top of page

Δώδεκα μέρες Χριστούγεννα: Μέρα πέμπτη

  • Εικόνα συγγραφέα: Nektaria Markakis
    Nektaria Markakis
  • 13 Δεκ
  • διαβάστηκε 9 λεπτά
ree

Ο Γιώργος κοίταξε το ρολόι του αγχωμένος, σε λίγη ώρα έπρεπε να πάει στο γραφείο και η Όλγα είχε αργήσει στο πρωινό τους ραντεβού, για μία ακόμη φορά. Δε θα έπρεπε να τον ξαφνιάζει το γεγονός, ήταν το μόνο σταθερό πράγμα στον χαρακτήρα της και μετά από τόσα χρόνια θα έπρεπε να την είχε μάθει καλά. Ήταν έτοιμος να το βάλει κάτω όταν την είδε να κατεβαίνει από το λεωφορείο που μόλις είχε σταματήσει λίγο πιο κάτω, κι έτρεξε προς το μέρος του. Ήταν αγουροξυπνημένη και ατημέλητη, δεν της ταίριαζε αυτό το παρουσιαστικό, ήταν μια εντυπωσιακή γυναίκα που θα έπρεπε να λάμπει κι όχι να προσπαθεί να κρυφτεί ανάμεσα σε σκυθρωπά πρόσωπα. Δεν μπόρεσε να της κρατήσει κακία για την αργοπορία της. Χαμογέλασε και την έκρυψε στην αγκαλιά του ενώ δεν παρέλειψε να φιλήσει την κορυφή του κεφαλιού της, μία κίνηση που πάντα την έκανε να χαμογελάσει. Δεν χώρισαν για αρκετή ώρα, καταλάβαινε από τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της ότι δεν είχε καθόλου εύκολο βράδυ.

 Άνοιξε τα μάτια του χωρίς να την αφήσει μα η καρδιά του σφίχτηκε όταν είδε τη Βίκυ στο απέναντι πεζοδρόμιο να τους κοιτάζει έντονα. Ήταν καλύτερα έτσι, που τους είδε, ήθελε να πιστεύει πως με την Όλγα ήταν ζευγάρι ακόμα μα η αλήθεια ήταν πως πάνω από δύο χρόνια ήταν μόνος του και ονειρευόταν τη στιγμή που θα έβρισκε το θάρρος να της μιλήσει για τα αισθήματά του. Δε θα το έκανε ποτέ… ειδικά τώρα… Απομάκρυνε την Όλγα από κοντά του και κοίταξε το κουρασμένο πρόσωπό της.

«Τι σου έκανε πάλι το κάθαρμα;» τη ρώτησε χωρίς να κάνει τον κόπο να κρύψει την απέχθειά του για τον τύπο με τον οποίο πήγε κι έμπλεξε πριν ενάμιση χρόνο.

«Μην ανησυχείς, θα τελειώσει το βασανιστήριο σύντομα».

«Το σπίτι θα είναι έτοιμο μετά τα Χριστούγεννα, θα είσαι εντάξει ως τότε;»

«Ναι, δεν ξέρεις πόσο εκτιμώ αυτό που κάνεις», του είπε συγκινημένη. «Είσαι σίγουρος, όμως;»

Ο Γιώργος έριξε μια ματιά προς τη Βίκυ και χαμογέλασε μελαγχολικά. «Ναι, μα ακόμα κι αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, πάλι θα σε ανάγκαζα να μείνεις μαζί μου για να γλιτώσεις από αυτόν», αποκρίθηκε και χάιδεψε απαλά το μάγουλό της. «Η Βίκυ θα βγει ραντεβού με τον χλεχλέ από το Αμέρικα την Παρασκευή και θέλει να πάω μαζί της για συμπαράσταση».

Η Βίκυ γέλασε πνιχτά αλλά σοβαρεύτηκε μεμιάς όταν συνειδητοποίησε πόσο τον ενοχλούσε η σκέψη πως η κοπέλα για την οποία έλιωνε, έβγαινε με άλλον.

«Θα πας;» τον ρώτησε.

«Μόνο αν έρθεις μαζί μου», απάντησε με πονηρό ύφος και η Όλγα μούγκρισε ενοχλημένη. «Ο προκομένος σου θα λείπει, θα πάμε απλά για ένα ποτό και θα φύγουμε νωρίς, στο υπόσχομαι».

Είχε καιρό να βγει μαζί της και ήλπιζε πως η Όλγα θα απαντούσε θετικά. Δίστασε, δεν την αδικούσε γι’ αυτό αλλά ο φόβος δεν της ταίριαζε. Πόσο τον μισούσε που τη μετέτρεψε σε ένα φοβισμένο ζώο επειδή δεν άντεχε να τη βλέπει να κατακτά τον κόσμο…

«Ξέρεις κάτι; Ναι, ας πάμε, μου έχει λείψει μια έξοδος όμως…» Έκανε μια παύση που ο Γιώργος ήξερε πολύ καλά που οδηγούσε. «Θα της πεις πως νιώθεις».

«Δεν έχει νόημα», απάντησε χαμηλόφωνα και κοίταξε φευγαλέα προς το απέναντι πεζοδρόμιο και τη Βίκυ που μιλούσε ζωηρά με τον Άνταμ. «Εξάλλου έχει κάνει την επιλογή της».

Φίλησε την Όλγα στο μάγουλο και την αποχαιρέτησε πριν μπει στο καφέ πίσω του. Αγόρασε έναν ζεστό καπουτσίνο κι ένα καπ-κέικ με ένα αστεράκι πάνω του και πήγε με μεγάλο βήμα προς το κτήριο όπου στεγαζόταν τα γραφεία. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να αφήσει τον καφέ και το γλυκό στο γραφείο της Βίκυ και μετά πήγε στο δικό του για να ξεκινήσει τη μέρα του. Επικεντρώθηκε στην οθόνη του υπολογιστή του μέχρι που την είδε να μπαίνει στο χώρο. Του άρεσε να την παρατηρεί κάθε πρωί, χαμογελούσε μόλις έβλεπε τον καφέ να την περιμένει, το πρόσωπό της φωτιζόταν και δεν τον ενοχλούσε καν το γεγονός πως νόμιζε ότι κάποιος άλλος της τα άφηνε κάθε πρωί, του έφτανε το πόσο ευτυχισμένη έδειχνε.

Οι ματιές τους συναντήθηκαν και δεν μπόρεσε να μην της χαμογελάσει έστω και απαλά. Ανταπέδωσε και δεν του ξέφυγε το γεγονός πως κοκκίνησαν ελαφρά τα μάγουλά της. Από το δημοτικό το πάθαινε αυτό κάθε φορά που την πλησίαζε, τη θυμόταν να χαμηλώνει το βλέμμα ντροπαλά και να κοκκινίζει ολόκληρη… ήταν τόσο γλυκιά… κι έπρεπε εκείνος πάντα να χαλάει τη σχέση της με πειράγματα και χαζομάρες μόνο και μόνο για να την προστατέψει με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Ο πατέρας του, του είχε πει: μερικές φορές αναγκαζόμαστε να πληγώσουμε αυτούς που αγαπάμε για να μην τους δούμε να πληγώνονται από άλλους, κι από εκείνον είχε πάρει την ιδέα αλλά αν μπορούσε τώρα να γυρίσει τον χρόνο πίσω θα την προστάτευε από τον κόσμο και από τον ίδιο του τον εαυτό.

Έτριψε τα μάτια του κουρασμένος και γύρισε στη δουλειά του ανήμπορος να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά. Ήταν περίπου δύο το μεσημέρι όταν η Βίκυ άφησε μπροστά του ένα σάντουιτς κι έναν καφέ, ξαφνιάζοντάς τον. Σήκωσε το βλέμμα του για να την κοιτάξει γεμάτος απορία και την είδε να κουνάει το κεφάλι της αναστενάζοντας. Δεν μπόρεσε να αποφασίσει αν ήταν θυμωμένη μαζί του ή αν κάτι την απασχολούσε μα του έλυσε εκείνη την απορία.

«Δεν έχεις πιει ούτε νερό από τις εννέα», του είπε, αυστηρά.

«Ανησυχείς για την υγεία μου, Γαβρίλου;» απάντησε πειρακτικά, αλλά φρόντισε να πιει μια γουλιά από τον καφέ για να την ευχαριστήσει.

«Έχουμε νέα πρόκληση σήμερα, δεν έχω καμία όρεξη να μου λιποθυμήσεις και να πρέπει να τα βγάλω πέρα μόνη μου», αποκρίθηκε προκλητικά, προκαλώντας του γέλιο.

«Ψεύτρα», της είπε, «μπορείς να παραδεχτείς ότι νοιάζεσαι για μένα».

Η Βίκυ γέλασε ειρωνικά. «Τρώγε!» είπε απλά κι έφυγε μουρμουρώντας πόσο δεν τον άντεχε.

 

Στις τρεις παρά τέταρτο ο διευθυντής ήταν πάλι μπροστά τους έχοντας ένα χαμόγελο ευχαρίστησης στο πρόσωπό του καθώς ετοιμαζόταν να τους δώσει στοιχεία για τη νέα τους πρόκληση. Τους είπε να μαζέψουν τα πράγματά τους και να ετοιμαστούν να πάνε… εκδρομή… κοιτάχτηκαν όλοι μεταξύ τους απορημένοι αλλά κανείς δεν έχασε καιρό, οι υπολογιστές έκλεισαν και όλοι επιβιβάστηκαν σε ένα πούλμαν που τους περίμενε έξω από το κτήριο. Η Βίκυ έτρεξε να καθίσει μαζί με τον Άνταμ μα η Καλλιόπη την πρόλαβε και κάθισε δίπλα του. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να καθίσει μαζί με τον Γιώργο. Της χαμογέλασε κάπως ειρωνικά, δεν έκρυψε το γεγονός πως πειράχτηκε που προσπάθησε να τον αποφύγει αλλά η Βίκυ προτίμησε να μην το σχολιάσει καν,

«Πού λες να μας πηγαίνουν;» ρώτησε για να ξεκινήσει κουβέντα μαζί του.

«Δεν έχω ιδέα». Πήρε μια βαθιά ανάσα και την κοίταξε στα μάτια. «Στ’ αλήθεια, τι του βρίσκεις του Άνταμ;»

Η ερώτησή του την ξάφνιασε για μια στιγμή αλλά σύντομα συνήλθε. «Είναι ευγενικός, ήρεμος, όμορφος…»

«…βαρετός…» συμπλήρωσε ο Γιώργος με κοροϊδευτικό ύφος. «Δε σου ταιριάζει, εσύ χρειάζεσαι κάποιον να σε προκαλεί και να σε αναγκάζει να βγαίνεις από τη φούσκα σου, όχι να χώνεται μέσα σε αυτή και μαζί να χάνετε όσα προσφέρει ο κόσμος!»

«Μπορεί αυτό να θέλω, κάποιον που να μη με αναγκάζει να βγω από τη φούσκα μου!»

Δαγκώθηκε για να μην της απαντήσει αλλά δεν κατάφερε να μείνει σιωπηλός για πολύ. «Κάπου στη μέση είναι η αλήθεια», είπε χαμηλόφωνα. Εγώ χρειάζομαι κάποια που να με μαζεύει και να με κρατάει ασφαλή μέσα σε μια φούσκα, κι εσύ κάποιον να στη σπάει όταν δεν θες να βγεις από αυτή… πόσο θα ταιριάζαμε, Γαβρίλου…σκέφτηκε μα κράτησε τις σκέψεις για τον εαυτό του.

Δέκα λεπτά αργότερα το πούλμαν σταμάτησε έξω από ένα μέρος γεμάτο με αληθινά δέντρα έτοιμα για πώληση για εκείνους που δεν προτιμούσαν τα πλαστικά δέντρα τα Χριστούγεννα. Η Βίκυ δε σκέφτηκε ποτέ να πάρει ένα, ήξερε πως προέρχονταν από ειδικές φάρμες που τα μεγάλωναν γι’ αυτό τον σκοπό μα βούρκωνε στη σκέψη πως το δέντρο θα αργοπέθαινε μέσα στο σαλόνι της και μετά θα κατέληγε στο δρόμο ξερό, να περιμένει τη σκουπιδιάρα να το μαζέψει. Αναρωτήθηκε τι θα έκαναν εκεί, γιατί δεν σκόπευε να πάρει για το σπίτι της ένα, κι ακολούθησε το πλήθος μέσα στη μεγάλη αποθήκη στο πίσω μέρος του οικοπέδου. Εκεί μέσα ήταν μαζεμένα πλαστικά δέντρα σε κάθε μέγεθος, κι αυτά έτοιμα προς πώληση, αλλά κάποια από αυτά ήταν ήδη στημένα και ανοιγμένα.

«Η αποστολή σας σήμερα είναι να στολίσει κάθε ζευγάρι από ένα δέντρο, μετά αυτά τα δέντρα θα δοθούν σε οικογένειες που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν ένα, γι’ αυτό φροντίστε να κάνετε καλή δουλειά!»

Η οικογένειά του ήταν πάλι εκεί και η Βίκυ τους χάζεψε λιγάκι χαμογελώντας στραβά. «Ο Γρηγόρης έχει καταφέρει να βρει την τέλεια ισορροπία μεταξύ δουλειάς και οικογένειας», είπε αφηρημένα.

«Ναι, και τον ζηλεύω γι’ αυτό γιατί είναι καλός και στα δύο», απάντησε ο Γιώργος. «Λοιπόν… πάμε να διαλέξουμε στολίδια;»

Της έδειξε ένα μεγάλο καλάθι που κρατούσε στο χέρι του και τους πάγκους πιο πέρα που ήταν γεμάτοι με στολίδια κάθε είδους. Ένιωσε σαν παιδί, τον άρπαξε από το χέρι κι έτρεξαν ως εκεί για να δουν τι υπήρχε, αλλά μέσα στο καλάθι της έμπαιναν μόνο ξύλινα στολίδια με διάφορες φιγούρες από σπιτάκια ως ταράνδους κι έλκηθρα. Ο Γιώργος την παρακολουθούσε με ενδιαφέρον να κοιτάζει τα στολίδια προσεκτικά και να διαλέγει μόνο εκείνα που της προκαλούσαν κάποιο συναίσθημα. Όταν χαμογελούσε, το καλάθι γέμιζε με ένα ακόμα, όταν δαγκωνόταν, το στολίδι πήγαινε ξανά στη θέση του. Διάλεξε φωτάκια, γιρλάντες, κορυφή και ποδιά, μα όλα είχαν ένα κοινό στοιχείο… αυτή τη γλυκιά παιδική αθωότητα…

«Γιατί ξύλινα και μάλιστα που μοιάζουν με παιδικά παιχνίδια;» τη ρώτησε ενώ στέκονταν μπροστά από το δέντρο τους.

«Γιατί τα Χριστούγεννα οφείλουμε να θυμόμαστε πως κάποτε ήμασταν κι εμείς παιδιά. Αυτή η γιορτή είναι αθώα, είναι γλυκιά και γεμάτη ελπίδα. Δεν μπορώ να φανταστώ ένα δέντρο που να έχει πάνω του κάτι που να μη θυμίζει την παιδική μας ηλικία», του είπε χωρίς να πάρει το βλέμμα της πάνω από το δέντρο. Οι άλλοι είχαν ήδη ξεκινήσει μα η Βίκυ δεν έλεγε να κάνει την αρχή, δε βιαζόταν, ήθελε πραγματικά το δέντρο να βγει τέλειο. «Λοιπόν, ας μη χάνουμε χρόνο, ας στολίσουμε!»

Ο Γιώργος υπάκουσε κι άρχισε να κρεμάει ό,τι στολίδι έπιανε στα χέρια του, όπου έβρισκε. Στην αρχή όλα πήγαιναν τέλεια ώσπου έπιασε τη Βίκυ στα πράσα να αλλάζει μέρος στα στολίδια που ήδη είχε κρεμάσει. Σκέφτηκε πως μπορεί να έγινε τυχαία αλλά όταν την είδε να το κάνει συνέχεια, κάγχασε δυνατά, κερδίζοντας την προσοχή της.

«Τι νομίζεις πως κάνεις;» ρώτησε νευριασμένος.

«Στολίζω…»

«Παίρνεις τα στολίδια που έβαλα και τα μετακομίζεις…»

«…γιατί δεν είναι σωστά βαλμένα!» του είπε παθιασμένα και του έδειξε το δέντρο. «Τα μεγάλα πάνε κάτω, τα μεσαίου μεγέθους στη μέση και τα μικρά ψηλά…»

«Είσαι εντελώς τρελή», πετάχτηκε ο Γιώργος.

«Δεν είμαι τρελή, έχω σχέδιο που είναι απόλυτα λογικό!» του έβαλε τις φωνές. «Δεν γίνεται να όλα να είναι άναρχα, Βενέτη, και δεν μπορούμε να ζούμε όλοι στην ίδια αναρχία με σένα…»

«Υποτίθεται πως ήρθαμε εδώ να περάσουμε όμορφα, πως να διασκεδάσω όταν σε βλέπω να διορθώνεις κάθε μου κίνηση λες και δεν μπορώ να κάνω τίποτα σωστά;»

«Είσαι υπερβολικός, δεν κάνω κάτι τέτοιο…»

«Α ναι; Δείξε μου ποιο από τα στολίδια που έβαλα είναι ακόμα στην ίδια θέση!» φώναξε εκτός εαυτού και η Βίκυ κράτησε την ανάσα της. Έριξε μια ματιά γύρω της, όλοι τους κοιτούσαν σοκαρισμένοι με τον καυγά τους κι εκείνη ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί. «Δεν μπορώ να συνεργαστώ άλλο μαζί σου, Γαβρίλου, ό,τι κι αν κάνω δεν πρόκειται ποτέ να φτάσω την τελειότητα του αγαπημένου σου Άνταμ, στον οποίο είμαι σίγουρος πως δε θα έκανε το ίδιο πράγμα!» Πέταξε μέσα στο καλάθι τη γιρλάντα που κρατούσε στο χέρι του και έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι του. Η Βίκυ τον παρακολουθούσε να απομακρύνεται και ένιωσε τα μάτια της να καίνε. Δεν ήταν κρυφό πως μερικές φορές ήθελε να έχει τον απόλυτο έλεγχο σε σημείο να γίνεται καταπιεστική. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε κάτι τέτοιο, της είχαν κάνει παράπονα κι άλλοι κατά καιρούς πως με τη μανία της να τα έχει όλα στην εντέλεια, τους στερούσε τη χαρά.

«Είσαι καλά; Αυτό που έκανε ο Γιώργος ήταν άσχημο», άκουσε τον Άνταμ να της λέει.

«Έχει δίκιο», αποκρίθηκε σκουπίζοντας τα μάτια της. Του γύρισε την πλάτη και έτρεξε να τον βρει, έπρεπε να του μιλήσει και να ζητήσει συγγνώμη αλλιώς δε θα μπορούσε να ηρεμήσει η ψυχή της. Τον βρήκε να καπνίζει έξω στο κρύο, είχε καιρό να τον δει με τσιγάρο, νόμιζε πως το είχε κόψει μα προφανώς έκανε λάθος.

«Καπνίζω πού και πού», της είπε μόλις την είδε να πλησιάζει, κοιτώντας το τσιγάρο ανάμεσα στα μακριά του δάχτυλα. Το έριξε στο έδαφος και το πάτησε δυνατά ώσπου κάθε ίχνος της καύτρας εξαφανίστηκε. Έβγαλε ένα πακετάκι με καραμέλες από την τσέπη του κι έριξε μία στο στόμα του κοιτώντας τα κόκκινα μάτια της. «Δεν έχω κουράγιο για άλλους καυγάδες».

«Δεν ήρθα για να τσακωθούμε».

«Και για τί ήρθες;» τη ρώτησε με έναν βαρύ αναστεναγμό. «Δεν κάνουμε και τίποτα άλλο, φαγωνόμαστε σαν το σκύλο με τη γάτα λες και αν περάσει μέρα που θα είμαστε συμφιλιωμένοι, θα ανατιναχτεί ο κόσμος».

 Η Βίκυ γέλασε πνιχτά. «Μας αρέσει το δράμα, μάλλον», του είπε με τη φωνή της να τρέμει. «Συγγνώμη. Αλήθεια δεν ήθελα να σε πικράνω, απλά έχω μία μανία με την ισορροπία και την τελειότητα και ξεχνάω πως με τη συμπεριφορά μου μπορεί να πληγώσω τους άλλους. Συγχώρησε με, Βενέτη, μπορεί να πιστεύεις πως δεν σε αντέχω αλλά η αλήθεια είναι πως κοντά σου νιώθω σιγουριά κι ασφάλεια και μου αρέσει που έστω κι έτσι είσαι μέρος της ζωής μου και…»

Ο Γιώργος την άκουγε μέχρι ένα σημείο, μετά απλά σταμάτησε και στο μυαλό του κυριαρχούσε μόνο μια σκέψη, ήθελε τόσο πολύ να της κλείσει το στόμα… χωρίς να το σκεφτεί έγειρε προς το μέρος της και πριν μπορέσει να αντιδράσει, κόλλησε τα χείλη του στα δικά της. Στην αρχή την ένιωσε να απομακρύνεται μα όταν τα χείλη τους χώρισαν και οι γλώσσες τους συναντήθηκαν φευγαλέα, το σώμα της χαλάρωσε τόσο που όταν ο Γιώργος διέκοψε το φιλί τους, έχασε για λίγο το βήμα της και δεν τόλμησε στιγμή να ανοίξει τα μάτια της. Ο Γιώργος έγλειψε τα χείλη του για να μην ξεχάσει ποτέ τη γεύση της και επέστρεψε στην αποθήκη για να συνεχίσει να στολίζει βάση των δικών της κανόνων γιατί για χάρη της…ήταν έτοιμος να τους ακολουθήσει όλους…

 

Σχόλια


bottom of page