top of page

Halloween short story.

  • Εικόνα συγγραφέα: Nektaria Markakis
    Nektaria Markakis
  • πριν από 4 ημέρες
  • διαβάστηκε 5 λεπτά
ree

Μισούσε το Χαλογουίν, δεν έβρισκε λογο ύπαρξης γι’ αυτη τη γιορτή. Οι άνθρωποι οταν πέθαιναν χάνονταν για παντα, κανείς δεν κυκλοφορούσε μια μέρα το χρόνο,  κανενός η ψυχή δεν έμενε πίσω γιατι δεν υπήρχαν ψυχές.  Ο άνθρωπος ήταν σαν ένα ρομπότ που οταν οι λειτουργίες του έφταναν στα όρια τους, σταματούσε να λειτουργεί κι όπως τα κομπιούτερ κατέληγαν στα σκουπίδια για ανταλλακτικά, έτσι κι αυτοί κατέληγαν στο χώμα να γίνονται τροφή για τα σκουλήκια.  Ακούς εκει ψυχές…

Καγχασε ενώ ανέβηκε πάνω στο ποδήλατο του για να επιστρέψει στο σπίτι του. Το φως είχε ηδη χαθεί εδω και ώρα αφού κόντευε ηδη οχτώ το βράδυ. Εργασιομανής ως το κόκκαλο,  πήγαινε πρώτος στη δουλειά κι έφευγε τελευταίος. Έτσι κι αλλιως δεν τον περίμενε κανείς και τίποτα στο σπίτι παρά  μόνο ένα μαύρο γατί που εμφανιζόταν πού και πού απαιτώντας φαγητό και χάδια.  Έμενε λίγο και έφευγε με την ουρά να ανεμίζει σε καθε βήμα του. Αυτο το γατί τον τρέλαινε,  ήταν εκεί οταν αγόρασε αυτο το σπίτι λιγο πιο εξω από τον κέντρο της μικρής πόλης στην οποία μετακόμισε πριν έξι μήνες.  Η μεσίτρια είχε αστειευτεί πως πήγαινε πακέτο με το σπίτι κι ενώ αρχικά πίστευε πως του έκανε απλά πλάκα,  το γεγονός πως το γατί φερόταν σα να του ανήκε το μέρος,  τον εκανε να σκεφτεί πως μάλλον ζούσε μαζί με τους προηγούμενους ιδιοκτήτες.

Το σπίτι ήταν ακατοίκητο πάνω απο δεκαπέντε χρόνια κι ανήκε σε μια οικογένεια που ξεκληρίστηκε οταν χάθηκε η μεγαλη τους κόρη.  Ήταν, του είπαν, ένα βράδυ του Χαλογουίν όταν βγήκε με τις φίλες της και δεν επέστρεψε ποτέ.  Οι κοπέλες δεν ήξεραν τι της συνέβη,  οι περισσότερες δε θυμόντουσαν καν τι έγινε εκείνο το βράδυ.  Την έψαχναν ασταμάτητα αλλά η εξαφάνιση της έπεσε σαν σκοτάδι πάνω από το σπίτι και την οικογένεια.  Πρώτα πέθανε η μητέρα που ειχε πάψει να τρώει,  μετά ο πατέρας από καρδιακό επεισόδιο και μετα, ο μικρός γιος που απλα ένα πρωί δεν ξύπνησε ποτέ. Η μεσίτρια του είπε πως το μαύρο γατί ήταν εκεί σε καθε θανατικό,  περίμενε καρτερικά απ’ έξω αλλά έκτοτε εμφανιζόταν μία στο τόσο.

Θεωρούσε χαζομάρες αυτές τις ιστορίες, αποκλείεται το γατί να ηταν ζωντανό από τότε.  Η οικογένεια πέθανε από τη στεναχώρια και το γατί προφανώς ήταν απόγονος κάποιου άλλου μαύρου γάτου.

  Φόρεσε το κράνος του μα πριν ξεκινήσει είδε εκείνη… ήταν πανέμορφη…ήταν δεν ήταν είκοσι δύο,  με μακριά εβένινα μαλλιά και μαύρα μάτια που γυάλιζαν ακόμα και στο σκοτάδι.  Φορούσε ενα μαύρο φόρεμα πάντα,  ποτέ του δεν την είχε δει με άλλο χρώμα πάνω της όμως μερικές φορές σκεφτόταν πως δε θα της πήγαινε άλλο χρώμα,  μόνο αυτό αναδείκνυε την ομορφιά της. Στράφηκε προς το μέρος του και του χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο. Η καρδιά του χτύπησε σαν τρελή.  Σπάνια την έβλεπε και  πάντα ήταν φευγαλέα όμως αυτή τη φορά σκόπευε να την ακολουθήσει γιατί ήθελε πολύ να της μιλήσει.  Άρχισε να κάνει πετάλι μανιωδώς περνώντας ανάμεσα από κόσμο και αυτοκίνητα.  Μία γυναίκα του έκοψε τον δρόμο, παραλίγο να βρεθεί πεσμένος, τελευταία στιγμή γλίτωσε από την πτώση μα όταν σηκώθηκε η όμορφη κοπέλα ήταν πια εξαφανισμένη. Έβρισε μέσα από τα δόντια του και αγνοώντας τη γυναίκα που του ζητούσε συγγνώμη.

«Είδες που πήγε η κοπέλα που περπατούσε μπροστά σου;» ρώτησε τη γυναίκα με απότομο τρόπο κι εκείνη τον κοίταξε σα να ήταν τρελός.

«Ποια κοπέλα;»

Η απάντηση της γυναίκας τον προβλημάτισε πολύ αλλά δε στάθηκε περισσότερο εκεί. Συνέχισε το δρόμο του νευριασμένος  ώσπου βρέθηκε ανάμεσα σε θεόρατα δέντρα και σε έναν χωματόδρομο από τον οποίο έκοβε δρόμο.  Άναψε το φως του προβολέα στο ποδήλατο του γιατί εκεί δεν έφτανε το φως από τον δρόμο.  Τρόμαξε όταν είδε το μαύρο γατί καθισμένο στη μέση του χωματόδρομου. Σταμάτησε λίγο πριν το πατήσει ενώ η καρδιά και το στομάχι του σφίχτηκαν δυσοίωνα.  Το γατί έγλειψε το πόδι του κι αφού νιαούρισε άρχισε να κατευθύνεται προς το νεκροταφείο στην άλλη πλευρά του δάσους.  Κοντοστάθηκε μια στιγμή για να του ρίξει μια ματιά σα να ήθελε να βεβαιωθεί πως θα το ακολουθούσε κι εκείνος ένιωσε πως δεν του δινόταν άλλη επιλογή. Πήρε τον φακό μαζί του αλλά άφησε το ποδήλατο πίσω του.

Έχανε το βήμα του και σκόνταφτε στην προσπάθεια του να μην χάσει το γατί. Η ανάσα του ήταν κοφτή κι ενώ σκεφτόταν πως το λογικό θα ήταν να γυρίσει πίσω,  ο εγκέφαλος του δεν έδινε εντολή στα πόδια του κι εκείνα τον πήγαν ως την πύλη του νεκροταφείου.  Στάθηκε παγωμένος απ’ έξω αναλογιζόμενος τι πήγαινε να κάνει,  ήταν γελοίο που ακολουθούσε ένα μαύρο γατί όμως το δυνατό νιαούρισμά του τον ανάγκασε να κάνει δύο βήματα μπρος και να περάσει μέσα στο νεκροταφείο.

Του φάνηκε παράξενο που κάθε ήχος χάθηκε ξαφνικά.  Η φύση είχε σωπάσει μα τη σιγαλιά διέκοψε το νιαούρισμα του γατιού.  Πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε με τα γόνατα του να τρέμουν σε κάθε βήμα.  Είδε κίνηση μπροστά από έναν οικογενειακό τάφο και κατάφερε να ξεχωρίσει μια μαύρη ουρά που κρύφτηκε πίσω από την ταφόπλακα.  Πλησίασε διστακτικά, τα αυτιά του βούιζαν από τον φόβο και πάγωσε όταν είδε το μαύρο γατί να στέκεται μπροστά από τις αχνές μορφές ενός ζευγαριού που ήταν αγκαλιασμένο, δίπλα του στεκόταν ένα αγόρι γύρω στα δεκαοκτώ.  Δεν καταλάβαινε τι έβλεπε, στράφηκε προς την ταφόπλακα και έπνιξε έναν λυγμό όταν είδε το όνομα σκαλισμένο πάνω της…ήταν  αυτό της οικογένειας στην οποία ανήκε κάποτε το σπίτι του. Στράφηκε προς το μέρος τους αναστατωμένος πάνω που ένα παράξενο φως τύλιξε το γατί. Ήθελε να το βάλει στα πόδια όμως ήταν λες και αόρατα χέρια τον κρατούσαν εμποδίζοντας τον να φύγει.  Το γατί άρχισε να μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια του ώσπου πήρε τη μορφή της όμορφης κοπέλας που του έκλεψε την καρδιά.  Έπεσε με φόρα,  γελώντας,  στα χέρια της οικογένεια της κι εκείνος άρχισε να οπισθοχωρεί με το στόμα ολάνοιχτο σε μια άηχη κραυγή.  Το βλέμμα της όμορφης κοπέλας στράφηκε προς το μέρος του τον τάραξε μα ήταν το χαμόγελο της που τον έκανε να ουρλιάξει με όλη του τη δύναμη. Γύρισε την πλάτη του σε αυτή την παράξενη εικόνα κι άρχισε να τρέχει σαν τρελός με τη σκέψη του να απασχολεί η μαύρη γάτα και το πως μεταμορφώθηκε… τρελαινόταν… μήπως του έκανε κάποιος πλάκα;

Βρήκε το ποδήλατό του εκεί που το άφησε κι ανέβηκε πάνω του χωρίς καθυστέρηση.  Ανακουφίστηκε όταν βγήκε στο φως κι ακόμα περισσότερο όταν έφτασε στη γειτονιά του που ήταν γεμάτη με πιτσιρίκια ντυμένα με παράξενες στολές . Χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών και γέμιζαν τις κολοκύθες τους με γλυκά.  Τους προσπέρασε αλαφιασμένος, είχε αφήσει τις ιστορίες που του έλεγαν στη δουλειά να τον επηρεάσουν,  δεν εξηγούνταν αλλιώς αυτό που έζησε.  Γέλασε με τον εαυτό του. Κατέβηκε από το ποδήλατο και το έσπρωξε ως το σπίτι του που ήταν το μοναδικό που δεν ήταν στολισμένο για τη γιορτή.  Κάποιος του είχε πετάξει χαρτί υγείας στους θάμνους ενώ δύο παιδάκια που πέρασαν από δίπλα του τον αποκάλεσαν ξινό.  Ήθελε να απαντήσει μα κράτησε το στόμα του κλειστό και κίνησε προς την εξώπορτα του. Σταμάτησε απότομα τρομαγμένος όταν είδε τη μαύρη γάτα να κάθεται πάνω στο χαλάκι της εξώπορτας και να τον κοιτάζει έντονα με τα κατάμαυρα μάτια της σα να του έλεγε πως αυτή η φορά δεν μπορούσε να το βάλει στα πόδια.  Στάθηκε κοντά της και με τρεμάμενο χέρι ξεκλείδωσε την πόρτα του ανήμπορος να κατανοήσει όσα βίωσε.

«Θα περάσεις μέσα;» ρώτησε τη γάτα κι εκείνη απάντησε με ένα γλυκό νιαούρισμα.  Κάγχασε κι έκανε στην άκρη, η γάτα τρίφτηκε πάνω στα πόδια του,  πέρασε ανάμεσα τους και μπήκε στο σπίτι χωρίς να κοιτάξει πίσω της…




Σχόλια


bottom of page