top of page
Εικόνα συγγραφέαNektaria Markakis

Το μυστήριο της ορχιδέας φάντασμα

Το μυστήριο της ορχιδέας φάντασμα

Κεφάλαιο 1.


Αγία Πετρούπολη, Ιανουάριος 1919


Ένα μικροκαμωμένο αγόρι έτρεχε στους χιονισμένους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης, που ήταν άδειοι. Δεν κυκλοφορούσε ψυχή εκείνη τη στιγμή και η πόλη έμοιαζε σαν να είχε εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους της. Το κρύο και το χιόνι απαγόρευαν τις βόλτες μετατρέποντάς την σε πόλη φάντασμα. Μουσική ερχόταν μέσα από τα πλουσιότερα σπίτια, που δεν τους είχαν αγγίξει τα τρομερά γεγονότα των προηγούμενων ετών, αφού ήταν παραμονή Χριστουγέννων και οι περισσότεροι συναγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιος θα έκανε το μεγαλύτερο και πιο πετυχημένο πάρτι. Ήταν ένα ρίσκο, μιας και η Σοβιέτ είχε απαγορέψει τους εορτασμούς. Άλλοι το έκαναν κρυφά, άλλοι πιο φανερά, για να δείξουν πως αψηφούσαν τις εντολές τους αφού οι πλούσιοι κυρίως, ήταν εναντίων τους, από την πρώτη στιγμή. Ήταν τα μοναδικά σημάδια ζωής στην πόλη, εκτός από το μικρό, κοκαλιάρικο αγόρι που δεν ήταν μεγαλύτερο από έξι χρονών. Εκείνο δεν νοιαζόταν διόλου για τα πάρτι, αν και οι μυρωδιές από τα ψητά του έσπαγαν τη μύτη και έκαναν την αίσθηση της πείνας ακόμα πιο έντονη. Του θύμισαν περισσότερο τη φτώχεια τους και το γεγονός πως κι αυτός και η οικογένειά του, κάποτε, έκαναν να φάνε μέρες. Χαμήλωσε το κεφάλι του και ανέβασε τον γιακά του παλτού για να προστατευτεί λιγάκι από το κρύο, ενώ άνοιξε ακόμα περισσότερο το βήμα του για να φτάσει γρηγορότερα στον προορισμό του. Του είχε δοθεί μία αποστολή κι ήθελε να τη βγάλει εις πέρας· αγαπούσε με όλη του την καρδιά την γυναίκα που πήγαινε να βρει, γιατί πάντα του φερόταν όμορφα και τον πρόσεχε τόσο όσο η μάνα του.

Κοίταξε πάνω από τον ώμο του για να βεβαιωθεί πως δεν τον ακολουθούσε κανείς και χτύπησε την πόρτα του παλιού σπιτιού μπροστά του, συνθηματικά, με έναν ρυθμό που του είχε μάθει η ίδια πριν μερικούς μήνες. Σύντομα η πόρτα άνοιξε και το όμορφο πρόσωπό της έκανε την εμφάνισή του. Ήταν χλωμή κι αδύναμη αλλά αυτό δεν στερούσε τίποτα από την ομορφιά της. Τα ξανθά της μαλλιά έπεφταν ελεύθερα πάνω στους ώμους της, ενώ τα έντονα μπλε μάτια της έλαμπαν σαν ζαφείρια. Έκανε στην άκρη για να περάσει μέσα στο σπίτι και αμέσως τον τράβηξε προς την ξυλόσομπα για να ζεσταθεί.

«Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα, Ιβάν; Κάνει κρύο, δεν πρέπει να κυκλοφορείς έξω», τον μάλωσε χαρίζοντάς του μία τρυφερή αγκαλιά. «Να σου βάλω λίγο να φας;»

«Όχι, όχι, έχω να σου δώσω κάτι από τον Ντίμα», της είπε και το χαμόγελο της έσβησε αμέσως. Το πρόσωπό της φαινόταν απόκοσμο υπό το φως των κεριών που έκαιγαν αφημένα σε διάφορα σημεία του σπιτιού. Δεν είχε άλλον τρόπο να το φωτίσει, αλλά αστειευόταν στον Ντίμα όταν της ζητούσε συγγνώμη που δεν μπορούσε να της προσφέρει κάτι καλύτερο, πως της άρεσε πολύ η ατμόσφαιρα.

«Τον είδες;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή. Είχε μέρες να βρεθούν γιατί έπρεπε να προσέχουν. Τον τελευταίο καιρό τα πράγματα ήταν επικίνδυνα. Ο εμμονικός πρώην αρραβωνιαστικός της είχε βάλει λυτούς και δεμένους να τη βρουν, κι ας την είχε για νεκρή, για λίγο καιρό. Η αλήθεια πάντα βγαίνει στο φως, συνήθιζε να λέει ο πατέρας της, και δυστυχώς είχε δίκιο γιατί ένα λάθος, κόστισε την ηρεμία τους και την ελευθερία τους.

Ο μικρός Ιβάν έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί από την τσέπη του το οποίο της το έδωσε. Τα χέρια της είχαν χάσει την σταθερότητά τους όσο το ξεδίπλωναν για να διαβάσει τις λιγοστές λέξεις που της είχε γράψει, ανορθόγραφα, ο άντρας που αγαπούσε.

Μας ανακάλυψαν. Πρέπει να φύγουμε σήμερα. Πάρε ό,τι θεωρείς απαραίτητο κι έλα να με βρεις.

Εκείνη την ώρα το μυαλό της σταμάτησε να δουλεύει, αλλά την επόμενη στιγμή, τα γρανάζια μπήκαν ξανά σε λειτουργία. Ήξερε που έπρεπε να πάει. Πέταξε το κομμάτι χαρτί μέσα στην ξυλόσομπα κι άρχισε να τρέχει σαν τρελή μέσα στο σπίτι. Δεν είχε πολλά πράγματα γιατί τα περισσότερα τα είχε μαζέψει σε μια βαλίτσα που βρισκόταν μαζί με τον Ντίμα, σε περίπτωση που αναγκάζονταν να τρέξουν, όπως κι έγινε. Το παλτό της έπρεπε να φορέσει και να πάρει τα δύο πολυτιμότερα πράγματα που της ανήκαν. Το ένα ήταν το μενταγιόν που της είχε κάνει δώρο ο παρολίγον άντρας της. Δεν του το έδωσε ποτέ πίσω γιατί στην μεγάλη ανάγκη, θα μπορούσαν να του πουλήσουν για να επιβιώσουν. Δεν ντράπηκε καθόλου που στην ουσία το έκλεβε αφού της είχε πει πως ήταν οικογενειακό κειμήλιο, γιατί ήξερε πως μπορούσε να αποτελέσει τη σωτηρία της. Εκείνος είχε χρήματα τα οποία μπορούσαν να συντηρήσουν ακόμα και τα εγγόνια του κι ήταν σίγουρη πως δεν δενόταν συναισθηματικά με τέτοιου είδους υλικά πράγματα. Στην πραγματικότητα, ο παρολίγον άντρας της, είχε δυσκολία να δεθεί συναισθηματικά με το οτιδήποτε και τον οποιονδήποτε. Γι’ αυτό ήταν σίγουρη πως το κόσμημα δεν θα του έλειπε καθόλου.

Το δεύτερο, ήταν ακόμα πιο πολύτιμο, αφού ήταν ο καρπός του έρωτά της με τον Ντίμα. Πήγε προσεκτικά στην ξύλινη κούνια που κοιμόταν ο μικρός Μίσα. Ήταν σαν αγγελούδι. Λυπήθηκε που έπρεπε να τον ξυπνήσει και να τον βγάλει έξω στο κρύο αλλά αν δεν το έκανε τώρα, δεν θα ζούσαν ποτέ μια ήρεμη και φυσιολογική ζωή. Άφησε τα δάκρυά της να κυλήσουν ελεύθερα και πέρασε γύρω από τον μικρό του λαιμό, την αλυσίδα με το μενταγιόν. Τον σήκωσε στην αγκαλιά της κι εκείνος παραπονέθηκε λιγάκι, αλλά όταν ένιωσε πως βρισκόταν στα ασφαλή χέρια της μητέρας του, ηρέμησε αμέσως. Τον τύλιξε με μία χοντρή κουβέρτα και μετά, τον έκρυψε κάτω από το γούνινο παλτό της και κοίταξε με αποφασιστικότητα τον μικρό Ιβάν.

«Μικρέ μου, πρέπει να φύγουμε. Είχαμε μιλήσει για το τι θα έπρεπε να κάνεις σε περίπτωση που ερχόταν αυτή η στιγμή. Θέλω να σταθείς στο ύψος των περιστάσεων», του είπε κοιτώντας τον έντονα στα μάτια μέχρι που ο μικρός ζάρωσε λιγάκι, τρομαγμένος, γιατί δεν τον είχε κοιτάξει ξανά έτσι.

«Να μην έρθω μαζί σου;»

«Όχι καλέ μου, Ιβάν. Είναι επικίνδυνα. Σ’ ευχαριστώ για όλα όσα έχεις κάνει για εμάς. Και να θυμάσαι. Δεν γνώριζες, ποτέ, που ήμουν».

Σήκωσε την κουκούλα του παλτού της για να καλύψει το κεφάλι της και με σταθερό βήμα, άρχισε να περπατάει μέσα στα στενά της Αγίας Πετρούπολης. Ο καλός κόσμος διασκέδαζε λες και δεν είχε την παραμικρή έγνοια, αλλά σύντομα τα πάρτι τους θα λάμβανε τέλος, ίσως και αιματηρό τέλος, γιατί οι άντρες της Σοβιέτ είχαν ξεκινήσει ήδη περιπολίες. Δεν την αφορούσαν τα πάρτι τους, ούτε τα πλούτη τους, το μόνο που ήθελε ήταν να φτάσει στον προορισμό της, εκεί όπου την περίμενε ο έρωτας της ζωής της για να φύγουν μαζί από την παγωμένη χώρα. Όμως, για μία στιγμή μόνο τους ζήλεψε γιατί θα έδινε τα πάντα να μπορούσε να ζήσει χωρίς φόβο. Θα ήθελε να μπορεί να κυκλοφορεί ανέμελη στους δρόμους με τον Ντίμα και το παιδί τους, σαν να ταίριαζαν μαζί τους, όχι σαν να ήταν παρίες. Όμως αυτό δεν θα συνέβαινε ποτέ, όσο κι αν το ονειρευόταν και να το ήθελε.

Περπατούσε για ώρα όταν σταμάτησε για μία στιγμή κάτω από ένα υπόστεγο για να πάρει μία ανάσα. Το κρύο δυσκόλευε την αναπνοή της και των λίγων μηνών μωρό της, είχε αρχίσει να ξυπνάει και να γκρινιάζει γιατί πεινούσε. Τράβηξε με προσοχή την κουβέρτα από το πρόσωπό του και τον κοίταξε με λατρεία. Δεν φανταζόταν ποτέ πως ο έρωτας δύο ανθρώπων μπορούσε να δημιουργήσει κάτι τόσο τέλειο, όπως ο γιος της. Παραλίγο να πεθάνει ενώ τον έφερνε στη ζωή αλλά από τότε κιόλας ήταν σίγουρη πως θα έδινε τη ζωή της για εκείνον, χωρίς δισταγμό.

«Κάνε κουράγιο αγάπη μου, σε λίγο να είμαστε μαζί με τον μπαμπά και θα σε ταΐσω», του είπε τρυφερά.

Άκουσε υστερικές φωνές να έρχονται από το σημείο της πόλης, που την έκαναν να τιναχτεί φοβισμένη, όπου έμενε και σύντομα είδε ανθρώπους να τρέχουν προς τα εκεί. Άκουσε τις σειρήνες του πυροσβεστικού οχήματος και κοίταξε πάνω από τις σκεπές, εκεί όπου ανέβαινε ο μαύρος καπνός από τη φωτιά που κατάκαιγε το σπίτι της. Αυτή ήταν η δουλειά του μικρού Ιβάν, να καταστρέψει κάθε στοιχείο που να φανέρωνε την ύπαρξή της εκεί μέσα. Ένιωσε τα μάτια της να καίνε, αλλά αυτή τη φορά συγκράτησε τα δάκρυά της και πήρε μια βαθιά ανάσα για να βρει το θάρρος της και πάλι.

«Σςςςς, μικρέ μου, όλα είναι καλά, μην κλαις», παρακάλεσε το μωρό της.

Φίλησε την κορυφή του κεφαλιού του και αφού βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω, συνέχισε το δρόμο της. Φοβόταν για τη ζωή της και για τη ζωή του παιδιού της, αλλά όσο κι αν το σκεφτόταν, δεν θα άλλαζε τίποτα. Όλα ξεκίνησαν πάνω από ενάμιση χρόνο όταν ερωτεύτηκε κάποιον που δεν έπρεπε. Ο Ντίμα ήταν όλη της η ζωή, η ψυχή της και να τον αγαπήσει, ήταν η πιο σωστή απόφαση που είχε πάρει ποτέ της. Η σχέση τους είχε σκορπίσει τον θάνατο αλλά ακόμα και οι νεκροί την προτιμούσαν να είναι με τον φτωχό Ντιμίτρι. Γιατί εκείνος, θα μπορούσε να την αγαπήσει με όλη του την καρδιά, θα μπορούσε να δώσει τη ζωή του για εκείνη, εν αντιθέσει με αυτόν που την κυνηγούσε, τώρα.

Ο Ντιμίτρι ήταν ο πιο καθαρός άνθρωπος που είχε γνωρίσει ποτέ της. Της είχε ξεκαθαρίσει πως δεν θα μπορούσε να της προσφέρει την πλουσιοπάροχη ζωή που ζούσε από τη μέρα που γεννήθηκε, αλλά της είχε κάνει ήδη ένα υπέροχο δώρο, το παιδί τους. Κι εκεί που πίστευαν πως θα μπορούσαν να ζήσουν τη ζωή τους ελεύθεροι οι τρεις τους, ο μεγαλύτερος εχθρός τους ξαμόλησε τους άντρες του για να τη βρουν. Δεν θα τους άφηνε να την πάρουν πίσω. Είχαν πει με τον Ντίμα πως σε περίπτωση που τους ανακάλυπταν, θα συναντιόντουσαν στο μυστικό τους μέρος για να φύγουν μαζί. Δεν περίμενε πως θα αναγκάζονταν να φύγουν μέσα στο χιόνι και την παγωνιά, αλλά δεν είχαν άλλη επιλογή. Προφανώς πλησίασαν τον Ντίμα και τον απείλησαν γιατί κατάλαβαν κάτι. Τρομοκρατήθηκε κι ευχήθηκε να μην τον είχαν πειράξει και άρχισε να τρέχει ελαφρά για να φτάσει γρηγορότερα στον προορισμό της.

Χαμογέλασε γιατί επιτέλους είχε φτάσει στο μέρος που ο Ντίμα έκρυβε ένα αμάξι που είχε φτιάξει ο ίδιος στο γκαράζ όπου δούλευε. Είχε παρατήσει με μεγάλη ευκολία το όνειρό του για να μπορέσει να κάνει κάτι για να μπορεί να της δώσει έστω τα βασικά προς το ζην. Ήταν καλός στη δουλειά του και μάθαινε εύκολα. Μάζευε ανταλλακτικά και σιγά-σιγά είχε κάνει να λειτουργεί ξανά ένα παλιό, σχεδόν κατεστραμμένο αμάξι που του είχε αφήσει ένας πλούσιος πελάτης του αφεντικού του. Του είχε βάλει κουκούλα για να προστατεύονται από το χιόνι και είχε από την πρώτη στιγμή αποθηκεύσει μέσα δύο βαλίτσες με ρούχα τους, σε περίπτωση που έπρεπε να το σκάσουν. Τον είδε να την περιμένει στην πόρτα του γκαράζ και σήκωσε χαμογελώντας πέρασε το δρόμο για να πάει κοντά του.

«Πάρε τον μικρό, έχει παγώσει», του είπε και του έδωσε προσεκτικά το παιδί. Εκείνος το έβαλε στα πίσω καθίσματα, κάτω στο πάτωμα, μέσα σε ένα κρεβατάκι που του είχε φτιάξει. Μόλις έμπαινε κι εκείνη στο πίσω κάθισμα, θα τον τάιζε επιτέλους γιατί δεν είχε σταματήσει να γκρινιάζει. Ο Ντίμα το τύλιξε με τις κουβέρτες που είχαν το μονόγραμμά του πάνω και γύρισε στην κοπέλα που κοιτούσε τριγύρω ανήσυχη. «Να φεύγουμε πριν μας βρούμε», του είπε εκείνη αμέσως.

«Σε ακολούθησε κάποιος; Μπορούμε να μείνουμε εδώ ως το πρωί και να φύγουμε όταν βρει ο ήλιος. Δεν θα αντέξουμε στο κρύο, ειδικά ο μικρός».

«Δεν ξέρω, Ντίμα… έχω ένα κακό προαίσθημα», απάντησε η κοπέλα, αλλά δεν πρόλαβε καλά-καλά να τελειώσει τη φράση της και είδε τον πρώην αρραβωνιαστικό της να στέκεται στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Τον είδε να βγάζει το όπλο του και να το στρέφει προς τον Ντίμα. Δεν δίστασε να μπει μπροστά στον άντρα που αγαπούσε για να τον σώσει, ελπίζοντας πως ο άντρας δεν θα πατούσε τη σκανδάλη. Έκανε λάθος. Πρώτα άκουσε τον κρότο που της έκοψε την ανάσα. Μετά, ένιωσε έναν οξύ πόνο στο στέρνο στιγμές και το σώμα της τραντάχτηκε. Χαμήλωσε το βλέμμα της ίσα-ίσα για να δει ένα κατακόκκινο λεκέ να απλώνεται πάνω στο λευκό ύφασμα που αγκάλιαζε το σώμα της. Άρχισε να ζαλίζεται και να μην την κρατάνε τα πόδια της. Άκουσε τον Ντίμα να φωνάζει σπαρακτικά το όνομά της κι αναζήτησε το πρόσωπό του για να το δει μια τελευταία φορά.

Στα μάτια του αντικατοπτριζόταν το σοκ και ο τρόμος. Την κράτησε στην αγκαλιά του, λίγο πριν την προδώσουν οι δυνάμεις της.

«Τι έκανες;» της είπε κλαίγοντας σπαρακτικά.

«Σε αγαπώ», του είπε χωρίς ανάσα.

«Δεν έπρεπε να το κάνεις. Σου υποσχέθηκα πως θα πέθαινα για σένα… έπρεπε να με αφήσεις να το κάνω, όχι να κινδυνεύσεις εσύ για μένα».

«Ποτέ δεν θα άφηνα να πάθεις κάτι. Ο Μίσα θα έχανε δύο γονείς αν πέθαινες, γιατί χωρίς εσένα, δεν θα ζούσα», έκλαψε δυνατά εκείνη και ο Ντίμα σήκωσε το βλέμμα του για να ρίξει μια ματιά προς τους άντρες στο απέναντι πεζοδρόμιο που ετοιμάζονταν να περάσουν το δρόμο.

«Θα σε σηκώσω και θα πάμε στο αυτοκίνητο. Ετοιμάσου…»

«Δεν προλαβαίνουμε», τον διέκοψε με την ανάσα της να γίνεται κοφτή. «Πρέπει να φύγεις. Σώσε τον Μίσα, σε παρακαλώ», ήταν το τελευταίο πράγμα που κατάφερε να πει πριν αφεθεί στα χέρια του θανάτου.


Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Comments


bottom of page