Άνοιξε τα μάτια του απότομα λες και βγήκε από βαθύ ύπνο. Ήταν ξαπλωμένος κάπου δροσερά όμως γύρω του το σκοτάδι ήταν τόσο πηχτό που δεν έβλεπε καν το χέρι του όταν το σήκωσε για να το φέρει μπροστά στο πρόσωπο του. Πήρε μια βαθιά ανάσα που γέμισε τα πνευμόνια του με τη μυρωδιά του βρεγμένου εδάφους, μούχλας και καθαρού αέρα. Δεν ήξερε που βρισκόταν. Δεν είχε ιδέα καν πως είχε βρεθεί εκεί. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν να πέφτει για ύπνο στο κρεβάτι του.
Και μετά... τίποτα.
Έπεσε για ύπνο με μία σκέψη στο νου που τον βασάνιζε εδώ και μέρες. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση που θα του άλλαζε τη ζωή. Αισθανόταν σαν να βρισκόταν μπροστά σε ένα σταυροδρόμι χωρίς ταμπέλες για το που έβγαζε ο κάθε δρόμος. Δεν ήξερε αν έπρεπε να πάει μπροστά, αν έπρεπε να στρίψει δεξιά ή αριστερά, ή ακόμα και να γυρίσει πίσω εκεί που ήξερε, στις παλιές του συνήθειες που μπορεί να έκαναν τη ζωή του βαρετή και προβλέψιμη, αλλά τουλάχιστον του χάριζαν ασφάλεια. Πόσες φορές είχε ευχηθεί να μπορούσε να εξαφανιστεί, να μην χρειαστεί να πάρει αυτή την απόφαση; Πολλές, απάντησε στον εαυτό του, και τώρα η ευχή του είχε γίνει πραγματικότητα... κι αυτό τον τρόμαζε πολύ.
Ψηλάφισε το χώρο γύρω του για να μπορέσει να σιγουρευτεί πως δεν θα κινδύνευε με την παραμικρή κίνηση που θα έκανε. Όπου κι αν ακουμπούσε, το μόνο που έπιανε ήταν λάσπη. Με δυσκολία ανασήκωσε τον κορμό του. Έμεινε λιγάκι καθισμένος για να μπορέσει να προσαρμόσει πάλι την αναπνοή του αφού με κάθε κίνηση ο έντονος πόνος που ένιωθε στο κορμί του, έριχνε τις άμυνες του και τον καθιστούσε αδύναμο ακόμα και να αναπνεύσει σωστά. Έπρεπε να βρει τρόπο να φωτίζει λιγάκι το δρόμο του, δεν γινόταν να πηγαίνει στα τυφλά. Από μικρός είχε πρόβλημα με το να εμπιστευτεί το σκοτάδι. Τον τρόμαζε το άγνωστο περισσότερο κι από τον ίδιο το θάνατο.
Θυμήθηκε εκείνον το Zippo που του είχε δώσει ο παππούς του πριν πεθάνει. Τον είχε ορκίσει να τον κουβαλάει πάντα μαζί του κι εκείνος δεν του είχε χαλάσει χατίρι. Εκεί τον είχε πάντα, μέσα στην τσέπη του παντελονιού του, κι ας μην κάπνιζε. Η ελπίδα τον επισκέφτηκε αμέσως. Έχωσε το χέρι του στη δεξιά του τσέπη και άφησε την ανάσα του να βγει αργά μόλις τύλιξε τα δάχτυλά του γύρω από τον αναπτήρα. Το παγωμένο αντικείμενο έδωσε ζωή σε όλο του το σώμα. Ήταν πραγματικά ανακουφιστικό το ότι σε αυτόν τον άγνωστο, σκοτεινό τόπο, είχε μαζί του κάτι από το σπίτι του. Κάτι από τον άνθρωπο που πάντα με τον τρόπο του του έδινε λύσεις για να βγει από το αδιέξοδο του.
Έφερε το δάχτυλο πάνω από την πέτρα του Zippo και τη γύρισε μία φορά με δύναμη, περιμένοντας με λαχτάρα να δει φως. Στην αρχή δεν έβγαλε καν σπίθα ο αναπτήρας. Έπρεπε να δουλέψει, φρόντιζε να τον γεμίζει συχνά γιατί οι καπνιστές φίλοι του τον χρησιμοποιούσαν κάθε φορά που ξέμεναν από αναπτήρα. Το προηγούμενο βράδυ είχε βάλει υγρό μέσα. Έπρεπε να ανάψει. Δοκίμασε άλλες δύο φορές ώσπου επιτέλους στην τρίτη φορά, η φλόγα έμεινε αναμμένη να αιωρείται μέσα στο σκοτάδι.
Ένιωσε το στέρνο του να σφίγγεται όταν έστρεψε τη φλόγα γύρω του. Αντίκρισε μόνο κάτι μαύρες μακρόστενες τετραγωνισμένες φιγούρες, τόσο ψηλές που του φάνηκε πως έφταναν ως τον ουρανό. Σύρθηκε κοντά σε μία για να ξεκαθαρίσει με τι βρισκόταν αντιμέτωπος πριν πανικοβληθεί εντελώς. Ήταν θάμνοι, τόσο αφύσικα μεγάλοι, ενώ απλώνονταν μπροστά του όσο έφτανε το μάτι του και όσο μακριά μπορούσε να φωτίσει η φλόγα που τρεμόπαιζε.
Έσβησε για λίγο τον αναπτήρα μέχρι να αποφασίσει ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα του. Δεν μπορούσε να μείνει εκεί για πάντα. Ήδη είχε αρχίσει να κρυώνει. Του φάνηκε τόσο γελοίο που πάλι είχε βρεθεί σε τέτοιο δίλημμα. Γέλασε με την ατυχία του και με κόπο στάθηκε στα πόδια του που έτρεμαν από την κούραση. Θα έδινε τα πάντα να μάθαινε που στο δαίμονα είχε βρεθεί στα καλά του καθουμένου. Άναψε πάλι το Zippo του κι άρχισε την πορεία του. Πήρε το μονοπάτι που απλωνόταν μπροστά του πατώντας προσεχτικά στο πετρώδες έδαφος. Έστρεφε τη φλόγα προς όλες τις κατευθύνσεις ενώ έκανε ταυτόχρονα μία στροφή γύρω από τον εαυτό του. Κατάπιε με δυσκολία. Οι θάμνοι έμοιαζαν απειλητικοί ενώ οι σκιές που δημιουργούσε το λιγοστό φως του πάγωναν το αίμα. Ξάφνου ήταν λες και είχε γυρίσει πίσω στο παρελθόν, τότε που ήταν παιδί και τρόμαζε με κάθε θόρυβο, με κάθε σκιά, ειδικά όταν έμενε στο σπίτι του παππού του που βρισκόταν αρκετά πιο έξω από το χωριό. Ήταν απομονωμένο και εκείνο το δέντρο έξω από το δωμάτιο του ανέκαθεν του προκαλούσε τους χειρότερους εφιάλτες. Τους ζούσε ξανά τώρα που τα κλαδιά στις κορυφές των θάμνων έμοιαζαν με τέρατα που προσπαθούσαν να τον αρπάξουν.
Κράτησε μερικές στιγμές την ανάσα του για να ηρεμήσει τον εαυτό του. Δεν ήταν πια παιδί. Δεν υπήρχαν τέρατα, κανείς δεν ήθελε να τον αρπάξει και να τον πειράξει. Αν υπήρχε κάτι επικίνδυνο στη ζωή του, ήταν ο ίδιος του ο εαυτός. Εκείνος που πάντα έστελνε τη ζωή του σε ένα σωρό αδιέξοδα και περίεργες καταστάσεις όπως αυτή εδώ. Έπρεπε να βγει από αυτό το μέρος. Τον έπνιγε, τον τρόμαζε το άγνωστο τόσο πολύ. Άνοιξε το βήμα του και με αποφασιστικό βήμα έστριψε δεξιά. Μερικά μέτρα πιο κάτω όμως έφτασε πάλι σε ένα ακόμα αδιέξοδο. Γύρισε πίσω και δοκίμασε να προχωρήσει ευθεία. Πάλι δεν τον έβγαλε πουθενά το μονοπάτι που διάλεξε. Πήγε προς τα πίσω και έστριψε δεξιά στο πρώτο σταυροδρόμι. Πάλι αδιέξοδο. Είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του. Η φλόγα από το Zippo είχε αρχίσει να τρεμοπαίζει επικίνδυνα.
Ένιωσε να χάνει την υπομονή του και την ελπίδα του αφού σε κάθε στροφή που έπαιρνε, έβγαινε μπροστά σε εμπόδια που τον ανάγκαζαν να γυρίσει πίσω. Του φάνηκε πως άκουγε ψιθύρους να φέρνει ο αέρας που μόλις είχε αρχίσει να φυσάει, κάνοντας τα βρεγμένα του ρούχα να κολλάνε πάνω του και να τον παγώνουν. Έφερε τον αναπτήρα μπροστά από το πρόσωπο του, λες και θα μπορούσε να τον ζεστάνει λιγάκι η φλόγα, και σάστισε όταν παρατήρησε την ανάσα του να δημιουργεί ένα συννεφάκι. Η θερμοκρασία είχε πέσει θεαματικά. Έπεισε τον εαυτό του να κάνει μερικά βήματα ακόμα προς το άγνωστο όταν ξάφνου μια λάμψη στο τέλος τους διαδρόμου αυτού του λαβύρινθου στον οποίο είχε βρεθεί, του τράβηξε την προσοχή. Αρχικά σκέφτηκε πως ήταν η φαντασία του αλλά όταν συγκεντρώθηκε είδε τη λάμψη που είχε μέγεθος όσο και η φλόγα από τον ασημένιο Zippo να κοντοστέκεται λες και τον περίμενε.
Έδωσε εντολή στα πόδια του να ξεκολλήσουν από το χώμα και να πλησιάσουν τη λάμψη. Ένιωθε λες και τον μαγνήτιζε, λες και τον τραβούσε μαζί της. Δεν έπρεπε να αντισταθεί. Έκανε μερικά βήματα κοντά της και την είδε να στρίβει δεξιά απότομα και να τρέχει ως το τέλος του διαδρόμου. Έτρεξε κι εκείνος μαζί της μα όταν έφτασε εκεί, κάτι παράξενο συνέβη. Λάμψη μεγάλωσε κι άρχισε να του δείχνει εικόνες από τη ζωή του. Την στιγμή που γεννήθηκε και η μητέρα του τον κράτησε στην αγκαλιά της, τα πρώτα του βήματα, τον χαμό που δημιουργούσε κάθε φορά που έτρωγε... και σε όλες τις εικόνες άκουγε μόνο ένα πράγμα, το γέλιο των γονιών του που ποτέ δεν τον μάλωσαν για τις τρέλες του.
Η λάμψη μίκρυνε και πάλι πριν προχωρήσει αρκετά μέτρα μπροστά. Έστριψε αριστερά και χάθηκε από το οπτικό του πεδίο. Τρόμαξε, γι’ αυτό άνοιξε το βήμα. Ήταν η μόνη του συντροφιά αυτή η λάμψη, ήταν μια φλόγα ελπίδας κι ας μην ήξερε που τον πήγαινε. Αναστέναξε ανακουφισμένος όταν τη βρήκε να τον περιμένει στο τέλος κι αυτού του διαδρόμου. Μόλις πλησίασε, έγινε πάλι αυτό το μαγικό πράγμα, πάλι είδε εικόνες από τη ζωή του ως παιδί. Την πρώτη του φορά στο σχολείο, κι αργότερα το πρώτο του παιχνίδι στο ποδόσφαιρο, το πρώτο κορίτσι για το οποίο χτύπησε η καρδιά του, και μετά σε μεγαλύτερη ηλικία το πρώτο του φιλί. Χαμογέλασε ασυναίσθητα. Τόσες όμορφες στιγμές... κατάπιε με δυσκολία τον κόμπο στο λαιμό του ενώ η λάμψη μίκραινε και σαν τρελή τον οδηγούσε μέσα από τα δαιδαλώδη μονοπάτια του λαβύρινθου. Έτρεχε πίσω της με κομμένη την ανάσα, νιώθοντας μια γλυκιά ζαλάδα γιατί όσο πιο πολύ έτρεχε τόσες περισσότερες εικόνες από τη ζωή του έβλεπε. Τη πρώτη φορά που χόρεψε με κορίτσι, την πρώτη φορά που έκανε έρωτα, το πρώτο του μεθύσι, τον πρώτο του καυγά... όλα ήταν εκεί. Εκεί ήταν και η περηφάνια των γονιών του όταν πήρε πτυχίο και όταν βρήκε την πρώτη του δουλειά. Τους είδε να βουρκώνουν όταν πήρε την τελευταία κούτα με τα πράγματα του όταν μετακόμισε στο δικό του διαμέρισμα. Είδε τη χαρά τους όταν τους γνώρισε εκείνη... το φως του...
Σταμάτησε να τρέχει για να δει καλύτερα το πρόσωπο της στην ανάμνηση αυτή. Έκλαιγε. Ήταν η πρώτη φορά που της εκμυστηρεύτηκε πως ήθελε να πεθάνει. Πως δεν μπορούσε να λειτουργήσει πια. Πως ένιωθε λες και δεν είχε λόγο να ζει. Κι εγώ; τον είχε ρωτήσει κλαίγοντας. Κοντοστάθηκε για λίγο με το παράπονο να του κάνει επίθεση. Σε τέτοια κατάσταση βρισκόταν και τώρα. Τα πράγματα είχαν στενέψει δραματικά. Είχε βρεθεί σε ένα συναισθηματικό αδιέξοδο που του φαινόταν ότι δεν είχε καμία απολύτως διέξοδο. Έστρεψε το πρόσωπο του προς την λάμψη που έδειχνε σταθερά εκείνη να γελάει με κάποιο αστείο του, να χορεύει μαζί του ενώ μαγείρευαν, να τον φιλάει παθιασμένα κάθε φορά λες και ήταν η πρώτη τους... τα μάτια του βούρκωσαν. Με το ζόρι συγκρατιόταν να μην κλάψει.
«Γιατί μου τα δείχνεις αυτά;» ρώτησε χαμηλόφωνα, τρέμοντας.
Η φλόγα στον αναπτήρα έσβησε. Το ίδιο και η λάμψη μπροστά του. Όταν εμφανίστηκε και πάλι του έδειξε κάτι διαφορετικό, κάτι που τον τρόμαξε. Του έδειξε τις ζωές των ανθρώπων που αγαπούσε, χωρίς αυτόν. Τον πόνο και την αμφιβολία, όλα εκείνα τα : τι θα μπορούσα να είχα κάνει για να τον σταματήσω... δεν άντεξε. Έβαλε τα κλάματα μέχρι που γονάτισε στο έδαφος.
«Γύρνα πίσω στο φως» άκουσε μια ευγενική, βαθιά φωνή να του λέει. Σήκωσε το βλέμμα του και είδε τον παππού του να στέκεται μπροστά του χαμογελαστός. Σάστισε τόσο που δεν μπόρεσε να βγάλει άχνα. Ο άντρας άρχισε να περπατάει μακριά του. Του έδωσε το έναυσμα να σηκωθεί για να τον ακολουθήσει.
«Πες μου τι να κάνω» παρακάλεσε. Ο άντρας τον κοίταξε πάνω από τον ώμο του χωρίς να βγάλει άχνα. «Βοήθησε με...» ικέτευσε.
«Γύρνα πίσω στο φως... έχεις τόσα πολλά να κάνεις ακόμα... δεν έχει έρθει η ώρα για να τα παρατήσεις» ακούστηκε πάλι η φωνή του ανθρώπου που πάντα τον στήριζε όσο κανείς άλλος.
Η μορφή του απομακρυνόταν όλο και περισσότερο. Άρχισε να τρέχει πίσω του όταν ξάφνου, σε ένα τελευταίο βήμα που έκανε κοντά του, ένιωσε να πέφτει αβοήθητος στο κενό. Έβγαλε μια σπαραχτική κραυγή πριν ξυπνήσει στο κρεβάτι του, μ’ εκείνη στο πλευρό του να του χαϊδεύει τα μαλλιά και να του λέει πως όλα θα πήγαιναν καλά.
Και την πίστεψε... γιατί αυτή τη φορά ήξερε ποια απόφαση να πάρει και ήταν σίγουρος γι’ αυτή.
©Νεκταρία Μαρκάκη
Comentários