Κεφάλαιο 1.
Κρυώνω.
Νιώθω το δέρμα μου να μυρμηγκιάζει καθώς το αεράκι το χαϊδεύει με το απαλό φύσημα του. Ριγώ ολόκληρη, ένα ρίγος που δεν προμηνύει τίποτα καλό. Αυτό με προτρέπει κιόλας ν’ ανοίξω τα μάτια όσο βαριά κι αν αισθάνομαι τα βλέφαρά μου. Το βλέμμα θολό, δεν μπορώ να το εστιάσω πουθενά. Η προσπάθεια μου φέρνει ζαλάδα με αποτέλεσμα να αναγκαστώ να ξαπλώσω πάλι για να συνέλθω. Στο κεφάλι ένα συνεχές σφυροκόπημα, εκεί, στα μηλίγγια, που με αποσυντονίζει εντελώς.
Πονάω παντού.
Προσπαθώ να ανασηκώσω τον κορμό μου αλλά δεν τα καταφέρνω. Πέφτω μπρούμυτα πάνω στο έδαφος με φόρα. Στη μύτη μου σκαρφαλώνει η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος. Σύντομα, εκτός από το να το μυρίσω, μπορώ να το νιώσω κιόλας κάτω από την παλάμη μου. Μου παγώνει το δέρμα ακόμα περισσότερο, και το αεράκι που δε λέει να σταματήσει, χειροτερεύει την κατάσταση. Τρέμω κι όσο κι αν προσπαθώ να πάρω τον έλεγχο του κορμιού μου για να διώξω το τρέμουλο, τόσο περισσότερο αποτυγχάνω.
Ένα κύμα απελπισίας μου κάνει επίθεση γιατί όσο κι αν παλεύω να δώσω εντολή στο σώμα μου να συνεργαστεί, εκείνο εξαντλημένο, δεν υπακούει. Μένω ξαπλωμένη για λίγο ακόμα με τα μάτια μισάνοιχτα μήπως μπορέσω να εστιάσω λίγο κάπου. Η ανάσα μου βγαίνει κοφτή, με δυσκολία. Νιώθω καυτά δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλα μου. Ευτυχώς, τουλάχιστον βοηθούν στο να καθαρίσει λίγο η ματιά μου έτσι ώστε να μπορέσω να δω καθαρά γύρω μου, αλλά η εικόνα με τρομοκρατεί ακόμα περισσότερο.
Κρατάω την ανάσα μου σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να μην ξεσπάσω σε λυγμούς διότι βρίσκομαι στη μέση του πουθενά, περιτριγυρισμένη από ψηλά δέντρα με χοντρούς κορμούς, που τα κλαδιά τους κρύβουν τον ουρανό. Ανακάθομαι με δυσκολία και προσπαθώ να μην πανικοβληθώ περισσότερο, αλλά όταν ρίχνω μια ματιά στα χέρια και τα πόδια μου, μου έρχεται να ουρλιάξω από τον τρόμο. Παντού μώλωπες κι εκδορές. Πληγές πάνω στις οποίες το αίμα έχει ξεραθεί, κι άλλες καλυμμένες από χώμα και βρωμιές. Νιώθω ένα τσούξιμο στο πόδι. Στο ύψος του αστράγαλου η πληγή που έχω, αναβλύζει αίμα.
Δεν ξέρω τι να κάνω.
Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι πως πρέπει να σωθώ.
Κόβω ένα κομμάτι ύφασμα από το μακρύ κόκκινο φόρεμα μου με τη βοήθεια μίας κοφτερής πέτρας που άρπαξα από το έδαφος, και δένω τον αστράγαλο μου. Προσπαθώ να βρω την ανάσα μου πριν σηκωθώ μα χίλιες απορίες μου κάνουν επίθεση ξαφνικά:
Πως βρέθηκα εδώ; Που είναι αυτό το εδώ;
Μα η ερώτηση που κάνω στον εαυτό μου και με τρομάζει όσο τίποτ’ άλλο, είναι μία:
Ποια είμαι;
Προσπαθώ να θυμηθώ τ’ όνομα μου όμως μου είναι εντελώς αδύνατον. Ακουμπώ τη παλάμη στο κρύο έδαφος για να μπορέσω να δώσω ώθηση στο σώμα μου. Οι πέτρες με πονούν αλλά πρέπει να κάνω κουράγιο για να σηκωθώ. Το δεξί μου πόδι είναι, ευτυχώς, σε καλή κατάσταση. Εκτός από μία πληγή στο γόνατο που όμως δεν μ’ ενοχλεί πολύ, το υπόλοιπο δεν έχει χτυπήματα, αλλά το αριστερό δεν μπορώ να το πατήσω. Αναγκάζομαι τα πρώτα βήματα να τα κάνω σέρνοντάς το πίσω μου βαστάζοντας τους χοντρούς κορμούς των δέντρων, αγνοώντας τους φλοιούς τους που γδέρνουν τη παλάμη μου. Βογκάω από τον πόνο μα δεν βγαίνει άχνα από το στόμα μου. Ο λαιμός μου είναι ξερός, νιώθω τα χείλια μου σκασμένα και πρησμένα από την έλλειψη νερού. Φέρνω το χέρι στο πρόσωπο μου. Ένα ψηλάφισμα είναι αρκετό για να καταλάβω πως το δεξί μου μάτι είναι πρησμένο και σίγουρα δεν χρειάζομαι να το δω σε καθρέφτη για να σιγουρευτώ πως είναι μελανιασμένο. Βάζω τα κλάματα, οι λυγμοί μου σιωπηλοί αφού δεν βγαίνει άχνα από τα χείλια μου, ενώ προχωράω μες το δάσος προς άγνωστη κατεύθυνση ελπίζοντας πως ίσως να βγω σε κάποιο σημείο όπου θα μπορέσει να με βρει κάποιος.
Μπορεί να μην έχω ιδέα ποια είμαι, αλλά θέλω τόσο πολύ να ζήσω…
Δεν ξέρω πόση ώρα περπατάω, αν έχουν περάσει μερικά λεπτά ή πολλές ώρες. Παρακολουθώ τον ήλιο να χαμηλώνει αργά μα σταθερά, σχεδόν βασανιστικά, και χαίρομαι που τουλάχιστον έχω σκιά για να προστατευτώ. Τώρα κάνει ζέστη, τουλάχιστον έτσι νομίζω. Μπορεί να φταίει το ότι οι μύες μου έχουν ζεσταθεί από την υπέρτατη προσπάθειά μου να σωθώ. Όμως έχω αρχίσει να κουράζομαι και πλέον το κάθε βήμα είναι μία απίστευτη ταλαιπωρία για όλο μου το σώμα. Η ανάσα μου βγαίνει κοφτή ενώ το στέρνο μου πονάει από την προσπάθεια. Ζαλίζομαι από την έλλειψη τροφής και νερού. Τόση ώρα περπάτημα και δεν έχω συναντήσει κάποια πηγή ενώ ακούω καθαρά που και που τον ήχο που κάνει το τρεχούμενο νερό πάνω από το τραγούδι των πουλιών.
Σταματώ την πορεία μου σε μια προσπάθεια να ξεκουράσω λίγο τους πονεμένους μύες μου. Ακουμπώ την πλάτη μου πάνω στον κορμό ενός πεύκου. Η περιοχή είναι γεμάτη με αυτά και οι πεσμένες πευκοβελόνες έχουν δημιουργήσει ένα χαλί το οποίο ματώνει με κάθε βήμα τις γυμνές μου πατούσες. Όμως η μυρωδιά με ζαλίζει ευχάριστα. Μου προκαλεί ευφορία. Τουλάχιστον με κάθε ανάσα, εδώ και αρκετή ώρα, καταφέρνω να πατήσω παύση στο τρέμουλο που μου προκαλεί ο φόβος για το άγνωστο.
Σηκώνω το χέρι στο λαιμό μου κι ασυναίσθητα αρχίζω να παίζω με την αλυσίδα που είναι κρεμασμένη εκεί. Παρατηρώ το δάσος γύρω μου, αλλά όταν αισθάνομαι τα δάχτυλα μου ν’ ακουμπούν ένα δαχτυλίδι που κρέμεται στην άκρη της αλυσίδας, τραβώ τα μάτια μου από τα δέντρα και τα καρφώνω εκεί. Σαστίζω γιατί δείχνει να είναι πανάκριβο. Φτιαγμένο από πλατίνα, είναι στολισμένο με λευκές και ροζ πέτρες, μάλλον διαμάντια. Στην κορυφή, ένα μεγαλύτερο διαμάντι στέκει λάμποντας επιβλητικά κάτω από το φως. Δεν μπορώ να πιστέψω πως μου ανήκει γι’ αυτό εξετάζω τα δάχτυλά μου. Συνειδητοποιώ πως ο δεξιός μου παράμεσος είναι σαφώς πιο λευκός στο σημείο που θα μπορούσε να ακουμπούσε το δαχτυλίδι αν το φορούσα. Κι όμως, μου φαίνεται ως κάτι που δεν θα τολμούσα ποτέ να διαλέξω για κόσμημα. Φυσικά, δεν μπορώ να είμαι και απόλυτα σίγουρη. Εδώ δεν θυμάμαι καν το όνομα μου…
Κλείνω τα μάτια, παίρνω μια βαθιά ανάσα στρέφοντας το πρόσωπο μου στον ουρανό κι αφουγκράζομαι τη φύση. Χαμογελάω αχνά γιατί ο ήχος του τρεχούμενου νερού, μου φαίνεται να έρχεται από κοντινή απόσταση. Προχωράω με δυσκολία αλλά με αστείρευτο πείσμα προς την κατεύθυνση εκείνη. Η ανακούφιση που νιώθω όταν βλέπω τη λίμνη που δημιουργεί ο μικρός καταρράχτης ο οποίος πέφτει από τον λόφο μπροστά μου, δεν περιγράφεται. Βρίσκω το σθένος να τρέξω ως εκεί αν και το πόδι μου δυσκολεύει τις κινήσεις μου. Πέφτω στα γόνατα αγνοώντας τον κοφτερό πόνο και χώνω τις χούφτες μου μες το παγωμένο νερό. Είναι λες και τραβάει μακριά την κούραση και τον πόνο κάθε φορά που ξεπλένω το πρόσωπο μου. Πίνω με λαχτάρα αρκετό, αν και στην αρχή μου καίει το λαιμό· δεν σταματάω όμως, όχι πριν νιώσω το στομάχι μου βαρύ και χορτασμένο από δροσιά.
Κάθομαι στην όχθη και προσπαθώ να καθαρίσω τα πόδια μου από τα χώματα, αλλά κι όπου αλλού μπορώ να δω πληγή. Η κατάσταση μου είναι απελπιστική σε σημείο που λυπάμαι τον ίδιο μου τον εαυτό. Με πιάνει ξάφνου το παράπονο. Όχι μόνο που παραλίγο να πεθάνω, αλλά γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ το γιατί. Έχω στύψει το μυαλό μου για ένα όνομα, κάτι που να μου θυμίσει ποια είμαι, αλλά κάθε προσπάθεια πέφτει στο κενό. Σέρνομαι προς τη λίμνη και σκύβω πάνω από τα ήρεμα νερά. Πρώτη φορά από την ώρα που άνοιξα τα μάτια μου βλέπω τα χαρακτηριστικά μου. Κόκκινα μακριά μαλλιά γεμάτα με κλαδιά και φύλλα. Πρόσωπο σχεδόν στρογγυλό, παιδικό, αν και τα καταπράσινα μάτια μου μαρτυρούν πως έχω περάσει τα είκοσι προ πολλού. Φακίδες γύρω από την λεπτεπίλεπτη μύτη που ανασηκώνεται στην άκρη, και μικρό, αλλά γεμάτο στόμα. Έχω ένα λακκάκι στο πηγούνι και κάθε φορά που κουνάω τα χείλη μου παρατηρώ πως δημιουργούνταν κι άλλα στα μάγουλα μου. Έχω απέναντι μου μία μορφή τόσο οικεία, μα ταυτόχρονα τόσο άγνωστη που με τρομάζει.
Κοιτάζω τη μορφή μου για αρκετή ώρα σε μια απέλπιδα προσπάθεια να θυμηθώ. Σταματάω μόνο όταν νιώθω ατονία, αυτή τη ζαλάδα που προκαλεί η κούραση, να μου χτυπά την πόρτα. Σίγουρα το να συνεχίσω το δρόμο μου σε αυτή την κατάσταση, είναι κακή ιδέα. Θα πρέπει να περάσω τη βραδιά εδώ και το επόμενο πρωινό να συνεχίσω την πορεία μου, αν και δεν έχω ιδέα που πρέπει να πάω. Πόσο θα ήθελα να φάω κάτι, το στομάχι μου διαμαρτύρεται έντονα. Αναρωτιέμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που έβαλα κάτι μέσα του. Ψάχνω γύρω με τα μάτια για τροφή. Παντού έχει ελαιόδεντρα και ανάμεσα τους βερυκοκιές, δαμασκηνιές και ροδακινιές. Το στόμα μου γεμίζει σάλια από την ανάγκη για λίγη τροφή. Κάνω μία απόπειρα να σηκωθώ, να κλέψω τους καρπούς για να σωθώ, μα η κούραση με έχει καταβάλει για τα καλά. Χρειάζομαι τρεις προσπάθειες ώσπου να σταθώ στα πόδια μου. Κατευθύνομαι αργά προς τα δέντρα, δίνω κουράγιο στον άγνωστο εαυτό μου, του λέω πως μπορεί να σωθεί, ότι θα τα καταφέρει αλλά και πάλι η υπερπροσπάθεια με κουράζει και καταλήγω πάλι να κάθομαι στο υγρό έδαφος.
Ξάφνου, κρατάω για λίγο την ανάσα μου όταν ακούω να φέρνει φωνές το αεράκι προς το μέρος μου. Νομίζω πως παρακούω, πως ίσως να έχω παραισθήσεις από την πείνα και την κούραση, όμως οι φωνές πλησιάζουν όλο και περισσότερο. Ορκίζομαι πως άκουσα παιδική φωνούλα να τσιρίζει χαρούμενα και μετά μία γυναίκα να καλεί δυνατά και αυστηρά, «Μελίνα γύρνα πίσω». Δύο φορές το άκουσα, δεν μπορεί να παίζει το μυαλό μου τέτοια παιχνίδια!
Έχω σωθεί;
Σηκώνομαι όρθια με όση δύναμη μου έχει απομείνει αγνοώντας τα γόνατα μου που τρέμουν από την υπερπροσπάθεια να σταθώ. Τα μάτια μου εξετάζουν την περιοχή με λαχτάρα, περιμένοντας να δω κάποια κίνηση. Η ελπίδα μου ζεσταίνει την καρδιά. Προσπαθώ με τα βίας να κάνω μερικά βήματα προς τις φωνές όταν ξάφνου μέσα από τα δέντρα ξεπροβάλλει η μορφή ενός παιδιού που δεν είναι πάνω από πέντε χρονών. Τρέχει προς τη λίμνη μα μόλις τα μάτια της πέφτουν πάνω μου, σταματάει απότομα. Με αντικρίζει με ορθάνοιχτα μάτια από την έκπληξη σφίγγοντας πάνω της ένα μικροσκοπικό γατί που παλεύει να της ξεφύγει.
Οπισθοχωρεί τρομαγμένη.
Δεν πρέπει να φύγει η μοναδική μου ελπίδα. Δεν γίνεται να μείνω πάλι μόνη σε αυτό το δάσος. Σηκώνω αδύναμα το χέρι σε μια προσπάθεια να αποτρέψω το κορίτσι από το να τραπεί σε φυγή, κοιτώντας την ικετευτικά στα μάτια. Παρατηρώ στα χείλια της να τρέμουν από φόβο. Προσπαθώ να μιλήσω αλλά δεν βγαίνει κουβέντα από το στόμα μου. Το κορίτσι αφήνει έναν λυγμό να της ξεφύγει και κλείνει τα μάτια πριν τσιρίξει με όλη της τη δύναμη, πάνω που αισθάνομαι να χάνω κάθε επαφή με το περιβάλλον και πέφτω αβοήθητη στο έδαφος.
Κεφάλαιο 2.
Με ξυπνάνε οι ψίθυροι πάνω από το κεφάλι μου που μου θυμίζουν περισσότερο βουητό σμήνους μελισσών, παρά φωνές ανθρώπων. Για μια στιγμή μόνο τρόμαξα γιατί βρέθηκα σε άγνωστο περιβάλλον. Όμως, αντί να κάνω την παραμικρή κίνηση, προτίμησα να κλείσω ξανά τα μάτια και να προσποιηθώ πως ακόμα κοιμάμαι. Το κεφάλι μου πονάει τόσο πολύ που κάνει τ’ αυτιά μου να βουίζουν, οπότε είναι εντελώς αδύνατον να ξεχωρίσω τις λέξεις που ανταλλάσσουν όσοι είναι μες το δωμάτιο μαζί μου.
Ξαφνιάζομαι στην σκέψη. Είμαι σε κάποιο δωμάτιο… ψηλαφίζω το σεντόνι στο κρεβάτι και μετά όσο πιο διακριτικά μπορώ, για να μην τραβήξω τα βλέμματα, τον εαυτό μου. Φοράω μία από αυτές τις νοσοκομειακές ρόμπες. Τα μαλλιά μου είναι απαλά, λουσμένα και χτενισμένα χωρίς ίχνος χώματος ή φύλλων όπως την τελευταία φορά που τα είδα. Θυμάμαι το πρόσωπο μου να καθρεφτίζεται πάνω στην επιφάνεια κάποιας λίμνης. Θυμάμαι κι ένα όμορφο πρόσωπο παιδιού, αλλά και μια κραυγή φόβου να βγαίνει από τα χείλη του, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτ’ άλλο.
«Δεν μπορώ να καταλάβω ποιος μπόρεσε να βγάλει τόση μανία κι αγριότητα πάνω της», λέει μία ανδρική φωνή γεμάτη θυμό.
«Γιατρέ… δεν πιστεύω να βιάστηκε», απαντά σοκαρισμένη μια γυναίκα. Η δική της φωνή τρέμει από ανησυχία. Όλο μου το σώμα μουδιάζει στη σκέψη.
«Δεν υπήρξε κανένα ίχνος σεξουαλικής συνεύρεσης, είμαι σχεδόν σίγουρος πως δεν υπήρξε βιασμός», τη διαβεβαιώνει ένας άλλος άντρας. Χαλαρώνω. Η σκέψη αυτή, τουλάχιστον, με κρατάει ακόμη στην επιφάνεια αυτής της μαύρης, φουρτουνιασμένης θάλασσας στην οποία πνίγομαι.
Φέρνω το χέρι στο λαιμό, και συγκεκριμένα στην αλυσίδα γύρω του. Δεν μου το έχουν πάρει, το δαχτυλίδι είναι ακόμα εκεί. Παίζω λίγο μαζί του, το σηκώνω για να το φέρω μπρος από το πρόσωπο μου έτσι ώστε να το εξετάσω καλύτερα. Βλέπω χαραγμένη μία ημερομηνία στη μέσα μεριά του: 8 Μαΐου 2015. Να ήταν δώρο γενεθλίων; Κι αν ήταν, τα πόσα έκλεισα εκείνη τη μέρα; Κάτι μου λέει πως αυτό το δαχτυλίδι κουβαλάει άλλη ιστορία πάνω του. Νιώθω πως δεν το θέλω καν κοντά μου. Όμως γιατί το κρατάω περασμένο σε μια αλυσίδα, κρεμασμένο στο λαιμό μου; Σκέφτομαι πως θα μπορούσα να το πουλήσω για να αγοράσω εισιτήριο αλλά δεν ξέρω τον προορισμό, δεν έχω ιδέα που πρέπει να πάω, δεν ξέρω καν από πού ήρθα. Κλείνω την παλάμη γύρω του για να το νιώσω βαρύ και παγωμένο πάνω στο δέρμα μου. Ξάφνου, η ιδέα του να ξεφορτωθώ το μόνο πράγμα που με κρατάει δεμένη με το παρελθόν μου, δεν μου φαίνεται καθόλου καλή ιδέα. Θα πρέπει να βρω άλλον τρόπο να γυρίσω σπίτι, κι άμεσα… όπου κι είναι το σπίτι μου.
Δυστυχώς ο πονοκέφαλος με αναγκάζει να σταματήσω να σκέφτομαι. Σφαλίζω πάλι τα μάτια μου. Αποκοιμιέμαι σχεδόν αμέσως, αφού ακόμα η κούραση αποστραγγίζει τις δυνάμεις μου. Πάλι άγνωστες φωνές… πάλι ψίθυροι… πάλι με κάνουν να επιστρέψω στη χώρα των ζωντανών χωρίς να το θέλω. Αν μη τι άλλο, μου άρεσε να κοιμάμαι γιατί τουλάχιστον στον ύπνο μου δεν σκέφτομαι. Δεν βλέπω καν όνειρα. Δεν με νοιάζει που δεν έχω όνομα εκεί, ή μνήμες, ή ακόμα και προορισμό. Στον ύπνο μου είμαι ασφαλής.
Δεν ξέρω αν είναι η εξάντληση που με κάνει να χάνω την επαφή με το περιβάλλον γύρω μου ή απλά τα φάρμακα που μου έχουν χώσει μες τον ορό που έχω στη φλέβα μου. Θα έπρεπε ν’ ανησυχώ για το τι φάρμακα μου δίνουν αλλά αλήθεια, δεν με απασχολεί, φτάνει να μείνω λίγο ακόμα στα ζεστά, σε αυτό το μαλακό κρεβάτι… μόνος ας σταματούσαν οι ψίθυροι! Δεν τους αντέχω άλλο…
Βυθίζομαι αργά μα σταθερά πάλι, όταν αισθάνομαι ένα χέρι στο κούτελο μου. Αρχική μου αντίδραση είναι να πνίξω έναν λυγμό. Κρατάω την ανάσα μου όταν ένα δάχτυλο τραβάει με δύναμη το βλέφαρό μου για ν’ ανοίξει. Τινάζομαι ολόκληρη. Πετάω από πάνω μου τα σκεπάσματα, κάθομαι στο κρεβάτι και σέρνομαι τρομοκρατημένη ως το κεφαλάρι, ενώ παίρνω αγκαλιά τα γόνατα μου. Κλαίω γοερά με τη μόνη διαφορά πως από τα χείλη μου δεν βγαίνει άχνα. Μόνο που τραντάζεται όλο μου το σώμα και τα δάκρυα τρέχουν ποτάμι στα μάγουλα μου.
«Σε παρακαλώ, ηρέμησε!» ακούω μία ευγενική φωνή να μου λέει ικετευτικά. Σκουπίζω τα μάτια μου με το σεντόνι για να μπορέσω να δω λίγο πιο καθαρά ποιον έχω απέναντι μου. Στα πόδια του κρεβατιού στέκεται ένας άντρας γύρω στα σαράντα με λευκή ποδιά γιατρού. Έχει σηκωμένο το δεξί χέρι του σε σχεδόν αμυντική στάση, λες και με φοβάται, ενώ με το αριστερό σπρώχνει πίσω στη μύτη του τα γυαλιά του που έχουν κυλήσει χαμηλά. Είναι συμπαθητικός, έχει καραφλιάσει- μάλλον από νωρίς- και μπορώ να δω καθαρά στα μάτια του πως το άγχος της δουλειάς τον κατατρώει.
Σφίγγω τα χέρια μου γύρω από τα γόνατα μου ενώ κοιτάζω γύρω στο μικροσκοπικό δωμάτιο στο οποίο μ’ έχουν βάλει. Παράξενο, θα έλεγε κανείς πως μία άγνωστη που εμφανίστηκε από το πουθενά, θα την είχαν πεταμένη σ’ ένα δωμάτιο με πέντε- έξι ακόμα άτομα. Αλλά όχι εμένα… συνειδητοποιώ πως μπορεί να μην βρίσκομαι καν σε νοσοκομείο αλλά ίσως σε κάποια από αυτές τις ψυχιατρικές κλινικές… μ’ έχουν περάσει για τρελή; Μήπως νομίζουν ότι είμαι επικίνδυνη; Δεν τους αδικώ, μπορεί και να είναι έτσι.
«Ονομάζομαι Νάσος Αντωνίου, είμαι παθολόγος, έχω έρθει για να σε εξετάσω» μου εξηγεί υπομονετικά ο γιατρός. Χριστέ μου, γιατί δεν μπορώ να βγάλω άχνα; Θέλω να ρωτήσω τόσα πολλά. «Μην πιέζεσαι, είσαι σε κατάσταση σοκ» με διακόπτει όταν βλέπει τα μάτια μου να βουρκώνουν στην προσπάθεια να μιλήσω. «Κούνα απλά το κεφάλι σου για να απαντήσεις σε μερικές ερωτήσεις. Καταρχάς, ξέρεις που βρίσκεσαι;»
Κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά.
«Εντάξει, ένα στοιχείο είναι πως καταλαβαίνεις ελληνικά, άρα είσαι Ελληνίδα ή τέλος πάντων, έχεις κάποια σχέση με την Ελλάδα» μονολογεί. Αναστενάζει βαριά καθώς σηκώνει το βλέμμα του πάνω μου. «Βρίσκεσαι σ’ ένα χωριό, πολλά χιλιόμετρα μακριά από τη Θεσσαλονίκη. Τόσο μακριά που αν πάω στην αυλή κι ανοίξω τα χέρια μου, το ένα θα περάσει στη Βουλγαρία!» σαρκάζει. Μου δίνει την εντύπωση πως δεν θέλει με τίποτα να βρίσκεται σε αυτό το δωμάτιο μαζί μου. «Φαντάζομαι, δεν ξέρεις πως βρέθηκες εδώ;»
Άλλη μία αρνητική απάντηση από μέρους μου.
«Ξέρεις τι μήνα ή έτος έχουμε;»
Νεύω πάλι αρνητικά.
«Είναι Ιούνιος του 2016».
Δεν μου λέει τίποτα. Ακόμα κι αν μου έλεγε πως ήμασταν στο 1800, πάλι το ίδιο θα μου έκανε.
«Καλώς. Θα πρέπει να με αφήσεις να σ’ εξετάσω. Είσαι ήδη πέντε μέρες εδώ, είναι η πρώτη μέρα που ξυπνάς, βλέπεις αναγκαστήκαμε να σου χορηγήσουμε δυνατή φαρμακευτική αγωγή. Ήσουν σε πολύ άσχημη κατάσταση, καταλαβαίνεις τι σου λέω;»
Γνέφω θετικά. Ανακουφίζεται λίγο και σκάει ένα χαμόγελο.
«Να πλησιάσω;»
Δεν περιμένει καθόλου, δεν έχω απαντήσει καν κι έχει φτάσει στο πλευρό μου με αυτό το παράξενο μικρό φακό στο χέρι του, ο οποίος αναβοσβήνει από τη στιγμή που ξεκινήσαμε την κουβέντα μας. Τραβάει το βλέφαρο του ενός ματιού και ρίχνει φως, τυφλώνοντας με. Επαναλαμβάνει την ίδια κίνηση και στο άλλο πριν αρχίσει, με μεγάλη προσοχή, να εξετάζει τους μώλωπές μου. Πονάω σε κάθε άγγιγμα αλλά προσπαθώ να μην το δείχνω. Επικεντρώνομαι πάνω στα κοντά δάχτυλά του που παλεύουν να με αγγίξουν όσο πιο προσεκτικά γίνεται. Δεν φοράει βέρα. Δεν μου κάνει εντύπωση, φαίνεται μοναχικός. Τον λυπάμαι αυτή τη στιγμή, περισσότερο κι από μένα.
«Εντάξει. Είμαστε σε καλό δρόμο» χαμογελάει καθησυχαστικά. «Ξάπλωσε, κοιμήσου όσο περισσότερο μπορείς και θα έρθω να σε δω ξανά σε μερικές ώρες. Θα πω να σου φέρουν και φαγητό, έχεις χάσει πολύ βάρος από τη μέρα που σ’ έφεραν εδώ».
Μου υπενθυμίζει εκείνο το μικρό κορίτσι που στρίγκλισε με όλη του τη δύναμη όταν με είδε. Θέλω να τον ρωτήσω ποιοι με έσωσαν, όμως δεν προλαβαίνω γιατί μου γυρίζει την πλάτη πριν καταφέρω να του κάνω νόημα. Εκνευρίζομαι με τον εαυτό μου. Χώνομαι κάτω από την κουβέρτα, την οποία τραβάω ως το πηγούνι, και καρφώνω τα μάτια στο ταβάνι. Το στέρνο μου είναι βαρύ από το παράπονο που νιώθω. Μπορεί να μην ξέρω ποια είμαι, αλλά αυτό που αισθάνομαι έντονα, είναι πως μισώ την αβεβαιότητα και τώρα ζω μέσα της.
Κλείνω τα μάτια ηττημένη από την κούραση. Προσπάθησα να δω έξω από το παράθυρο, αλλά δυστυχώς το μόνο που κατάφερα ήταν να ζαλιστώ από την προσπάθεια. Η επιρροή των φαρμάκων μάλλον περνάει γιατί κάτι περίεργες εικόνες έρχονται στο νου μου. Δεν θα έλεγα πως είναι όνειρο, δεν τις αισθάνομαι ούτε σαν ανάμνηση, δεν ξέρω πώς να περιγράψω αυτή την ψυχεδέλεια. Αρχικά είναι λες και επιπλέω στον αέρα. Σαν να μην έχω καν εξουσία πάνω στο σώμα μου. Και μετά, τα πάντα αλλάζουν. Η γαλήνη που ένιωθα πριν, μετατρέπεται σε εφιάλτη όταν αισθάνομαι να σέρνομαι προς τη γωνία ενός δωματίου, τρομοκρατημένη. Τα ρούχα μου είναι λίγο σκισμένα ενώ γεύομαι το αίμα στα χείλη μου. Τα μάτια μου καίνε. Δάκρυα ξεκινάνε να τρέχουν και κλαίω με αναφιλητά καθώς μία φιγούρα με πλησιάζει απειλητικά. Είναι ένας άντρας γύρω στα τριάντα, φοράει κουστούμι που φαίνεται πανάκριβο και ένα χρυσό ρολόι στο χέρι. Το πρόσωπο του δεν μπορώ να το δω. Μοιάζει ρευστό και ποτέ καθαρό. Η φωνή του έρχεται διαστρεβλωμένη αλλά ακούω ξεκάθαρα τα λόγια του, τις βρισιές και τις προσβολές. Σηκώνω τα χέρια μου μπροστά από το πρόσωπο μου για να προστατευτώ αλλά αποτυγχάνω εντελώς. Με αρπάζει από τους καρπούς, με σηκώνει χωρίς καμία δυσκολία από το πάτωμα και με ρίχνει με δύναμη στο κρεβάτι ενώ τυλίγει τα χέρια του γύρω από τον λαιμό μου.
«Ξύπνα!» Ακούω μια φωνή να ηχεί μες τα αυτιά μου. «Ξύπνα, ξύπνα…»
Τινάζομαι απότομα πάνω που ο άντρας προσπαθεί να σκαρφαλώσει πάνω μου. Δύο χέρια με κρατάνε γερά από τα μπράτσα ενώ με ταρακουνάνε με μανία, παρακαλώντας με να ξυπνήσω. Όλο μου το σώμα αντιδρά άσχημα από τον φόβο που μου προκαλεί αυτή η κατάσταση μεταξύ ξύπνιου και ύπνου στην οποία βρίσκομαι.
«Ηρέμησε, άνοιξε τα μάτια!» με διατάζει η ανδρική φωνή, αλλά χωρίς ίχνος απειλής. Κάνω όπως μου λέει. Έρχομαι αντιμέτωπη με δύο γκρίζα μάτια που με κοιτάζουν τρομαγμένα. Στραβοκαταπίνω ενώ αφήνω τα μάτια μου να περιπλανηθούν στα χέρια του, και στα δάχτυλά του που κρατάνε τα μπράτσα μου ακόμα. Μόλις παρατηρεί την ενόχληση μου, τα τραβάει μακριά και μου χαμογελάει για ένα δευτερόλεπτο, απολογητικά. «Είσαι καλά;» ρωτάει αγωνιωδώς χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω μου. Το πρόσωπο του είναι καλυμμένο με μούσια που μου απαγορεύουν να δω καθαρά τα χαρακτηριστικά του. Τα καστανόξανθα μαλλιά του, μακριά κι αχτένιστα. Μου δίνει την εντύπωση πως βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση κι από μένα. Μπορώ να καταλάβω πως πρόσφατα πέρασε τα τριάντα, αλλά και πάλι δεν μπορώ να είμαι σίγουρη εξαιτίας του ατημέλητου παρουσιαστικού του. Αλλά με κοιτάζει σχεδόν με τρυφερότητα και γεμίζει την καρδιά μου με ζεστασιά, γιατί νοιάζεται. Δεν είναι σαν τον γιατρό, αυτός ο άντρας που δεν έχω ιδέα ποιος είναι, νοιάζεται.
Αρχίζει να περπατάει νευρικά στο δωμάτιο, μπροστά από το κρεβάτι μου, περνώντας το χέρι του πάνω από τα μούσια του. Μου ρίχνει γρήγορες ματιές με την άκρη του ματιού του, προβληματισμένος για την κατάσταση μου.
«Γαμώτο, μη με παρεξηγήσεις, αλλά δεν είχα ανάγκη ένα ακόμη πρόβλημα». Ξεκινάει να λέει διστακτικά, μα κάνει μία παύση όταν χαμηλώνω το βλέμμα μου πληγωμένη γιατί ξέρω τι εννοεί. «Συγγνώμη, δεν έπρεπε να το πω αυτό, ήταν τόσο αγενές εκ μέρους μου!» απολογείται σχεδόν αμέσως. Τρίβει τις παλάμες του πάνω στο φανελένιο, καρό, πουκάμισό του, καθώς προχωράει προς την πόρτα. «Θα φύγω τώρα. Θα πω στον γιατρό για την κρίση που είχες». Αποφεύγει να με κοιτάξει, κρατάει τα μάτια του καρφωμένα στα μποτάκια του ενώ έχει βαλθεί να καθαρίσει το μανίκι του από κάποια αόρατη βρωμιά. «Θα ξανάρθω» συμπληρώνει πριν το χέρι του πάει στο πόμολο της πόρτας. Επιτέλους βρίσκει το θάρρος να μου ρίξει μια ματιά, μετά από λίγα δευτερόλεπτα. «Θα έρθουν να σε δουν η Έλενα και η Μελίνα αργότερα. Προσπάθησε να ξεκουραστείς».
Βγαίνει από το δωμάτιο αμέσως. Η μοναξιά με πλημμυρίζει, με τρομοκρατεί. Με φοβίζει που δεν γνωρίζω ποιες είναι η Έλενα και η Μελίνα, με φοβίζει που δεν ξέρω ποιος είναι ο άντρας που μόλις έφυγε μα ακόμα περισσότερο με τρομοκρατεί το γεγονός ότι αυτή η μοναξιά που μου κάνει επίθεση κάθε φορά που φεύγει κάποιος από το δωμάτιο, δεν παλεύεται με τίποτα.
Comments