Νεκταρία Μαρκάκη 2017
All rights reserved.
Η Αν έχει ένα μεγάλο όνειρο, να γίνει τρανή δημοσιογράφος που θα καλύπτει σημαντικά γεγονότα, μα για να φτάσει στο στόχο της πρέπει πρώτα να ανακαλύψει όλα τα μυστικά του Σκάιλαρ Λούκας, ενός ηθοποιού που προτιμά να βρίσκεται στις σκιές αντί στο φως... Η γνωριμία τους μόνο ευχάριστη δεν είναι και οι λάθος εντυπώσεις που αποκτούν ο ένας για τον άλλον, δε βοηθάνε καθόλου... πως θα επιβιώσουν μαζί δύο άγνωστοι για μια ολόκληρη εβδομάδα όταν κάνεις από τους δύο δε θέλει τη συντροφιά του άλλου;
****
Βάση όσων μου είπε ο Ντύλαν, ο Σκάιλαρ Λούκας ξυπνούσε στις έξι και πήγαινε για τουλάχιστον μία ώρα τρέξιμο. Θα τον έβρισκα σπίτι του μετά τις οχτώ, σίγουρα, κι εκείνος θα με περίμενε. Η ώρα ήταν εφτά με το ζόρι. Ο Κρις δεν είχε απαντήσει στα μηνύματά μου και το στομάχι μου έκαιγε από το άγχος για όσα θα επακολουθούσαν. Είχα πάρει τις αποφάσεις μου και δεν σκόπευα να κάνω πίσω, αλλά η όλη πικρία που μου έβγαζε η κατάσταση με τον Κρις, έκανε τρομερά δύσκολο το να συγκεντρωθώ σε αυτό που είχε σημασία εκείνη τη στιγμή. Η δουλειά μου.
«Ελπίζω να το αξίζεις όλο αυτό, Λούκας» μονολόγησα προβληματισμένη κι ετοιμάστηκα να φύγω για να γνωρίσω την πηγή όλων των προβλημάτων μου.
Το σπίτι του ηθοποιού βρισκόταν κάπου στα προάστια, σε μία από εκείνες τις περιοχές που ήταν απλησίαστες για άτομα σαν εμένα και την οικογένεια μου. Οδηγούσα πάνω από δέκα λεπτά σ’ έναν τεράστιο δρόμο όπου ο ουρανός δεν φαινόταν από τα κλαδιά των δέντρων, από τις δύο πλευρές του δρόμου, που μπλέκονταν από πάνω μου. Κοιτούσα προσεκτικά για το σπίτι του όταν έφτασα στο τέλος της διαδρομής. Ήμουν έτοιμη να καλέσω τον Ντύλαν να του πω πως μου είχε δώσει λάθος οδηγίες, όταν παρατήρησα ένα μικρό μονοπάτι να ξεκινά πίσω από μία συστάδα δέντρων. Άφησα το αυτοκίνητο στην άκρη και βγήκα για να ρίξω μία ματιά.
«Πόσο πιο απομονωμένος μπορείς να ζεις, κύριε Λούκας;» αναρωτήθηκα ενώ περπατούσα το πλακόστρωτο μονοπάτι ως το διώροφο σπίτι του. Ήταν πολύ μίνιμαλ σε σχέση με τα άλλα σπίτια της περιοχής. Δεν φαινόταν να έχει πισίνα ή γήπεδο του τένις. Ούτε καν ιδιωτικό πάρκινγκ δεν είχε. «Χμ... υπάρχει ελπίδα για σένα» μονολόγησα σαφώς εντυπωσιασμένη από την έλλειψη πλούτου, και πάτησα με δύναμη το κουδούνι. Δεν πήρα καμία απάντηση. Ανυπόμονη να τον γνωρίσω, ξαναχτύπησα άλλες δύο φορές χωρίς όμως επιτυχία. Έριξα μία ματιά στο ρολόι μου και πάλι. Ήταν οχτώ και μισή. Υποτίθεται πως ο ηθοποιός θα ήταν ήδη εκεί να με περιμένει αλλά εκείνος ήταν άφαντος. Δεν ήμουν έτοιμη να φύγω όμως. Τα μάτια μου σκάναραν λιγάκι την ήσυχη γειτονιά κι αφού βεβαιώθηκα πως δεν με έβλεπε κανείς, αποφάσισα να αφήσω τη δημοσιογραφική μου περιέργεια να πάρει το πάνω χέρι. Πλησίασα το παράθυρο του σαλονιού του ηθοποιού και χωρίς την παραμικρή ντροπή, προσπάθησα να κοιτάξω μέσα στο δωμάτιο. Δυστυχώς δεν είχε πολύ φως και δεν μπορούσα να διακρίνω λεπτομέρειες, κάτι που με πείσμωσε, με αποτέλεσμα να βρεθεί η μούρη μου κολλημένη στο τζάμι.
«Τι στο διάολο κάνεις;» άκουσα μία ανδρική φωνή να με ρωτάει αγριεμένα. Πάγωσα για μία στιγμή. Όσο πιο αργά μπορούσα, στράφηκα προς το μέρος του και έπνιξα μία κραυγή όταν είδα τα θυμωμένα μάτια του να με αντικρίζουν. Ήταν υπέροχος, αυτό μπόρεσα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή: το πόσο αγγελικός έμοιαζε έτσι όπως έπεφτε το φως του ήλιου πάνω του. Σ’ έναν κόσμο που οι μουσάτοι με τεράστια μούσκουλα και καλοσχηματισμένους κοιλιακούς που φοβόσουν να αγγίξεις, ο λυγερόκορμος Λούκας ξεχώριζε αμέσως... ήταν αγγελικός, αλλά διαβολικά λαχταριστός... και πολύ έξαλλος μαζί μου. «Δεν τα παρατάτε ποτέ εσείς, έτσι δεν είναι;» άρχισε να λέει με την υπέροχη απαλή προφορά του, ενώ με πλησίαζε απειλητικά. Ακούμπησα την πλάτη μου πάνω στον τοίχο, καταπίνοντας με δυσκολία, ανήμπορη να τραβήξω τα μάτια μου από τα δικά του.
«Κύριε Λούκας, εγώ...» προσπάθησα ανεπιτυχώς να του εξηγήσω.
«Γαμωπαπαράτσι, δεν σέβεστε τίποτα» με διέκοψε μ’ αυστηρότητα που με φόβισε.
«Δεν είμαι...»
«Τώρα στέλνουν γυναίκες να κάνουν τη δουλειά;» συνέχισε θυμωμένος.
«Κύριε Λούκας, δεν είμαι παπαράτσι!» κατάφερα να του πω, υψώνοντας λιγάκι τη φωνή μου.
Έκανε ένα βήμα πίσω για να με κοιτάξει καλύτερα σκανάροντάς με από την κορυφή ως τα νύχια. Έδειχνε στ’ αλήθεια μπερδεμένος. Τα μάτια του σκοτείνιασαν για μία στιγμή πριν σταματήσουν και πάλι στα δικά μου. Έδειξε να ηρεμεί λιγάκι και να μετανιώνει το ξέσπασμά του, αλλά όχι ολοκληρωτικά. Ήταν σαν να σταματούσε να μου ρίχνει το φταίξιμο και να το μεταφέρει στον εαυτό του. Δεν του άρεσε που ήμουν εκεί αλλά δεν του άρεσε και η αντίδρασή του.
«Βγάλε τη φωτογραφία σου και φύγε» είπε εντέλει μέσα από τα δόντια.
«Μα δεν καταλάβατε...»
«Βγάλε το κινητό σου και δώσε μου το» με διέταξε αποφεύγοντας να με κοιτάξει ενώ είχε ένα απολογητικό ύφος που με ξάφνιασε.
Νιώθοντας εντελώς χαμένη, έκανα ο, τι μου είπε και του έδωσα το κινητό μου. Άνοιξε την κάμερα και αφού στάθηκε στο πλευρό μου, σήκωσε το τηλέφωνο ψηλά και χαμογέλασε ενώ πατούσε το κουμπί για να τραβήξει τη φωτογραφία.
«Ορίστε, πάρε τη φωτογραφία σου και φύγε». Πήγε στην πόρτα του και την ξεκλείδωσε ενώ κοιτούσα την οθόνη του κινητού μου. Η έκφρασή μου ήταν γεμάτη απορία ενώ εκείνος, παρότι ιδρωμένος, έδειχνε απλά υπέροχος. Η πόρτα που έκλεινε πίσω του με δύναμη, καθώς οχυρωνόταν στο σπίτι του, με επανέφερε στην πραγματικότητα. Οι ώμοι μου κρέμασαν από την κούραση. Η πρώτη μου συνάντηση με τον Σκάιλαρ Λούκας έμοιαζε να ήταν μία σκέτη αποτυχία!
***
Μου κόπηκε η ανάσα όταν συνειδητοποίησα πως δεν υπήρχε περίπτωση ο Σκάιλερ Λούκας να συνεργαστεί μαζί μου μετά από αυτό το φιάσκο της πρώτης συνάντησης. Πως θα τον έπειθα πως δεν ήμουν ούτε παπαράτσι, αλλά ούτε καν θαυμάστριά του; Ο τύπος ήταν σκληρός και ανάγωγος, αλλά τρομαχτικός ή όχι, ήταν η αποστολή μου και θα έγραφα αυτό το θέμα για το περιοδικό ήθελε δεν ήθελε. Έπρεπε απλά να με αφήσει να του εξηγήσω ποιά ήμουν και γιατί ήμουν εκεί.
Έπρεπε να πάρω μερικές βαθιές ανάσες έτσι ώστε να πάρω θάρρος για να χτυπήσω την πόρτα του αρκετές φορές σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τον πείσω να μου ανοίξει. Ήθελα να προσπαθήσω πρώτα πριν καλέσω τον Ντύλαν για να μαζέψει τ’ ασυμμάζευτα. Άκουσα ένα θόρυβο από μέσα και μετά μία βρισιά που θα έκανε και τον πιο απελευθερωμένο άνθρωπο να κοκκινίσει, κι αμέσως μετά βήματα. Πιθανόν να χτύπησε κάπου καθώς ερχόταν, σκέφτηκα. Αμέσως πέρασα τα δάχτυλά μου μέσα από τα μαλλιά για να τα φτιάξω λιγάκι και χαμογέλασα όταν άνοιξε την πόρτα στηριζόμενος στο ένα πόδι. Με κοίταξε ενοχλημένος ενώ εγώ σκεφτόμουν πως αν δεν είχε αυτό το μόνιμο βλοσυρό βλέμμα, μπορεί και να τον συμπαθούσα. Προσπαθούσε σκληρά να μη δείχνει γλυκός... αποτυχημένα.
«Τι στο διάολο θες πάλι; Σου έδωσα τη φωτογραφία που ήθελες, κοίταξες κρυφά μέσα στο σπίτι μου, τι άλλο μπορεί να θες από μένα» γρύλισε πονεμένα.
Ο τύπος με εξόργιζε με την απαίσια συμπεριφορά του αλλά αντί ν’ απαντήσω καταλλήλως όπως θα έκανα συνήθως, έκρυψα την απέχθειά μου πίσω από ένα γλυκό χαμόγελο που τον έπιασε εξαπίνης.
«Δεν είμαι παπαράτσι, ούτε θαυμάστριά σου» του εξήγησα μιλώντας αργά λες και ήταν παιδί. «Είμαι η Αν Έλιοτ» συστήθηκα περήφανα. Αρχικά με κοίταξε αδιάφορα. Τα μάτια του παρέμειναν πάνω μου για αρκετή ώρα ώσπου η ματιά του έγινε εξεταστική λες και με περνούσε από ακτίνες Χ. Δεν έβγαλε άχνα. Ένιωσα να ιδρώνω από τη νευρικότητα που μου προκαλούσε το κενό βλέμμα του. «Είμαι η Αν Έλιοτ» επανέλαβα με την ελπίδα πως θα με θυμόταν αυτή τη φορά.
«Αν Έλιοτ... έχεις την εντύπωση πως με νοιάζει ποια είσαι; Και μα τω Θεώ, μη μου πεις πως θες να γίνω ο Καπετάνιος Γουέντγουρθ σου γιατί σου ορκίζομαι θα ξεσπάσω άγρια» απάντησε εκνευρισμένος κι έκανε να κλείσει την πόρτα. Δεν τον άφησα. Έβαλα το πόδι μου στο άνοιγμα σταματώντας τον, βρίζοντας άκομψα όταν προσπάθησε κάνα δυο φορές να με αναγκάσει να το τραβήξω.
«Γαμώτο, είμαι η Αν Έλιοτ, η δημοσιογράφος» του έβαλα τις φωνές. Σταμάτησε να χτυπάει το πόδι μου με την πόρτα κι αυτή τη φορά την άνοιξε διάπλατα, ταυτόχρονα με τα μάτια του.
«Και θες δήλωση από μένα; Ορίστε η δήλωσή μου: Αν σε ξαναδώ κοντά στο σπίτι μου θα φωνάξω την αστυνομία, και γιατί καταπατάς την περιουσία μου, αλλά και γιατί σε βρίσκω πραγματικά εκνευριστική».
«Το σημείωσα» σάρκασα προσπαθώντας να μην τον βρίσω άσχημα. «Ούτε εγώ θέλω να είμαι εδώ, ειδικά με έναν τύπο τόσο ενθουσιώδη σαν εσένα» ειρωνεύτηκα, κρατώντας την προσοχή του στραμμένη πάνω μου. «Όμως, πρέπει να περάσω μία ολόκληρη βδομάδα μαζί σου για να καταγράφω τη ζωή σου, επειδή μου το ζήτησε ο Ντύλαν, και θα το κάνω με όποιον τρόπο μπορέσω» τον προειδοποίησα.
«Ο Ντύλαν;» μονολόγησε ενώ έδειξε να χαλαρώνει λιγάκι στο άκουσμα του ονόματός του. «Θα τον σκοτώσω τον ηλίθιο, δεν θα μου γλιτώσει αυτή τη φορά».
«Ω τέλεια, να υποθέσω πως δεν στο έχει πει; Δεν σε ρώτησε καν;» τόλμησα να ρωτήσω με τη σειρά μου. Μα γιατί να μου πηγαίνουν όλα στραβά, αναρωτήθηκα, ενώ σημείωσα να πάρω τηλέφωνο τον Ντύλαν και να του τα πω ένα χεράκι.
«Προφανώς και δεν μου το είπε. Αλλά μη φοβάσαι, θα το διορθώσω όλο αυτό» έκανε και μπήκε στο σπίτι του για να επιστρέψει μετά από μερικά λεπτά φορώντας ένα τζιν κι ένα λευκό μπλουζάκι κάτω από ένα μαύρο παλτό που έφτανε ως το γόνατο. Με φόρμα, με τζιν, ό,τι κι αν φορούσε ήταν απίστευτα γοητευτικός και τρομερά αντιπαθής ταυτόχρονα. Άρχισε να περπατάει νευρικά προς το δρόμο αναγκάζοντάς με να τρέξω πίσω του, μόλις μπήκε ξανά το μυαλό σε λειτουργία. Πίστευα πως θα έμπαινε σε κάποιο αυτοκίνητο για να οδηγήσει ως την πόλη αλλά αυτός ξεκίνησε να περπατάει με μεγάλο βήμα, κάνοντας με να απορήσω τι θα έκανε ακριβώς... μπήκα στο σαραβαλάκι μου και τον πλησίασα, κορνάροντας μερικές φορές για να τον αναγκάσω να στρέψει το βλέμμα του προς το μέρος μου.
«Ούτε εγώ συμφωνώ με όλο αυτό. Το τελευταίο πράγμα που θέλω είναι να γράψω για έναν, πιθανόν, ατάλαντο ηθοποιό σαν όλους του άλλους, όταν θέλω να κάνω σοβαρή δημοσιογραφία» ξεκίνησα να του λέω. Αμέσως αντέδρασε. Σταμάτησε να περπατάει για να με κοιτάξει καγχάζοντας για το θράσος που είχα να τον προσβάλλω κατάμουτρα. «Μπες μέσα» αναστέναξα αγανακτησμένα.
«Δεν μπαίνω μέσα στο σαράβαλό σου».
«Και τι θα κάνεις ακριβώς; Θα περπατήσεις τόσα χιλιόμετρα ως το κέντρο της πόλης; Σε δέκα λεπτά εγώ θα είμαι εκεί και θα έχω πείσει τον Ντύλαν πως είσαι ένας αχώνευτος, τρομαχτικός τύπος που δεν θέλω να βλέπω μπροστά μου. Και ξέρεις τι θα κάνει εκείνος; Θα βάλει κάποιον χειρότερο από μένα να σου πάρει συνέντευξη γιατί φίλε μου, αν φέρεσαι έτσι στους θαυμαστές σου όπως φέρθηκες σε μένα... χρειάζεσαι επειγόντως τη διαφήμιση» είπα με κρατημένη την ανάσα, ξαφνιάζοντάς τον με την ωμότητά μου. Στάθηκε αβέβαιος για λίγο αλλά τελικά άνοιξε την πόρτα και κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Φόρεσε τη ζώνη και κάρφωσε το βλέμμα του στο δρόμο. Δεν μου έδωσε την παραμικρή σημασία όσο οδηγούσα, ούτε όταν είδα πως το κινητό μου είχε μείνει από μπαταρία... ούτε όταν έβρισα έναν τύπο που πήγε να μας χτυπήσει... παρέμεινε εκεί στη θέση του ανέκφραστος σαν κούκλα βιτρίνας, και πετάχτηκε σαν ελατήριο όταν φτάσαμε στο κτήριο όπου στεγάζονταν τα γραφεία του Ντύλαν.
Νευρίασα μαζί του καθώς τον έβλεπα να τρέχει σαν να τον κυνηγούσε ο θάνατος προς τη βαριά πόρτα του κτηρίου. Μέχρι να παρκάρω στο γκαράζ και να ανέβω κι εγώ τα σκαλιά ως το λόμπι, είχε εξαφανιστεί. Μπήκα στο πρώτο ασανσέρ που ελευθερώθηκε και πάτησα ανυπόμονα το κουμπί για τον δέκατο όροφο, βράζοντας από θυμό. Όμως λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες, τον είδα να τρέχει προς το μέρος μου, φοβισμένο. Πίσω του έτρεχαν τρία κορίτσια που φώναζαν τ’ όνομά του σχεδόν υστερικά. Προσπαθούσε να κρυφτεί κι ενώ ήθελα πολύ να τον τιμωρήσω αφήνοντάς τον στα νύχια τους, τελικά κράτησα ανοιχτές τις πόρτες όσο χρειαζόταν για να μπορέσει να μπει μέσα. Με κοίταξε έντρομος να του χαμογελάω στραβά ενώ προσπαθούσε να βρει την ανάσα του.
«Ευχαριστώ» είπε τελικά.
«Ναι...»
«Κοίτα, δεν έχω κάτι προσωπικό με σένα» προσπάθησε να μου εξηγήσει. Δεν μου ξέφυγε πως η φωνή του έτρεμε ενώ παρατήρησα πως έδειχνε πραγματικά χαμένος. Για μία στιγμή η καρδιά μου τον λυπήθηκε αλλά αμέσως μετά σκέφτηκα πως μπορεί να το έκανε επίτηδες όλο αυτό “λυπήσου με”, σαν ένα παιχνίδι για να γλιτώσει από μένα αναίμακτα.
«Κύριε Λούκας, πραγματικά δεν με νοιάζει αν έχεις κάτι προσωπικό μαζί μου, ή όχι... δεν με αφορά καθόλου. Μου ανέθεσαν μία δουλειά και θα κάνω ο,τι περνάει από το χέρι μου για να την κάνω. Είμαι πολύ πεισματάρα... δεν θες να μου πας κόντρα».
Δέχτηκε την πρόκλησή μου μ’ ένα αχνό χαμόγελο. Στάθηκε μπροστά μου ευθυτενής και με πλησίασε, προκαλώντας μου μεγάλο εκνευρισμό έτσι όπως έγερνε κοντά μου.
«Θα το δούμε αυτό» έκανε χαμηλόφωνα, κάνοντας τις τρίχες στο σβέρκο μου ν’ ανασηκωθούν. Την επόμενη στιγμή, βγήκε έξω από το ασανσέρ τρέχοντας, αφήνοντάς με πίσω σχεδόν παραλυμένη. Τελευταία στιγμή βγήκα από το ασανσέρ κι εγώ. Αδιαφόρησα για τα περίεργα βλέμματα των ατόμων που δούλευαν στο γραφείο του Ντύλαν, και χωρίς να διστάσω, άνοιξα την πόρτα διάπλατα. Ο Σκάιλαρ ήταν ήδη σκυμμένος πάνω από το ξύλινο έπιπλο πίσω από το οποίο καθόταν ο Ντύλαν, αλλά στράφηκε να με κοιτάξει έντρομος πάνω από τον ώμο του.
«Μην πιστέψεις κουβέντα απ’ όσα σου είπε» ήταν το πρώτο πράγμα που δήλωσα. Εκείνος έβγαλε τα γυαλιά του για να πιέσει την κορυφή της μύτης του, ενώ ο Σκάιλαρ σήκωνε τα μάτια ψηλά αγανακτισμένος.
«Δεσποινίς Έλιοτ, σε τι οφείλω την απρόσμενη επίσκεψή σας;» μας ρώτησε και τους δύο, ενώ έγνεψε να καθίσουμε στις καρέκλες μπροστά από το γραφείο του.
Αρχίσαμε να μιλάμε ταυτόχρονα με τον Σκάιλαρ λέγοντας ο καθένας τη δική του πλευρά της ιστορίας. Ο Ντύλαν μας κοιτούσε με την απόλυτη απόγνωση να ζωγραφίζεται στο βλέμμα του. Προσπάθησε να μας ηρεμήσει όταν αρχίσαμε να πετάμε κατηγορίες ο ένας στον άλλον κι αναγκάστηκε εντέλει να χτυπήσει το χέρι στο ξύλο για να μας κάνει να σταματήσουμε.
«Ωραία, τώρα που έχω την προσοχή σας...» ξεφύσησε αργά, και πολύ κουρασμένα. «Με προσέχετε, έτσι δεν είναι;» ρώτησε για σιγουριά. Κουνήσαμε καταφατικά και οι δύο το κεφάλι μας ταυτόχρονα. Ξάφνου κατάλαβα πως ένιωθαν οι συμμαθητές μου που κατέληγαν στο γραφείο του διευθυντή στο σχολείο. Έτρεμα από τον φόβο. «Εξηγήστε μου, ένας ένας τι έχει συμβεί...»
«Ντύλαν, τι στο καλό σκεφτόσουν;» ρώτησε με παράπονο ο Σκάιλαρ. «Έστειλες δημοσιογράφο στο σπίτι μου χωρίς να μου το πεις;»
«Το καλό σου σκέφτομαι, Σκάι...»
«Πως είναι αυτή το καλό μου όταν τη βρήκα να κοιτάζει από το παράθυρο του σαλονιού μου;»
Ο Ντύλαν στράφηκε σε μένα για περαιτέρω εξηγήσεις, αμέσως.
«Χτυπούσα επί δέκα λεπτά κι αφού δεν πήρα απάντηση, μ’ έπιασε...»
«...η περιέργεια σου;» συμπλήρωσε τη φράση μου ο άντρας. Δεν έκρυβε το γεγονός πως η όλη κατάσταση τον διασκέδαζε. Αυτό εκνεύριζε τον Σκάιλαρ αρκετά αλλά δεν τολμούσε να βγάλει λέξη μπροστά στον Ντύλαν.
«Δημοσιογράφος είμαι» απολογήθηκα λες κι αυτό τα εξηγούσε όλα.
«Καταπάτησε τον προσωπικό μου χώρο και εισέβαλλε στην ιδιωτική μου ζωή, Ντύλαν» φώναξε ο Σκάιλαρ.
Ο Ντύλαν δεν βλεφάρισε καν. Απόρησα με την υπομονή του. Που την έβρισκε; Από που ερχόταν αυτή η ηρεμία;
«Τη δουλειά της έκανε, Σκάι, λιγάκι ανορθόδοξα αλλά δεν μπορώ να την κατηγορήσω γι’ αυτό».
«Έπρεπε να με ρωτήσεις πριν με φέρεις προ τετελεσμένου γεγονότος».
«Θα έλεγες όχι!»
«Φυσικά και θα έλεγα όχι» απάντησε εκείνος με παράπονο μικρού παιδιού. «Ξέρεις πως νιώθω για τους δημοσιογράφους και τις συνεντεύξεις. Ντύλαν, δεν μπορείς να περιμένεις να περάσω μία βδομάδα μ’ αυτήν εδώ!»
«Πίστεψέ με κύριε Λούκας, θα προτιμούσα να σκάσει βόμβα δίπλα μου από το να σε ανεχτώ τόσο καιρό» πετάχτηκα ενοχλημένη.
«Μπα, δεν είμαι καλό θέμα για μία λαμπρή δημοσιογράφο σαν του λόγο σου;»
«Πίστεψε με, δεν ήθελα να ξεκινήσει η καριέρα μου γράφοντας για σένα».
«Τι στο διάολο, δεν είναι καν αληθινή δημοσιογράφος;» τσίριξε θιγμένος.
«Είμαι αληθινή δημοσιογράφος, παλιογαϊδούρι» απάντησα στον ίδιο τόνο.
«Πως τολμάς να με αποκαλείς γαϊδούρι, μικρή ξανθιά...»
«Αυτό ήταν, σκασμός!»
Οι φωνές του Ντύλαν τρόμαξαν και του υπαλλήλους του ακόμα που μάλλον πρώτη φορά τον έβλεπαν να χάνει την υπομονή του. Άνοιξε το συρτάρι του γραφείου του κι έβγαλε ένα κουτί με παυσίπονα. Πήρε ένα για τον πονοκέφαλο μαζί με πολύ νερό, και κράτησε μερικές στιγμές την ανάσα του για να ηρεμήσει. Ζαρώσαμε στη θέση μας ταυτόχρονα με τον τρόπο που γύρισε να μας κοιτάξει. Δεν είχα δει ποτέ μου άνθρωπο πιο απογοητευμένο.
«Σκάιλαρ, μπορείς να με αφήσεις λίγο μόνο μου με την Άν, σε παρακαλώ;» ζήτησε ευγενικά. Ο ηθοποιός δίστασε λιγάκι αλλά τελικά παραιτήθηκε και σηκώθηκε με αργές κινήσεις. Έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω του αφού με αντίκρισε σαν να έλεγε πως αν έκανα καμιά βλακεία, θα μου έκοβε το λαρύγγι. «Δεσποινίς Έλιοτ, ξέρεις γιατί διάλεξα εσένα γι’ αυτό το άρθρο;» με ρώτησε ο άντρας. Ανασήκωσα τους ώμους με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου.
«Γιατί δεν ήθελε κανείς να περάσει με αυτή την ευχάριστη προσωπικότητα, μία ολόκληρη εβδομάδα;» σάρκασα ενοχλημένη.
«Εντάξει, μπορεί να ήταν κι αυτό, αλλά δεν ήταν ο κύριος λόγος» απάντησε εκείνος χαχανίζοντας νευρικά. «Σε διάλεξα γιατί είδα πως έχεις τσαγανό. Όταν μπήκες στο γραφείο του αδερφού μου είδα μία φωτιά να καίει μέσα σου που μου έδωσε να καταλάβω πως αν ήταν κάποιος ικανός να τα βγάλει πέρα με τον Σκάι, ήσουν εσύ».
«Μα δεν θέλει ούτε να με βλέπει, δεν θέλει να δώσει συνέντευξη...»
«Τότε ανάγκασε τον» με διέκοψε με νόημα εκείνος. «Δείξε του από τι είσαι φτιαγμένη, Άν, κάντον να θέλει να σου μιλήσει».
Ήταν καλός. Μου έδινε μία τεράστια πρόκληση γιατί ήξερε πως δεν θα την αρνιόμουν.
«Μπορώ να γράψω αυτό το άρθρο ακόμα κι αν δεν μου πει κουβέντα» του είπα με σιγουριά μετά από μερικές στιγμές σιωπής. «Αλλά δεν πρόκειται να πω ψέματα. Θα γράψω αυτό που θα ζήσω. Δεν θα χρυσώσω το χάπι και δεν θα πω ψέματα» επανέλαβα με σθένος.
«Πίστεψε με, Άν, δεν θα χρειαστεί. Θα δεις το πραγματικό του πρόσωπο όταν σε εμπιστευτεί...» χαμογέλασε τρυφερά. «Τώρα, μπορείς να του πεις να περάσει μέσα. Θα μιλήσω λιγάκι μαζί του και μετά μπορείτε να φύγετε».
Ο Σκάιλαρ μπήκε στο γραφείο έτοιμος για να δώσει μάχη. Έκλεισε την πόρτα πίσω του πάνω που έριχνα το σώμα μου πάνω σε μία καρέκλα, υπενθυμίζοντας στον εαυτό μου πως έπρεπε να πάρω μερικές ανάσες για να συνέλθω. Τα πράγματα ήταν δύσκολα και κάτι μου έλεγε πως θα χειροτέρευαν ακόμα περισσότερο. Κοίταξα το κινητό μου που είχε κλείσει κι αναρωτήθηκα αν όταν το άνοιγα θα έβρισκα έστω μία απολογία από τον Κρις. Έριξα μία ματιά στο ρολόι μου, ήταν μόλις δέκα το πρωί και ήδη αυτή η μέρα μου φαινόταν ατέλειωτη.
Δέκα λεπτά αργότερα, η πόρτα άνοιξε πάλι, και βγήκε ο Σκάιλαρ από μέσα. Ήταν βλοσυρός αλλά σαφώς πιο ήρεμος από πριν. Μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω κι αυτό έκανα. Δεν έβγαλε άχνα όσο περιμέναμε το ασανσέρ, αλλά όταν μπήκαμε μέσα στράφηκε ολόκληρος προς το μέρος μου με αποφασιστικότητα.
«Δεν θα σου κάνω εύκολη τη ζωή. Μπορεί να κέρδισες αυτή τη μάχη, αλλά όχι τον πόλεμο» απεφάνθη μιλώντας σταθερά.
«Πόλεμο θες; Πόλεμο θα έχεις» απάντησα κι εγώ στον ίδιο τόνο, έτοιμη για όλα πια.
Υπέροχο!!!! Υπήρχε στο wattpad; Σαν να θυμάμαι αμυδρά την περιγραφή του....