιά ήταν αρκετή πάντα για τους δυο τους .
Κι ας μεσολαβούσε η απόσταση .
Ένα βλέμμα και μια αγκαλιά. Πάντα ..
"Λοιπόν ... ας ξεκινήσουμε. Μόνο μαζί σου νιώθω ασφαλής και έτοιμος να τα βάλω με το θεριό. Είτε νικήσω , είτε χάσω ... Πλάι μου να σε έχω ... Σε χρειάζομαι ..."
****
Κείμενο 5
Γεωργία Κρίκη
Τον κρατούσαν μέσα σε ένα αδιαπέραστο κρυστάλλινο κλουβί. Τα κεχριμπαρένια μάτια του ήταν κατακόκκινα καθώς γινόταν μάρτυρας όλων όσων έκαναν πάνω μου, για να τον κάνουν να λυγίσει. Τα ουρλιαχτά του αντικαθιστούσαν τα δικά μου και η ψυχή μου ξεσκιζόταν κάθε φορά όλο και περισσότερο. Τον εκλιπαρούσα με το βλέμμα μου να μην αποκαλυφθεί, να μη ενδώσει.
Εδώ και ώρα η βροχή έπεφτε μελαγχολικά. Κάποιοι φώναζαν κατάρες κατά του βασιλιά, άλλοι απομάκρυναν τα παιδιά τους, άλλοι μας πετούσαν τρόφιμα και λάσπες. Υπήρχαν και κάποιοι που προσπάθησαν να μας σώσουν, αλλά γρήγορα τους ακινητοποίησαν. Και όλα αυτά, γιατί ήθελαν να τον προκαλέσουν να φανερώσει την πραγματική του φύση. Να δείξουν ότι τους κυβερνά ένας Έλουρ. Ο νόθος γιος ενός από τους άρχοντες της Ελουρίντα, της χώρας που απαγορευόταν να πάνε οι θνητοί.
Κρατούσα το στόμα μου κλειστό και έκλαιγα βουβά, ακόμα και όταν ένα βέλος καρφώθηκε κοντά στη καρδιά μου, δεν έβγαλα άχνα.
Ο αγαπημένος μου με κοιτούσε έντρομος με ορθάνοιχτα μάτια. Ενώ εγώ του χαμογελούσα, με τα δάκρυά μου να ανακατεύονται με τις ψιχάλες που έπεφταν ξεπλένοντάς τα μαζί με το αίμα που έτρεχε από τις πληγές μου.
Ο βρυχηθμός του εκκωφαντικός. Χρυσαφένια γούνα αντικατέστησε το απαλό του δέρμα, ενώ τα άκρα του μετατράπηκαν σε τεράστιες πατούσες με γαμψά νύχια. Το κορμί του έπεφτε με μανία ξανά και ξανά πάνω στο τοίχο με το αίμα να έχει λερώσει το βασιλικό του τρίχωμα. Ακόμα και τα νύχια του που μπορούσαν να χαράξουν μέταλλο δεν έκαναν τη παραμικρή ζημιά.
Οι βασανιστές μου αφοπλίστηκαν και εγώ έπεσα στις λάσπες, με την αναπνοή μου να με δυσκολεύει. Με πήρε στην αγκαλιά του κλαίγοντας.
«Μια βροχερή μέρα σε συνάντησα και μια βροχερή μέρα σε αφήνω», του είπα χαϊδεύοντας το πρόσωπό του.
«Σ’ αγαπώ», ψιθύρισε φιλώντας με.
Του χαμογέλασα πριν αφήσω την τελευταία μου πνοή.
****
Κείμενο 6.
Αργυρώ Μαρκάκη.
Η Έλι θεωρούσε πως αν υπήρχε μια περιοχή η οποία είχε γεννηθεί για να ταιριάζει στο φθινόπωρο, αυτή ήταν το Τραστέβερε. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ήταν αυτό που έκανε μια τόσο ζωντανή γειτονιά να είναι ταυτόχρονα και τόσο μελαγχολική.
Ένα καλό παράδειγμα θα ήταν εκείνη η βροχερή μέρα του Οκτώβρη που την βρήκε να κάθεται στο αγαπημένο της καφέ, δίπλα στο παράθυρο που έβλεπε προς μια μικρή αλάνα, η οποία με τον χρόνο είχε μεταμορφωθεί σε μια από τις πιο φωτεινές αυλές του Τραστέβερε. Ένιωθε τυχερή που είχε ζήσει αυτή την αλλαγή τα τελευταία πέντε χρόνια που ζούσε σε αυτό το “γκέτο”, όπως το αποκαλούσε ο Εμιλιάνο.
Την τον θυμήθηκε τώρα αυτόν…
Οι σταγόνες της βροχής σχημάτιζαν μικρά υγρά διαμαντάκια πάνω στο τζάμι. Μπήκε στον πειρασμό να αγγίξει τους ατμούς στην εσωτερική πλευρά του τζαμιού αλλά η φωνή του Ντίνο την έκοψε από τις σκέψεις της.
- Καφέ;
Η Έλι τον κοίταξε με απορία. Πήγε να πει κάτι αλλά ο νεαρός σερβιτόρος την έκοψε με μια κίνηση του χεριού του.
- Άσε, ξέρω. Ο ιταλικός καφές κάνει μόνο για καύσιμα. Σοκολάτα;
Η Έλι κούνησε το κεφάλι της θετικά και άρχισε να αφουγκράζεται τον χώρο.
- Τρελή Ελληνίδα, μουρμούρισε ο νεαρός και έφυγε να φέρει την παραγγελία.
Ήπιε το γλυκό υγρό που ήταν μέσα σε μια κούπα με τα χρώματα της Ιταλίας. Σηκώθηκε αργά, φόρεσε την καμπαρντίνα της και έσκυψε να πάρει τη βαλίτσα με της. Κοίταξε τον λογαριασμό, άφησε το αντίτιμο, μαζί με ένα γενναίο πουρμπουάρ και βγήκε στο βρεγμένο οδόστρωμα. Αυτό ήταν λοιπόν. Κάπου εδώ έπρεπε να πει το μεγάλο αντίο.
Τα ροδάκια της βαλίτσας έβαλαν ένα τέλος στην ηρεμία που επικρατούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Έριξε μια τελευταία ματιά προς το παράθυρο που καθόταν μόλις πριν. Είδε τον Ντίνο να τρέχει προς την πόρτα του καφέ.
- Ελισάβετ, η βέρα σου!
- Κράτα την, Ντίνο. Πούλα την. Νομίζω ότι θα καλύψει τουλάχιστον 2-3 ενοίκια. Δώρο από τον Εμιλιάνο.
Ο νεαρός Ιταλός έμεινε εκεί να κρατάει μια βέρα από πλατίνα διακοσμημένη με μικροσκοπικά διαμαντάκια καθώς η Έλι άνοιγε το βήμα της προς μια νέα ζωή. Τη δική της.
****

Κείμενο 7
Άντρεα Αρβανιτίδου.
Σύννεφα σκέπασαν το χωριό της γιαγιάς. Ένα μικρό μέρος χτισμένο ανάμεσα στα βουνά. Η ψύχρα ήταν έντονη εκείνη την ημέρα κι ας ήταν καλοκαίρι.
Στεκόμουν στην βεράντα και θαύμαζα το καταπράσινο τοπίο του κήπου που μαζί με τον μουντό καιρό έδινε μια φθινοπωρινή αίσθηση. Ο ήχος από το ποτάμι που βρισκόταν δίπλα, με είχε κάνει να χάσω την αίσθηση του χρόνου.
Από την κατάσταση ηρεμίας με έβγαλε η φωνή της παιδικής μου φίλης. Με την Κατερίνα από μικρές κάθε καλοκαίρι ήμασταν αχώριστες.
- Άννα τι κάνεις εδώ έξω μόνη σου, βάλε κάτι πάνω σου να πάμε μια βόλτα.
- Πολύ καλή η ιδέα σου.
- Πάρε το ποδήλατο του Παππού σου και πάμε να σε φυσήξει ο αέρας.
Μέσα στην αποθήκη στο βάθοςβέστεκε ένα μπλε παλιό ποδήλατο.
- Πάω να ντυθώ. Φώναξα με χαρά.
Μετά από λίγα λεπτά πήδηξα και βρέθηκα πάνω στην άβολη σέλα.
Χαρούμενη που κατάφερα να το καβαλήσω ξεκινήσαμε για να βγούμε στον κεντρικό δρόμο. Ο αέρας ανακάτευε τα μακριά μαλλιά μου. Απολαμβάναμε την διαδρομή. Εγώ μπροστά και πίσω μου η Κατερίνα.
Ένα δευτερόλεπτο χρειάστηκε για να γίνει η ευτυχία εφιάλτης. Η βροχή είχε ξεκινήσει απειλητικά και ο δρόμος γλιστρούσε ελαφρώς.
Μια μικρή λακκούβα με νερό με έκανε να χάσω τον έλεγχο, σάστισα όταν αντιλήφθηκα ότι πίσω μου κινούταν ένα φορτηγό.
Κρύος ιδρώτας με έλουσε και σε λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκα πεσμένη στην βρεγμένη άσφαλτο κρατώντας το τιμόνι σφιχτά. Πίσω μου το φορτηγό με πλησίαζε επικίνδυνα. Χωρίς να το καταλάβω αισθάνθηκα ένα χέρι να αρπάζει εμένα και το ποδήλατο και να με πετάει στην άκρη του δρόμου.
- Άννα είσαι καλά;
Είχα ασπρίσει από το κακό μου.Είχα κουλουριαστεί στην άκρη του δρόμου και δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Κοιτούσα σαν χαμένη το φορτηγό να χάνεται στην στροφή.
- Άννα μίλησε μου.
Με δάκρυα στα μάτια την αγκάλιασα όσο πιο σφιχτά μπορούσα και άρχισα να κλαίω με λυγμούς.
- Φιλενάδα μου έσωσες την ζωή.
- Θα έκανα τα πάντα για σένα.
Μείναμε εκεί αγκαλιασμένες για μια ώρα, δίνοντας όρκο αιώνιας φιλίας.
Η βροχή μας είχε μουσκέψει μέχρι το κόκκαλο, αλλά εκείνη την στιγμή μόνο ζεστασιά αναδυόταν από τα σώματα μας.
***
Κείμενο 8
Αφροδίτη Σφακιάνου.
Δεν ακουγόταν τίποτα.
Ούτε τα γρήγορα βήματα των ανθρώπων που έψαχναν στεγνό καταφύγιο, ούτε οι ρόδες των αυτοκινήτων που έτρεχαν πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο.
Ήμουν σταματημένη στην άκρη του δρόμου, οι γόβες μου σχεδόν ακουμπούσαν τα στάσιμα νερά που είχαν λιμνάσει σ’ εκείνο το σημείο. Το βλέμμα μου είχε κλειδώσει στο υγρό δικό σου και η καρδιά βροντοχτυπούσε στο στήθος. Με θύμωνε τούτο το καρδιοχτύπι. Με θύμωνε η αδυναμία του εαυτού μου να επιβληθεί σ’ εσένα, σε αυτό που είχες γίνει…
Δεν ακουγόταν τίποτα.
«Πως γίνεται η παρουσία να πονάει πιότερο από την απουσία;» σε ρώτησα. Αγκάλιαζα την απουσία σου, ζούσα με αυτή. Δεν υπήρχε επιλογή.
«Μίλα, πες μου κάτι!» φώναξα. Με τρέλαινε τούτη η ηρεμία στο πρόσωπο σου. Τη ζήλευα. «Σου λείπω καθόλου;»
Το χαμόγελο που ζωγράφισαν τα χείλη σου, έκαναν το καρδιοχτύπι πιο έντονο και ένα κύμα νοσταλγίας φούσκωσε ορμητικό ως το λαιμό. Είχα ξεχάσει να αναπνέω.
Ξάφνου, οι βρόχινες σταγόνες έπεφταν πιο έντονες πάνω μας. Το δικό σου πρόσωπο, λευκό, σχεδόν διάφανο, ταλαντεύτηκε στα στάσιμα νερά και η μορφή σου χάνονταν. Ανοιγόκλεισα έντρομη τα μάτια για να σιγουρευτώ πως δεν ήταν όνειρο. Μα ήσουν εκεί, γαμώτο. Αυτή τη φορά ήσουν εκεί. Ήμουν σίγουρη!
Η κόρνα που ακούστηκε, με επανάφερε βίαια στην πραγματικότητα. Σήκωσα το κεφάλι μου. Η βροχή δυνάμωνε και επικρατούσε πανικός στους δρόμους. Δεν κρατούσα ομπρέλα και τα μαύρα ρούχα μου είχαν βραχεί, μα δεν με ένοιαζε. Ήσουν εσύ εκεί. Ούτε αυτός ο κόσμος με ένοιαζε. Τον μισούσα.
Ακίνητη στη θέση μου, χαμήλωσα το βλέμμα για να βρω πάλι εσένα. Βύθισα τη ψυχή μου στα λιμνάζοντα νερά. Ένας δεύτερος κόσμος εκεί, γεμάτος από ‘σένα. Σε αυτόν τον κόσμο ήθελα να συνεχίσω τη ζωή μου μα δεν με άφηναν. Ούτε εσύ με άφηνες.
«Ο θάνατος δεν είναι επιλογή, μωρό μου… Η ζωή είναι», έφτασε σαν χάδι ο ψίθυρος στ’ αυτιά μου.
Ανάσανα.
***

Κείμενο 9
Powerless Dawn
Η βροχή έπεφτε με μανία, σαν να ήθελε να τους σβήσει από τον χάρτη. Εκείνη
στάθηκε απέναντί του, τα μάτια της να καίνε περισσότερο από τις σταγόνες που τη
μαστίγωναν. Δεν έπρεπε να είναι εδώ. Δεν έπρεπε να τον βλέπει. Κι όμως… δεν
μπορούσε να φύγει. Ήταν λάθος. Από την αρχή. Εκείνος ήταν μεγαλύτερος,
απαγορευμένος, κάποιος που θα έπρεπε να μείνει για πάντα μακριά της. Μα το
βλέμμα του την είχε μαγνητίσει σαν δηλητήριο. Σκληρό, σκοτεινό, και ανελέητα
ειλικρινές: σε θέλω..
«Δεν γίνεται», ψιθύρισε. Η φωνή της χάθηκε μέσα στη βροχή.
Εκείνος γέλασε χαμηλά, ένα γέλιο που την έσπασε εκ των έσω. «Γίνεται. Γιατί ήδη
είσαι δική μου.» Ένιωσε τα πόδια της να λυγίζουν. Δεν υπήρχε λογική, δεν υπήρχε
σωτηρία. Κάθε φορά που την πλησίαζε, ο κόσμος της διαλυόταν, κι εκείνη δεν ήθελε
να τον ξαναφτιάξει.
Τα δάχτυλά του βρήκαν το σαγόνι της, το σήκωσαν βίαια, τον ανάγκασε να τον
κοιτάξει στα μάτια. Η βροχή έσταζε ανάμεσά τους, μα δεν τους χώριζε· τους έδενε.
Το φιλί που ακολούθησε δεν είχε τρυφερότητα. Ήταν απειλή, ήταν υποταγή, ήταν η
πιο σκοτεινή εξομολόγηση.
Ήξερε πως απόψε έχανε. Όχι τη μάχη με εκείνον, αλλά τη μάχη με τον εαυτό της.
Γιατί δεν υπήρχε μεγαλύτερη αλήθεια από την παραδοχή: τον ήθελε, ακριβώς επειδή
δεν έπρεπε να τον θέλει.
Κι ενώ η βροχή κάλυπτε τις φωνές της πόλης, εκείνη ένιωσε πως η δική της ζωή
μόλις ξεκινούσε. Στη λάθος αγκαλιά. Στο πιο σωστό λάθος.
***
Κειμενο 10
Powerless Dawn
Η βροχή έπεφτε ασταμάτητα πάνω στην πόλη, πλένοντας δρόμους, σβήνοντας σκιές,
μα αφήνοντας άθικτο το βάρος της ψυχής της. Η Ναταλία βάδιζε αργά στην
προκυμαία, τα παπούτσια της βουτηγμένα στο νερό, τα χέρια της άδεια. Ήταν σαν να
την είχε ξεχάσει ο κόσμος, κι εκείνη να ξέχασε τον εαυτό της. Σε μια άλλη ζωή,
ψιθύριζε μέσα της, όλα θα ήταν αλλιώς. Θα είχε το μικρό της βιβλιοπωλείο, με
ξύλινα ράφια, με μυρωδιά χαρτιού και μελάνι. Θα καθόταν πίσω από το ταμείο και θα
χανόταν σε σελίδες, ενώ έξω η βροχή θα έπεφτε γλυκά, όχι βαριά. Εκεί θα υπήρχαν
χαμόγελα. Εκεί θα υπήρχε φως. Μα εδώ, σε αυτή τη ζωή, υπήρχε μόνο σιωπή. Ένα
κενό που δεν γέμιζε με τίποτα. Η θάλασσα μπροστά της ήταν μαύρη,
φουρτουνιασμένη, σαν να κρατούσε την ίδια της την απόγνωση. Ένιωσε την κραυγή
να σκαρφαλώνει στον λαιμό της. Δεν την άφησε. Την κατάπιε. Ήξερε πως αν
ακουγόταν, θα την πρόδιδε. Οι άνθρωποι φοβούνται τις κραυγές, προτιμούν τις
μάσκες. Η Ναταλία έκλεισε τα μάτια και άφησε το νερό να τη μουσκέψει ολόκληρη.
Σε μια άλλη ζωή… είπε τόσο χαμηλά που μόνο η θάλασσα θα μπορούσε να την
ακούσει. Η βροχή συνέχισε. Οι δρόμοι γέμιζαν με φώτα και αντανακλάσεις. Μα για
εκείνη ο χρόνος είχε σταματήσει. Έμεινε ακίνητη, ένα σώμα στη βροχή, μια ψυχή που
ανήκε κάπου αλλού.
****
Κείμενο 11
Μαρία Παύλου
Ξημέρωσε και ήταν μια γκρίζα Κυριακή. Ο ουρανός ήταν σκεπασμένος από βαριά σύννεφα. Η πρώτη ψιχάλα έπεσε διστακτικά στο τζάμι του παραθύρου. Σε λίγο ακολούθησε μια δυνατή, ασταμάτητη βροχή. Η βροχή σκέπασε την πόλη, οι δρόμοι έγιναν ποτάμια, οι ομπρέλες ξεδιπλώθηκαν αδέξια κι οι περαστικοί σκυφτοί, τυλιγμένοι στη βιασύνη της καταιγίδας, χάνονταν βήμα το βήμα.
Η Μύριαμ κοίταξε το μικρό της δωμάτιο, στάθηκε μπροστά στο παράθυρο κοιτάζοντας τις σταγόνες της βροχής να γλιστρούν στο τζάμι και να ενώνονται σε μικρά ποταμάκια. Της φάνηκε ότι όλα γύρω της είχαν μια παράξενη ακινησία. Κι όμως, η σιωπή δεν έφερε θλίψη, αντίθετα, την γέμισε μια παράξενη, γλυκιά ηρεμία, μια ανάσα φωτός μέσα στο σκοτάδι της ψυχής της.
Πήρε ένα φλιτζάνι αχνιστό τσάι, βολεύτηκε στην αγαπημένη της πολυθρόνα και ξεφύλλισε το παλιό της τετράδιο. Οι σελίδες ήταν γεμάτες ιστορίες από το παρελθόν, κάποιες ολοκληρωμένες, κάποιες μισοτελειωμένες, σαν ψίθυροι που περίμεναν να ακουστούν ξανά. Η βροχή που έπεφτε έξω έπαιζε μελωδία στο παράθυρο, συνοδεύοντας τις σκέψεις της. Σιγά-σιγά, οι λέξεις άρχισαν να ξεχύνονται στο χαρτί, σαν η ίδια η καταιγίδα να τις οδηγούσε.
Καθώς έγραφε, η Μύριαμ σκεφτόταν πως η βροχή, αν και συχνά θεωρείται εμπόδιο, κρύβει μέσα της μια δύναμη ανανέωσης. Νερό στους δρόμους, βροχή στη γη, σιωπηλή πρόσκληση για περισυλλογή. Έγραφε και η βροχή χόρευε δίπλα της σαν ζωντανό όνειρο. Κάθε σταγόνα ψιθύριζε πάνω στους δρόμους και τη γη, φιλούσε τη μνήμη και ξυπνούσε κρυφά συναισθήματα.
Δεν ήταν απλώς νερό. Ήταν μυστική συνοδός, ζωντανή, μαγική, που μεταμόρφωνε κάθε στιγμή της γραφής σε χορό ψυχής και αναγέννησης. Ήταν σαν να γνώριζε τα μυστικά της καρδιά της.
Όταν η βροχή κόπασε και ένα αχνό ουράνιο τόξο φάνηκε στον ορίζοντα, η Μύριαμ χαμογέλασε.
Η βροχερή μέρα, που φαινόταν τόσο μουντή στην αρχή, είχε μετατραπεί σε πηγή έμπνευσης.
Και τότε κατάλαβε ότι μερικές ιστορίες αποκτούν ζωή ακριβώς όταν ο κόσμος γύρω βυθίζεται στη βουβή βροχή.
****
Κείμενο 12
Powerless Dawn
Η βροχή χτυπούσε αδυσώπητα τα λιθόστρωτα σοκάκια, μετατρέποντάς τα σε
καθρέφτες σκοτεινών σκιών. Η Ελίνα ένιωσε το σώμα της να τρέμει, όχι μόνο από το
κρύο, αλλά από την παρουσία που πλησίαζε. Στη στροφή, μέσα στη λάμψη μιας
αστραπής, εμφανίστηκε ο Κάιν: ψηλός, σκοτεινός, με μάτια που φλόγιζαν σαν
αιχμηρά σπασμένα αστέρια. «Σε ήθελα χθες… και θα σε θέλω για πάντα», είπε, η
φωνή του σαν μυστική υπόσχεση πόνου και ηδονής. Κάθε λέξη του ήταν δάγκωμα
στο δέρμα της ψυχής της, κάθε κίνηση παγίδα από την οποία δεν υπήρχε διαφυγή. Η
καρδιά της χτυπούσε σαν τύμπανο πολέμου, ήξερε ότι όποιος έμπαινε στον κόσμο
του Κάιν, δεν επέστρεφε ποτέ ο ίδιος. Χωρίς προειδοποίηση, την τράβηξε κοντά του,
τα σώματά τους να ενώνονται μέσα στη βροχή. Τα δάχτυλά του χάιδευαν την πλάτη
της με δύναμη που έκαιγε, αλλά και με τρυφερότητα που την έκανε να λιποθυμά από
την ένταση. Η ανάσα του ζεστή, βαριά, σαν να ήθελε να εισβάλει μέσα της και να την
κατακτήσει απόλυτα. Η Ελίνα ένιωσε τον κίνδυνο να την ελκύει, να την παρασύρει
σε μια δίνη όπου ο φόβος και η ηδονή ήταν αχώριστοι. Η νύχτα γύρω τους σιώπησε,
η βροχή έγινε θόρυβος, αλλά οι καρδιές τους χτυπούσαν στον ίδιο σκοτεινό ρυθμό.
Μια βροχερή ημέρα που έγινε αιώνια, όπου οι σκιές έγιναν καταφύγιο, και η
απαγορευμένη επιθυμία τους φλόγιζε πιο δυνατά από κάθε φως, σβήνοντας κάθε
λογική, αφήνοντας μόνο τον Κάιν και την Ελίνα να χορεύουν στον απόλυτο σκοτεινό
έρωτα.
****

Κείμενο 13
Γεωργία Αρβανίτη
Ένα βροχερό πρωινό στην καρδιά της πόλης. Ο ουρανός σκυθρωπός, τα σύννεφα βαριά, και η βροχή έπεφτε ασταμάτητα, ποτίζοντας πεζοδρόμια, στέγες και καρδιές. Οι περισσότεροι έτρεχαν να προφυλαχθούν, μα εκείνοι οι δύο… έμελλε να σταθούν ακίνητοι, σαν ο χρόνος να πάγωσε για λίγο.
Ο Μίλτος κρατούσε μια μαύρη ομπρέλα, περπατώντας αργά, σχεδόν αφηρημένος. Η Άννα στεκόταν έξω από ένα μικρό βιβλιοπωλείο, με τα μαλλιά της βρεγμένα και τα μάτια της χαμένα στις σταγόνες που κυλούσαν από τη στέγη. Όταν τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, ήταν σαν να ακούστηκε ένας εσωτερικός ήχος – σιωπηλός αλλά εκκωφαντικός. Δεν χρειάστηκε λέξη. Τα μάτια τους μίλησαν πρώτα.
Η Άννα ένιωσε κάτι να σπάει μέσα της — όχι από πόνο, αλλά από αναπάντεχη ζεστασιά. Σαν να γνώριζε αυτό το βλέμμα εδώ και χρόνια. Ο Μίλτος ένιωσε έναν κόμπο στον λαιμό, έναν παλμό στην καρδιά που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Η βροχή συνέχιζε, κι όμως, για μια στιγμή, τίποτα δεν τους άγγιζε. Ο κόσμος γύρω τους έσβηνε, και το μόνο που υπήρχε ήταν εκείνη η στιγμή.
Πλησίασε. «Να μοιραστούμε την ομπρέλα;» της είπε. Χαμογέλασε. Ίσως δεν ήταν μόνο μια βροχερή μέρα. Ίσως ήταν η αρχή μιας ιστορίας. Μιας ιστορίας που ξεκίνησε με μια ματιά — και λίγες σταγόνες βροχής.
****
Κείμενο 14
Άντρεα Αρβανιτίδου
Η Λόρα ήταν ακουμπισμένη στο περβάζι του ξύλινου παραθύρου. Απομονωμένη σε ένα σπίτι στην επαρχία, είχε ανάγκη να ξεφύγει από όλους ώστε να σκεφτεί την ζωή της. Η βροχή που μόλις είχε ξεκινήσει την έκανε να χαζεύει κάθε σταγόνα που έπεφτε απαλά πάνω στο τζάμι. Το σκοτάδι είχε σκεπάσει τα πάντα ολόγυρα του.
Είχε χαθεί στον ήχο που μόλις σε λίγα δευτερόλεπτα είχε χαλαρώσει της αισθήσεις, όταν ξαφνικά άκουσε έναν δυνατό γδούπο. Μέσα σε μία στιγμή πάγωσε το αίμα της. Ο θόρυβος ερχόταν από την κουζίνα. Η ανάσα της έβγαινε με δυσκολία, το στομάχι της σφίχτηκε απότομα. Τα μάτια της έμειναν καρφωμένα στο λιγοστό φως που έμπαινε από το παράθυρο.
Δεν πρόλαβε να κάνει ένα βήμα και μια σκιά που παρατήρησε στον τοίχο την ακινητοποίησε, ανατρίχιασε το κορμί της όταν αισθάνθηκε την λαβή ενός μαχαιριού να περνάει ξυστά από το αριστερό της χέρι.
Έβγαλε μια δυνατή κραυγή απόγνωσης, τα μάτια της είχαν βουρκώσει και η αναπνοή της κόπηκε απότομα.
Η σκιά την έπιασε από πίσω και τύλιξε τα χέρια της στο λεπτό λαιμό της. Πρόσταξε την ασημένια λεπίδα κοντά στο λαρύγγι της. Ο τρόμος την παρέλυσε για λίγα δευτερόλεπτα, δίπλα της βρισκόταν το φτυάρι του κήπου, το είχε ακουμπήσει εκεί το μεσημέρι μετά την περιποίηση των λαχανικών που είχε φυτέψει.
Κατάφερε να το πάρει και με μια κίνηση κατάφερε να αποδεσμευτεί από τα παγωμένα χέρια, που σαν θηλιά την έπνιγαν αργά και βασανιστικά.
Άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, άνοιξε την πόρτα με το κλειδί που είχε αφήσει πάνω. Η βροχή είχε δυναμώσει, η λάσπη που είχε δημιουργηθεί στον χωμάτινο δρόμο δυσκόλευε τις κινήσεις της.
Λίγο πιο κάτω είδε ένα υπόστεγο, καλή κρυψώνα σκέφτηκε με την αγωνία της να έχει χτυπήσει κόκκινο.
Προσπάθησε να ηρεμήσει την ταραχή μέσα της και λίγο πριν βγάλει την ανάσα ανακούφισης μια κοφτερή λεπίδα διαπέρασε το σώμα στο σημείο της καρδιάς. Ο πόνος ήταν στιγμιαίος, τα μάτια της γούρλωσαν από την έκπληξη.
Το αίμα της κυλούσε βαθύ κόκκινο στο ξύλινο πάτωμα. Μέσα σε λίγα λεπτά μια λίμνη αίματος και ένα σώμα νεκρό βρισκόταν ανάμεσα στις λάσπες και τις σταγόνες που πλέον έπεφταν απαλά.
****
Κείμενο 15
Άντρεα Αρβανίτίδου
Η βροχή μόλις δυνάμωσε , είχα γίνει μούσκεμα μα δεν με ένοιαζε, τα δάκρυα που έτρεχαν ασταμάτητα από το μάτια μου. Έριξα το κεφάλι μου πίσω, ήθελα τόσο πολύ να ξεπλύνω όλες τις άσχημες σκέψεις που εδώ και λίγα λεπτά είχαν κατακλύσει το μυαλό μου. Η εικόνα που είχα αντικρύσει πριν με είχε σοκάρει. Ο Νίκος ήταν στην αγκαλιά μιας άλλης γυναίκας. Δεν το χωρούσε ο νους μου.
Ήμουν τόσο ευτυχισμένη όταν πήγαινα να τον βρω στο σπίτι του.
Ο Νίκος με την άκρη του ματιού του με αντιλήφθηκε, μόλις γύρισα την πλάτη μου με φώναξε με όλη του την δύναμη, μα εγώ το έβαλε στα πόδια, έτρεχα προς
άγνωστη κατεύθυνση μέχρι που κουράστηκα και έμεινα ασάλευτη στην μέση του
δρόμου. Ήταν μεσάνυχτα, γύρω μου δεν υπήρχε κανείς.
Κάθισα στο
παγκάκι που βρισκόταν στην άκρη του πάρκου.
Κάλυψα το
πρόσωπο μου με τα χέρια μου και έμεινα σε αυτή την στάση για πολύ ώρα.
Ξαφνικά από τον κήπο άκουσα γρήγορα βήματα, μου κόπηκε η ανάσα από την τρομάρα. Δεν
πρόλαβα να σηκωθώ και μπροστά μου πετάχτηκε ο Νίκος. Είχα μείνει άναυδη.
- Πώς με βρήκες;
- Ξέρω πάντα που είσαι.
- Αυτή την στιγμή δεν θέλω να σου μιλήσω.
- Όχι δεν το δέχομαι, έχεις παρεξηγήσει αυτό που είδες.
- Ξέρω πολύ καλά τι είδα.
Του γύρισα την πλάτη για να μην δει τα βουρκωμένα μου μάτια. Η βροχή είχε ελαττωθεί και οι
σταγόνες έπεφταν απαλά στα πρόσωπα μας.
Ο Νίκος με άρπαξε και με έκλεισε σφιχτά στην αγκαλιά του.
- Σ αγαπάω Άννα μου.
Η ανάσα μου κόπηκε για ένα δευτερόλεπτο αλλά η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει γρήγορα.
Η σιωπή που μας είχε τυλίξει και έλεγαν όσα τα λόγια δεν μπορούσαν.
Με μιας με τράβηξε ακόμα πιο κοντά, τα χείλη του πλησίασαν καθώς η βροχή άρχισε και πάλι να δυναμώνει.
Εκεί κάτω από την βροχή αυτό το φιλί μου έκαιγε όλο μου το είναι, η αναπνοή μου είχε
μπλεχτεί με την ανάσα του και οι αισθήσεις μου ξύπνησαν απότομα. Του χάιδεψα το βρεγμένο του πρόσωπο και μετά κατέβασα τα
χέρια μου στο στέρνο του. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω του και του ψιθύρισα στο
αυτί λόγια αγάπης και έντονου έρωτα.
Εκεί κάτω από την βροχή τα βρεγμένα μας κορμιά έμοιαζαν σαν ένα.
****
Κείμενο 16
Νατάσα Γκουτζικίδου.
Ήταν μια βροχερή μέρα. Η πόλη έσταζε ομίχλη και λάσπη. Οι δερμάτινες μπότες μου γλιστρούσαν στο λιθόστρωτο δρομάκι. Η ομπρέλα δεν βοηθούσε και το νερό έβρισκε τρόπο να διαπερνά τα ρούχα μου.
Περπατούσα γρήγορα. Το σημείωμα ήταν ακόμη στην τσέπη μου. Κίτρινο χαρτί, τρεμάμενο γράψιμο. «Στις δέκα. Στο παλιό καμπαναριό». Δεν είχε υπογραφή. Μόνο μια βούλα που παρέπεμπε σε ξεραμένο αίμα.
Οι δρόμοι ήταν έρημοι, άμαξες έτριζαν στις ράγες, ενώ το σφύριγμα του αέρα ανάμεσα στα παραθυρόφυλλα προκαλούσε ανατριχίλα.
Το καμπαναριό φάνηκε μέσα στην ομίχλη. Σκοτεινό, πελώριο.
Στάθηκα στην πόρτα. Μια σκιά κινήθηκε πίσω από τα τζάμια. Χτύπησα. Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας. Στο εσωτερικό μύριζε κερί και σκόνη.
Ένας άντρας με μακρύ παλτό στεκόταν στην άκρη της σκάλας. Δεν μπορούσα να διακρίνω καθαρά το πρόσωπό του. «Ήρθες» είπε.
«Μίλα» του απάντησα. Ο χρόνος μου ήταν πολύτιμος.
Δεν πρόλαβε. Ένας κρότος σκέπασε τα πάντα. Μια σφαίρα. Η λάμπα έσπασε. Σκοτάδι. Ο άντρας σωριάστηκε στο πάτωμα.
Έκανα να καλυφθώ. Επί πέντε λεπτά κοιτούσα γύρω μου, ελπίζοντας πως δεν θα είμαι το επόμενο θύμα.
Σαν βεβαιώθηκα ότι δεν κινδυνεύω, πήγα κοντά του. Το πρόσωπό του είχε αλλοιωθεί. Μία γκριμάτσα τρόμου και ξαφνιάσματος μαζί το διέτρεχε.
Την προσοχή μου τράβηξε ένα χαρτί που εξείχε από την τσέπη του. Ήταν στραπατσαρισμένο. Το άρπαξα. Οι λέξεις διαβάζονταν δύσκολα. «Πρόσεχε».
Βγήκα ξανά στη βροχή. Χαμογέλασα. Όποιος ήταν αυτός που πίστευε ότι μπορεί να παίξει μαζί μου, έκανε λάθος.
Χάθηκα μέσα στο πλήθος. Και τότε, την είδα από μακριά. Ήταν εκείνη. Πανέμορφη και αέρινη όπως πάντα. Για λίγο ξέχασα ό,τι με απασχολούσε. Έκανα να τρέξω κοντά της. Άπλωσα το χέρι και φώναξα το όνομά της. Χαμογέλασε.
Προσπάθησα να περάσω απέναντι.
«Πρόσεχε!» μου φώναξε.
Είδα μία άμαξα να έρχεται καταπάνω μου. Και ύστερα σιωπή. Κενό. Μια πεταλούδα να φτερουγίζει. Σαν ανάσα που ξέμεινε να θυμίζει.
****

Κείμενο 17
Ιωάννα Τσιάκαλου.
Η γκριζάδα του όψιμου φθινοπωρινού πρωινού κατέκλυζε τη ματιά της. Χυνόταν σαν πληθωρική φούστα πλούσιας κυρίας που το μόνο που ήξερε ήταν να μετρά θερμίδες και να παστώνει το πρόσωπο με «ρετινόλη» και «κρέμα σαλιγκαριού». Η ίδια δεν ήξερε από τέτοια, τα άκουγε μονάχα από τις ευκατάστατες φίλες των αντρικών σπιτιών στα οποία σύχναζε.
Βρόχινες στάλες ράπιζαν τις λακκούβες. Μια τρύπα εδώ, ένα μπάλωμα εκεί, ολόκληρη η πόλη μια παλιά, ξεφτισμένη κουβέρτα, από αυτές που έχουν πάψει να είναι λειτουργικές, αλλά λες «δεν βαριέσαι» και τις κρατάς, να σου θυμίζουν όσα πέρασες στις αγκάλες τους.
Το βλέμμα της έπεσε στην τζαμαρία ενός φούρνου. Ανάμεσα στις σφολιάτες την κοιτούσε μια κοπέλα με φθινοπωρινό βλέμμα, βαθύ σαν τις λιμνούλες των απόνερων, αδιαφανές και μελαγχολικό. Την ίδια εικόνα να έβλεπε άραγε και ο πατέρας της, πριν την αφήσει;
Όχι, δεν μπορεί. Ήταν και εκείνη κάποτε κορίτσι φρέσκο, να, σαν αυτό που περνούσε τώρα από μπροστά της, με την κόκκινη φούστα του και τα καλοχτενισμένα μαλλιά του. Άγγιξε τις απεριποίητες άκρες των δικών της. Θαμπά, καμένα από την πρέσα και την κακουχία.
Συνέχισε να περπατά. Η αθόρυβη, ένοχη επιστροφή. Πόσες φορές την είχε πάρει; Ξεχνούσε. Τι να σκεφτόταν ο πατέρας της αν ήξερε τι ζωή είχε επιλέξει το «χελιδονάκι» του;
Ένα ζευγάρι πέρασε βιαστικά για να χωθεί κάτω από το υπόστεγο. Γέλασαν και φιλήθηκαν μπροστά από την τζαμαρία.
«Οι αιώνιοι εραστές», θα έλεγε ο πατέρας της και θα εξιστορούσε κάποια ποιητική ιστορία, όπως πάντα. Χαμογέλασε γλυκόπικρα. Να είχε άραγε και ‘κείνη ελπίδα; Ύστερα από χρόνια φθηνού έρωτα και φτωχών επιλογών που τελικά πλήρωσε πανάκριβα, ίσως με την ψυχή της; Αμφέβαλλε.
Δύο χελιδόνια της έκοψαν τον δρόμο, κυνηγώντας το ένα το άλλο και απομακρύνθηκαν. Κοντοστάθηκε. Έγνεψε αναγνωριστικά στον ουρανό.
«Ίσως, μπαμπά», είπε. Τα μάτια δύο πυρωμένα κάστανα. «Ίσως να υπάρχει ένα χελιδόνι και για μένα».
***
Κείμενο 18
Powerless Dawn
Βρέχει, δεν έχει σταματήσει από το πρωί. Κάθε σταγόνα με βαραίνει, τις κοιτάζω
να χτυπούν στο τζάμι και είναι σαν να σε βλέπω να φεύγεις ξανά. Κάθε χτύπος της
βροχής και ένα γιατί που δεν απαντήθηκε.
Νιώθω τις σταγόνες που κυλούν σαν να είναι οι πληγές μου, αυτές που δεν
στεγνώνουν ποτέ. Δεν ξέρω πια αν μου λείπει το άγγιγμα σου, η φωνή σου ή
απλά η αίσθηση ότι κάποτε ανήκα κάπου. Θυμάμαι πως κάποτε γελούσαμε μες
στην βροχή, κάτι που τότε ήταν γιορτή τώρα φαντάζει τιμωρία. Μένω να κοιτάω
το παράθυρο, η βροχή δυναμώνει σαν να ξέρει τον πόνο μου. Είναι βαρύ να
ξέρεις πως ό,τι αγάπησες, κάποτε γίνεται σκιά που δεν μπορείς να αγγίξεις. Η
σκέψη αυτή γυρίζει μέσα στο μυαλό μου σαν μαχαίρι. Αγάπησα, σε κράτησα μες
στην καρδιά μου αλλά τώρα είσαι σκιά, μια ανάμνηση.
Η βροχή πλέον δεν είναι παρηγοριά, με ξεγυμνώνει, βγάζει όσα δεν είπα, όσα δεν
πρόλαβα να κάνω. Κοιτάζω τριγύρω όλα μοιάζουν ίδια, μα όλα έχουν αλλάξει. Και
εκεί σε μια στιγμή απρόσμενη, σπάω. Κλαίω και δεν μπορώ να σταματήσω, η
απώλεια χτυπάει εκεί που δεν το περιμένεις, σε βρίσκει ξανά και ξανά. Ενοχές ότι
δεν ήμουν εκεί, δεν είπα το αντίο που σου χρώσταγα.
Δεν γυρίζω πια το βλέμμα, δεν σε ψάχνω απλά γυρνάω εκεί, στην απουσία σου.
Λένε ο χρόνος γιατρεύει, δεν είναι αλήθεια. Μαθαίνεις να ζεις σε μια βροχή που
δεν σταματάει ποτέ.
***
Κείμενο 19
Μαρία Λυτρίβη
Φυσικά! Άλλο ένα σκοτεινό και βροχερό σαββατιάτικο απόγευμα κι εκείνη πάλι κλεισμένη μέσα, τριγυρίζει στο δωμάτιο βυθισμένη στις σκέψεις της. Περνά από μπροστά μας αμέτρητες φορές κι όμως το βλέμμα της ποτέ δεν πέφτει πάνω μας. Έχει να με αντικρίσεις πέντε μήνες ενώ πιο πριν με κρατούσες κοντά σου συνέχεια…
Πώς μπορεί να γίνεται τόσο σκληρή; Πώς μπορεί να προσποιείται ότι δεν υπάρχω όταν εγώ τη στήριζα πιο πολύ από όλους; Σε κάθε δημιουργικό αδιέξοδο ήμουν εκεί, όταν τέλειωνε κάποια ιστορία και γιόρταζε πάλι εκεί, σύντροφός της σε κάθε λέξη!
Πώς μπόρεσα να πιστέψω ότι νοιαζόταν; Ω οϊμέ! Γιατί να είναι η μοίρα μου τόσο σκληρή! Γιατί να δουλεύω ώρες και ώρες ολόκληρες, να την αφήνω να ξεζουμίζει το μελάνι μου και τη ζέστη να με καίει και να με παραμορφώνει; Μα τι να πω… Έτσι τα μέλλει η ζωή για κάθε στυλό… όταν το μελάνι σου τελειώνει σε πετάνε και σε αλλάζουν δίχως δεύτερη σκέψη ή χειρότερα, αν το μελάνι σου μπορεί να αντικατασταθε,ί όπως το δικό μου, σε κρατάνε μέσα στις μολυβοθήκες τους, ένας αιχμάλωτος δίχως σκοπό στη ζωή, λένε ότι κάποτε θα σε γεμίοσυν πάλι αλλά τα βράδια κυλάνε κι εσύ παραμένεις στάσιμος… Είμαι τόσους μήνες στη μολυβοθήκη και ακόμα περιμένω να μου πάρει ανταλλακτικό για το μελάνι μου…
Η βροχή έξω γίνεται πιο βαριά, μπορώ να από εδώ που βρίσκομαι να βλέπω τον κόσμο μέσα από τη μπαλκονόπορτα δίπλα στο γραφείο, είναι η μόνη χαρά που μου έχει απομείνει. Με βοηθάει να ξεχνιέμα στιγμές σαν κι αυτές που αφήνει τους συλλογισμούς της και κάθεται στο γραφείο με ένα ανοιγμένο τετράδιο μπροστά της έτοιμη να γράψει με κάποιο καινούργιο στυλό και με βαραίνει η στεναχώρια κι η ανάγκη να γλιστρήσω κι εγώ πάλι στις σελίδες κάποιου τετραδίου…
***
Κείμενο 20
Χριστίνα Ποτήρη
Ξύπνησα από κάτι περίεργους θορύβους. Βαριόμουν όμως να σηκωθώ. Τέντωσα το σώμα μου στο διπλό κρεβάτι. Το μόνο σίγουρο ήταν πως εκείνη δεν ήταν εκεί. Τα σεντόνια είχαν τη μυρωδιά της. Το μαξιλάρι της δεν ήταν ζεστό, σημάδι πως είχε αποχωρίστει από τα όνειρά της αρκετή ώρα πριν. Οι κουρτίνες τραβηγμένες και τα παντζούρια ανοιχτά.
Ο ίδιος παράξενος θόρυβος ακούστηκε και μου έφερε ανατριχίλα. Ένας ηλεκτρισμός στην ατμόσφαιρα με έκανε να ανατριχιάσω και μια μυρωδιά απόλυτα οικεία γέμιζε το χώρο.
Ήθελα να ήταν κι εκείνη εδώ, να χωνόμουν στην αγκαλιά της. Μπορούσαμε να περάσουμε ώρες εκεί. Μέχρι τη στιγμή που με άφηνε. Μέχρι τη στιγμή που άκουγα την πόρτα να κλείνει, μέχρι τη στιγμή που περίμενα πότε θα ακούσω ξανά τη φωνή της.
«Αγάπη μου γύρισα»
Πως μια απλή πρόταση με τρείς λέξεις μπορεί να να φουσκώσει την καρδιά, να την κάνει να ξεχειλίζει από αυτό το ίδιο υλικό της αγάπης.
Ότι κι αν έκανα όλη μέρα στο μυαλό μου ήταν εκείνη. Στο γέλιο της,στο χάδι της,στην ανάσα της, στο άγγιγμά της, στη φωνή της.
Κάτι ακούγεται να χτυπά το τζάμι. Ένας ήχος επαναλαμβανόμενος. Το σπίτι μυρίζει σαν κήπος. Σαν η αυλή να έχει μπει μέσα, κι οι κουρτίνες παίζουν τραμπάλα με τον αέρα.
Γελάω γιατί μου θυμίζουν την πρώτη μέρα που την συνάντησα. Άραγε είχα ζωή πριν τη συναντήσω.
Θυμάμαι μόνο πως όταν κοιταχτήκαμε στα μάτια είδαμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου μέσα τους. Θυμάμαι μόνο πως δεν χρειάστηκε τίποτε παραπάνω από ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα με τα ακροδάχτυλά της πάνω μου, Θυμάμαι πως βρεθήκαμε κι οι δύο κάτω από το υπόστεγο μιας στάσης, περιμένοντας να σταματήσει η βροχή για να ξεκινήσουμε πάλι τη μοναχική μας πορεία.
Ακούω το κλειδί της στη πόρτα. Σηκώνομαι γρήγορα, φοράει τις ίδιες κόκκινες γαλότσες
«Αγάπη μου γύρισα» φωνάζει
Κι εγώ κουνάω την ουρά μου και τρέχω κοντά της ...

BONUS κείμενο
Νεκταρία Μ.
Το καφέ ήταν πάλι γεμάτο μα δεν την πείραζε, παρατηρούσε τις σταγόνες να κυλάνε πάνω στα τζάμια με μεγάλο ενδιαφέρον ενώ η βροχή που δυνάμωνε μαστίγωνε τα πάντα στο διάβα της. Αυτή η μέρα δεν διέφερε σε τίποτα από την προηγούμενη. Αυτό το συνεχόμενο κυκλικό μαρτύριο στο οποίο είχε καταδικάσει τον εαυτό της, έπρεπε να τελειώσει επιτέλους... δεν ήξερε πως, το μόνο που γνώριζε ήταν πως θα εξελιχθεί αυτή η μέρα και ότι θα τελειώσεις στις τρεις το μεσημέρι.
Στις δώδεκα ακριβώς άκουσε το καμπανάκι της πόρτας να χτυπάει. Σήκωσε το βλέμμα της από το βιβλίο που διάβαζε και τον αναζήτησε ενώ η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή από ανυπομονησία. Ήταν η καλύτερη ώρα της μέρας όταν έμπαινε εκείνος μέσα. Το ύφος του φανέρωνε την απογοήτευση που τα τραπέζια ήτα γεμάτα μα το βλέμμα του πάντα φωτιζόταν όταν την έβλεπε καθώς του έκανε νόημα να πλησιάσει.
«Μπορείς να καθίσεις εδώ, αν δεν έχεις πρόβλημα», του είπε, όπως κάθε μέρα.
«Σίγουρα δεν ενοχλώ;»
Κούνησε το κεφάλι τη αρνητικά. Πόσες φορές τον είχε συναντήσει έτσι; Είχε χάσει τον λογαριασμό. Κάθε φορά η κουβέντα τους ξεκινούσε με τον καιρό ώσπου περνούσαν τρεις ώρες να μιλάνε για τα πάντα. Πόσες φορές τον είχε ερωτευτεί και πόσες τον είχε χάσει; Πλέον δεν κρατούσε λογαριασμό αλλά όταν ήρθε η ώρα να φύγει, τα μάτια της βούρκωσαν. Έπρεπε να μείνει.
«Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ να σε χάσω πάλι», του είπε με έναν λυγμό, πριν βγει από το καφέ. Την κοίταξε σαστισμένος. Καθυστέρησε λίγο με το χέρι στο πόμολο. Η βροχή έπεφτε δυνατή. Ένα αυτοκίνητο ξέφυγε από την πορεία του και ο ήχος από τις ρόδες που πάσχιζαν να βρουν τριβή, την ανατρίχιασε. Κόρνες. Φωνές. Εκείνος ακόμα εκεί να την κοιτάζει έκπληκτος... ο δείκτης του ρολογιού ξεκόλλησε από τις τρεις το μεσημέρι και ο χρόνος κύλησε ξανά...
Bonus 2
Νεκταρία Μ.
Ο ουρανός είχε αρχίσει να μαζεύει βαριά, γκρίζα σύννεφα, όταν συνειδητοποίησε πως έπρεπε να το πάρει απόφαση ότι η ζωή της θα ήταν πάντα μια σειρά από ατυχή γεγονότα, σαν εκείνο το παιδικό βιβλίο που της άρεσε να διαβάζει κάποτε. Έπρεπε να συμφιλιωθεί με το γεγονός πως όλοι θα της έκλειναν την πόρτα, πως κανείς δε θα την άντεχε, ότι θα βρισκόταν σε μια μόνιμη κατάσταση μετανάστευσης γιατί ένιωθε πως δεν ανήκε πουθενά. Από τα δεκάξι της, όταν κι οι γονείς της την πέταξαν από το σπίτι με μοναδικά της εφόδια μια μικρή βαλίτσα, ζούσε σαν αγρίμι που περνούσε κάποιες στιγμές όπου η συναισθηματική εξουθένωση την ανάγκαζε να σταματήσει να πάρει μια βαθιά ανάσα, για να μαζέψει δυνάμεις για το μέλλον.
Μα όταν γινόταν αυτό, βρισκόταν πάντα κάποιος που ήθελε να τη φυλακίσει και τα άγρια ζώα δεν μπορεί κανείς να κλείσει σε ένα κλουβί για πάντα. Βρίσκουν τρόπο να δραπετεύουν από οτιδήποτε τα πνίγει, είτε πηδώντας εμπόδια ή κατασπαράζοντας τον φύλακά τους. Εκείνη ως τώρα είχε ξεφύγει δύο φορές. Τη μία άνοιξε την πόρτα η ίδια αφού έπεισε τον εαυτό της πως μπορούσε να το κάνει, και το έβαλε στα πόδια, ενώ ο φύλακάς της δεν έκανε τον κόπο καν να τη σταματήσει. Τη δεύτερη φορά, ο φύλακάς της ήταν επίμονος και τη σταματούσε πάντα λίγο πριν καταφέρει να δραπετεύσει, γι’ αυτό έπρεπε να τον κάνει κομμάτια, έπρεπε να χώσει τα δόντια της βαθιά μέσα στην καρδιά του και να την ξεριζώσει έτσι ώστε να της ανοίξει ο ίδιος το δρόμο για να μπορέσει να σώσει ό,τι απέμεινε από την κομματιασμένη ψυχή του. Έπιασε το κόλπο. Καθόταν την τελευταία ώρα στα σκαλιά της πολυκατοικίας κάπου στο κέντρο της Μαδρίτης, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα που θα πάει μετά.
Σε ευχαριστούμε για τη φιλοξενία, Νεκταρία.
Συγχαρητήρια σε όλους . Πολύ ωραία κείμενα αλλά εκείνο που ξεχώρισα ήταν το νούμερο 8 της Αφροδίτης Σφακιανου. Εξαιρετικό 👏👏👏
Μπράβο σε όλους... ξεχώρισα αρκετές που μου άρεσαν πιο πολύ... σε ευχαριστώ πολύ Νεκταρία μου