12 μέρες Χριστούγεννα: Μέρα τέταρτη
- Nektaria Markakis
- πριν από 4 ημέρες
- διαβάστηκε 9 λεπτά

Η Βίκυ πέρασε δίπλα από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο της δουλειάς μα σταμάτησε απότομα όταν το μάτι της έπεσε πάνω στις φωτογραφίες που κρέμονταν από τα κλαδιά του. Ήταν εκείνες που είχαν τραβήξει τα ταίρια από το «ραντεβού» τους, όπως το αποκαλούσε ο διευθυντής κι ενώ όλες ήταν τυπικές φωτογραφίες δύο ανθρώπων που έπιναν καφέ ή έτρωγαν κάτι απλό, η δική της με τον Γιώργο διέφερε. Την κοίταξε γελώντας απαλά. Εκείνος κρατούσε ένα χοτ-ντογκ στο χέρι και δάγκωνε τη μία του μεριά, ενώ η Βίκυ πάλευε με την άλλη. Ο Όλιβερ, ο σκύλος της, είχε καρφώσει τα δόντια του στη μέση, πάνω πατούσε το κλείστρο που ο τουρίστας από τον οποίον είχαν ζητήσει να τους βγάλει φωτογραφία - ήταν μια απρόσμενη στιγμή που τους είχε κάνει να ξεσπάσουν σε υστερικά γέλια. Φυσικά και θα διάλεγε αυτή να κρεμάσει… δεν μπόρεσε να της ξεφύγει το γεγονός πως οι δύο τους έμοιαζαν με ζευγάρι που είχε βγάλει το σκύλο τους βόλτα. Δε θα έπρεπε να της αρέσει αυτή η εικόνα, έφταιγε το γεγονός πως είχε μείνει μόνη της για πολύ καιρό, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο…
Αναστέναξε βαριά κοιτώντας τον Γιώργο που μιλούσε στο τηλέφωνο βαριεστημένα. Μέσα της επικρατούσε ένας χαμός γιατί από τη μία ο Γιώργος της είχε δημιουργήσει ένα σωρό προβλήματα με τη συμπεριφορά του στο δημοτικό, ενώ από την άλλη η καρδιά της μαλάκωνε στη σκέψη πως ήταν ο μοναδικός τρόπος που ήξερε για να την προστατεύσει. Ίσως θα έπρεπε να αφήσει στην άκρη το παρελθόν, εκεί που ανήκε, και να σκεφτεί πως και η ίδια- εκτός από τον Γιώργο- είχε αλλάξει πολύ. Κανείς τους δεν ήταν το ίδιο παιδί που ήταν πριν τόσα χρόνια.
«Θα ήθελα πολύ να μάθω τι σκέφτεσαι».
Η φωνή που χάιδεψε το αυτί της ανήκε στον Άνταμ. Στράφηκε προς το μέρος του κάπως απότομα με αποτέλεσμα η μύτη της να συγκρουστεί με τη δική του. Αγνόησε τον πόνο γιατί τα χείλη τους σχεδόν αγγίζονταν και με το ζόρι συγκρατήθηκε για να μην τον φιλήσει- αν ήταν άλλη στιγμή, σε άλλος μέρος, θα το είχε κάνει σίγουρα. Ο Άνταμ οπισθοχώρησε πρώτος και καθάρισε το λαιμό του δυνατά. Δεν τον είχε για τόσο ντροπαλό, αλλά να που τα κόκκινα μάγουλά του φανέρωναν με ευκολία το πόσο τον επηρέασε η στιγμή.
«Συγγνώμη, στεκόμουν πολύ κοντά σου», της είπε, ευγενικά κι έκανε ένα ακόμα βήμα πίσω.
«Κι εγώ γύρισα απότομα, έπρεπε να προσέχω…»
«Ήσουν πολύ σκεφτική», της είπε, μα η Βίκυ δεν περίμενε ότι ο τόνος του θα ήταν τόσο περίεργος, σα να τον ενοχλούσε που είχε χαθεί στις σκέψεις της.
«Ναι, σκεφτόμουν κάτι δικά μου», απάντησε σοβαρή, και πήγε στο γραφείο της γιατί δεν ήθελε να δώσει σε κανέναν εξηγήσεις, ούτε καν στον Άνταμ που προσπαθούσε τόσο καιρό να πλησιάσει.
Ξαφνιάστηκε όταν στάθηκε μπροστά από το γραφείο της, σε τέτοιο σημείο που της έκοβε κάθε επαφή με τον Γιώργο. Όσο κι αν πάσχιζε δεν κατάλαβε στιγμή τι προσπαθούσε να κάνει. Επικεντρώθηκε στον καφέ και το κέικ που της είχε φέρει- τα βρήκε όπως κάθε πρωί να την περιμένουν στο γραφείο της, αχνιστά- και έφαγε ένα κομμάτι με μεγάλη ευχαρίστηση.
«Σκεφτόμουν να πάμε για ένα ποτό αυτή τη βδομάδα», της είπε ο Άνταμ, που έκοψε ένα κομμάτι από το κέικ της.
«Ναι, να το δούμε», αποκρίθηκε χαμογελαστή. Προσπάθησε να ρίξει μια ματιά προς τον Γιώργο όμως ο Άνταμ μετακινήθηκε στερώντας της τη δυνατότητα και η Βίκυ κάγχασε με την περίεργη συμπεριφορά του.
«Είδα τη φωτογραφία σου με τον Γιώργο, ήταν η πιο…φιλική».
«Φταίει το ότι με τον Γιώργο γνωριζόμαστε από παιδιά, πηγαίναμε μαζί σχολείο αλλά είχα να τον δω από τότε που ήμουν σχεδόν δώδεκα», απάντησε και γέλασε γιατί μόλις είχε κατανοήσει το λόγο που ο Άνταμ γινόταν παράξενος. Ζήλευε. «Είναι φίλος μου, παρότι θέλω να τον βαρέσω τις περισσότερες μέρες», συνέχισε πίνοντας μια γουλιά καφέ. «Παρασκευή βράδυ σε βολεύει για εκείνο το ποτό που λέγαμε;»
Το χαμόγελο του Άνταμ φώτισε όλο του το πρόσωπο. «Θα κανονίσουμε την ώρα εκείνη τη μέρα», είπε χαρούμενος και επέστρεψε στη δουλειά του.
Η Βίκυ αναστέναξε ονειροπολικά και έριξε μια ματιά προς τον Γιώργο που την κοιτούσε ανέκφραστος. Σηκώθηκε από τη θέση της αργά και πήγε κοντά του μα εκείνος δεν κατάλαβε καν την παρουσία της στο χώρο.
«Βενέτη, πάλι χαζεύεις;» του είπε.
Τινάχτηκε ακούγοντας τη φωνή της και η Βίκυ γέλασε που για μια φορά του την είχε φέρει εκείνη. «Γαβρίλου…»
«Τι έπαθες; Γιατί είσαι έτσι;»
«Προβλήματα», της είπε χαμογελώντας μελαγχολικά. «Τι μπορώ να κάνω για σένα;»
Ανησυχούσε που τον έβλεπε έτσι, δεν είχε συνηθίσει αυτή τη σκοτεινιά στα μάτια του, ήταν ένας φωτεινός άνθρωπος που έκανε τους πάντες να χαμογελάνε μα εκείνη τη στιγμή έμοιαζε σα να ήθελε να ξεσπάσει, να βάλει τις φωνές και να σπάσει τα πάντα γύρω του.
«Έλεγα να πάω να φάω κάτι, απέναντι, θα έρθεις μαζί μου;»
«Είναι μόλις έντεκα…»
«Πεινάω, θα σου δώσω λογαριασμό;» του είπε με μισό χαμόγελο και του έκανε νόημα να σηκωθεί. «Μισή ώρα, θα φάμε κάτι γευστικό και θα γυρίσουμε. Πες το στο αφεντικό». Δεν σήκωνε άλλα λόγια, πήρε το παλτό της και μόλις ο Γιώργος ενημέρωσε πως θα λείψει για λίγο, μπήκαν μαζί στο ασανσέρ. «Μπορώ να βοηθήσω κάπως με τα προβλήματά σου;» τον ρώτησε, μετά από λίγη σκέψη.
Της χαμογέλασε πονηρά και για μια στιγμή η Βίκυ μετάνιωσε που προσφέρθηκε να τον βοηθήσει. Τον έσπρωξε απαλά μακριά της κι εκείνος ανταπέδωσε ώσπου άρχισαν να παίζουν σαν παιδιά στο πεζοδρόμιο. Η Βίκυ θέλησε να περάσει το δρόμο, όμως για μία ακόμη φορά ήταν απρόσεκτη και την τελευταία στιγμή ο Γιώργος την έσωσε από ένα διερχόμενο μηχανάκι. Την τράβηξε κοντά του και την έκλεισε στην αγκαλιά του μόλις συνειδητοποίησε πως έτρεμε ολόκληρη από τον φόβο.
«Ρε Γαβρίλου, πρόσεχε μάτια μου, ήθελες να σε κλαίμε Χριστουγεννιάτικα;»
Σήκωσε το τρομαγμένο βλέμμα της πάνω του. «Ήταν άδειος ο δρόμος, από πού ξεφύτρωσε αυτός;»
«Μην έχεις εμπιστοσύνη σε τίποτα και σε κανέναν», της είπε ενώ έστρωνε τα μαλλιά της με τα δάχτυλά του. «Είσαι εντάξει; Θες να γυρίσουμε πίσω;»
«Όχι», ψιθύρισε. Ήθελε πολύ να τραβήξει το βλέμμα της μακριά από το δικό του αλλά δεν το κατάφερε, αντιθέτως σκεφτόταν εμμονικά το πόσο ζεστή και ασφαλής ήταν η αγκαλιά του. Ήταν λες και σταμάτησε ο χρόνος για λίγο, σα να μην υπήρχε άλλος άνθρωπος γύρω τους, μα ένα δυνατό κορνάρισμα ήταν ικανό να κάνει κομμάτια τη στιγμή και να τους αναγκάσει να τραβηχτούν ο ένας από τον άλλον λες και η αγκαλιά τους είχε κάψει. Το μυαλό της βραχυκύκλωσε εντελώς. «Πεινάω, πολύ, θέλω κάτι αλμυρό… όχι, γλυκό… αν κι έφαγα γλυκό, μου έφερε ο Άνταμ κέικ το πρωί…»
Την αντίκρισε σοκαρισμένος. «Ο Άνταμ;»
«Ναι, μου αφήνει καφέ και γλυκό κάθε πρωί στο γραφείο μου, δεν είναι υπέροχος;» ρώτησε χαμογελώντας διάπλατα. «Είναι ό,τι ομορφότερο έχει κάνει ποτέ κάποιος για μένα».
«Σου αρέσει πολύ ο τύπος, ε;» τη ρώτησε με μισό χαμόγελο.
«Έχει κάτι που με τραβάει, δεν ξέρω…»
«Είναι κι αυτός σπασικλάκι σαν εσένα», απάντησε πειρακτικά και η Βίκυ γέλασε δυνατά. «Ταιριάζετε, πάντως, και δεν το λέω πειρακτικά. Εύχομαι να σε κάνει ευτυχισμένη, σου αξίζει…»
«Καλά, ακόμα ραντεβού βγαίνουμε, δε θα παντρευτούμε κιόλας… και μιας και ανέφερα τα ραντεβού…» Στάθηκε μπροστά του για να του κλείσει το δρόμο. «Ξέρω πως ζητάω πολλά αλλά την Παρασκευή θέλει να πάμε για ποτό και… δεν ξέρω… νιώθω παράξενα να είμαστε οι δύο μας μόνο. Θα έρθεις μαζί μου; Φέρε και το κορίτσι σου μαζί, να βγούμε διπλό ραντεβού, θα είναι τέλεια!»
Ο Γιώργος δίστασε αλλά έτσι όπως τον κοιτούσε ικετευτικά, δυσκολευόταν να της πει όχι. «Εντάξει, θα το πω στην Όλγα κι αν συμφωνήσει θα έρθουμε», αναστέναξε ηττημένος, αλλά το χαμόγελο της και η χαρά της ήταν ικανά να τον κάνουν να αφήσει στην άκρη κάθε αμφιβολία που είχε.
Η μέρα κύλησε χωρίς άλλα απρόοπτα αν και η Βίκυ δεν παρέλειψε να αναφέρει την περιπέτειά της και πως την έσωσε ο Γιώργος. Δεν της ξέφυγε η ζήλια του Άνταμ αλλά τη βρήκε γλυκιά, σήμαινε πως ενδιαφερόταν πραγματικά για εκείνη. Δεν μπόρεσε να σταματήσει να χαμογελάει όλη μέρα και ήταν από τις λίγες φορές που η ώρα πέρασε σα νεράκι. Ήταν περίπου τέσσερις και μισή όταν ο Γιώργος χτύπησε τα χέρια του για να τους τραβήξει την προσοχή. Τηλέφωνα έκλεισαν, δάχτυλα σταμάτησαν να πληκτρολογούν και όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω του.
«Το αφεντικό λέει να κλείσετε τα πάντα, ξεκινάει σε λίγο η νέα πρόκληση», τους είπε και σήκωσε τα χέρια του σε αμυντική στάση γιατί άρχισε να δέχεται χιλιάδες ερωτήσεις. «Δε γνωρίζω, παιδιά, μην ξεχνάτε πως παίρνω κι εγώ μέρος σε αυτό. Δε μου λέει το αφεντικό τις προκλήσεις, μαζί σας τις μαθαίνω», απολογήθηκε και χαμογέλασε αχνά στη Βίκυ. Ήξερε… φυσικά και ήξερε, όλα από τα χέρια του περνούσαν. Την πλησίασε και στάθηκε κοντά της με τα χέρια σταυρωμένα. «Ελπίζω να ξέρεις να τυλίγεις δώρα», ψιθύρισε, ξαφνιάζοντάς τη.
«Τρία χρόνια συνεχόμενα δούλευα σε πολυκατάστημα Χριστούγεννα και Πάσχα και έκανα αυτή τη δουλειά, τύλιγα δώρα…»
«Ευτυχώς γιατί εγώ δεν το ‘χω».
Δεν πρόλαβε να τον ρωτήσει τι εννοούσε, οι πόρτες άνοιξαν και οι δύο φύλακες των γραφείων μπήκαν μέσα κουβαλώντας κάτι κούτες. Όταν επέστρεψαν ξανά, έφεραν μαζί τους ένα μεγάλο τραπέζι, και αργότερα άλλο ένα ίδιο. Έφυγαν και επέστρεψαν συνολικά έξι φορές και ξαφνικά το μέρος ήταν γεμάτο με χαρτιά περιτυλίγματος, κορδέλες και κουτιά. Η Βίκυ γέλασε γιατί κατάλαβε αμέσως τι ετοιμαζόντουσαν να κάνουν, αλλά ο διευθυντής που βγήκε από το γραφείο του, παρέα με τη γυναίκα του και τις δύο του κόρες, ανέλαβε να τους δώσει εξηγήσεις.
«Σήμερα θέλω να δω πόσο καλά μπορείτε να συνεργαστείτε με το ταίρι σας!» Πήρε τη μικρή του κόρη αγκαλιά και φίλησε το μάγουλό της. «Αυτά τα κουτιά- σε διάφορα μεγέθη- είναι δώρα που κάνει η εταιρεία στα παιδιά του σχολείου των παιδιών μου. Κάθε χρόνο το κάνουμε αυτό, μόνο που φέτος θέλω να είστε εσείς εκείνοι που θα τα τυλίξετε». Γέλια ακουστήκαν, και ψίθυροι πως ήταν εύκολη η πρόκληση αλλά η Βίκυ δε βιάστηκε να χαρεί. «Το ζευγάρι που θα τυλίξει τα περισσότερα δώρα μέσα σε μισή ώρα, θα κερδίσει το προβάδισμα στο διαγωνισμό. Α, και για να ξέρουμε που βρισκόμαστε, έχω σημειώσει τα αποτελέσματα ως τώρα».
Η μεγάλη του κόρη έφερε έναν λευκό πίνακα πάνω σε ένα τρίποδο με ρόδες όπου είχαν γραφτεί τα ζευγάρια και ποιο είχε καταφέρει να βγάλει εις πέρας ως τώρα τις προκλήσεις. Η πρώτη πρόκληση ήταν κενή γιατί θα μάθαιναν στο πάρτι για το κόκκινο αυτοκίνητο, αλλά σε όλα τα άλλα η Βίκυ με τον Γιώργο είχαν σχίσει. Κοιτάχτηκαν με πονηρό ύφος, κυρίως γιατί κάποιοι απέτυχαν στο να βρουν χρόνο να βγουν με το ταίρι τους έστω για μισή ώρα, ήταν λίγο λυπηρό το γεγονός πως δεν προσπάθησαν καν όμως αυτό μόνο προς όφελος τους λειτουργούσε. Ήθελε τόσο πολύ αυτά τα χρήματα, ήθελε να ανοίξει τα φτερά της και να γνωρίσει τον κόσμο…
Ο Γιώργος την τράβηξε από το χέρι ως το τραπέζι και έγειρε προς το μέρος της. «Πως θα το κάνουμε;» τη ρώτησε κι η Βίκυ τον αντίκρισε κάπως σοκαρισμένη. «Θα τυλίγουμε ταυτόχρονα; Θα σου δίνω σελοτέιπ… πώς;»
Τα μάγουλά της πήραν φωτιά, ήταν εντελώς τρελή που έπεφτε κάθε τρεις και λίγο στην παγίδα του γιατί ο Γιώργος ήξερε τι να πει και πότε ώστε να την ταρακουνήσει.
«Θα τυλίγω εγώ κι εσύ θα κολλάς τους φιόγκους και τις κάρτες», του είπε με αποφασιστικότητα και σήκωσε τα μανίκια της. «Θέλω να κερδίσουμε, Βενέτη, συγκεντρώσου σε παρακαλώ».
«Μάλιστα αφεντικό!»
Στάθηκε απέναντί της έτοιμος για τα πάντα. Κανείς τους δεν έκανε τον κόπο να ρίξει μια ματιά προς τους υπόλοιπους, κοιτιόντουσαν στα μάτια ώσπου η μικρή κόρη του διευθυντή τους έδωσε το σήμα να ξεκινήσουν. Η Βίκυ έτρεξε στο σωρό με τα κουτιά και κατάφερε να στοιβάξει πέντε στην αγκαλιά της ενώ ο Γιώργος της έφερε άλλα τόσα. Δούλευε γρήγορα, στήριξε το ρολό με το χαρτί περιτυλίγματος και το έκοβε με μαεστρία, συγκεντρωμένη στο στόχο της. Κάθε δώρο που τελείωνε το έδινε στον Γιώργο κι εκείνος κολλούσε κορδέλες και τις κάρτες, πριν τα αφήσει πίσω του για να καταμετρηθούν. Μόλις έβρισκε χρόνο, έτρεχε να πάρει νέα δώρα από τη στοίβα για να τυλίξουν. Δούλευαν μεθοδικά, σύντομα όλοι άρχισαν να του μιμούνται αλλά είχαν ήδη το προβάδισμα.
«Είσαι πανέξυπνη, Γαβρίλου», της είπε γελώντας ο Γιώργος, καθώς κολλούσε με δύναμη έναν φιόγκο.
«Όλα στη ζωή θέλουν τρόπο, όχι κόπο!»
«Θα μπορούσες να γίνεις άνετα ξωτικό του Άη Βασίλη», απάντησε πειρακτικά κι εκείνη χαχάνισε σα μικρό παιδί.
«Έτσι ήμουν ντυμένη όταν δούλευα στο πολυκατάστημα!»
«Το ξέρω, σε είχα δει». Σταμάτησε να τυλίγει και τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό. «Μη σταματάς, Γαβρίλου!» τη μάλωσε και χτύπησε το χέρι της για να συνεχίσει τη δουλειά της. «Ήταν πριν οχτώ χρόνια, φοιτητής ήμουν και είχα μπει στο μαγαζί αυτό να πάρω δώρο για τον ανιψιό μου. Εσύ μου το τύλιξες αλλά δε με θυμάσαι, δε με είχες κοιτάξει καν, όμως ήσουν το ομορφότερο ξωτικό που είχα δει», της είπε αποφεύγοντας το βλέμμα της και η Βίκυ δάγκωσε το κάτω χείλος της πασχίζοντας να μη χαμογελάσει διάπλατα.
«Τέλος χρόνου!»
Η φωνή του διευθυντή ακούστηκε δυνατή, μαζί με τις φωνές των κοριτσιών του που χειροκροτούσαν ενθουσιασμένες. Η Βίκυ έκανε ένα βήμα πίσω και έριξε μια ματιά γύρω της, τα κουτιά που είχε τυλίξει ήταν στοιβαγμένα πίσω από τον Γιώργο, ενώ εκείνος την κοιτούσε έντονα σα να προσπαθούσε να διαβάσει το μυαλό της.
«Είπα κάτι που δεν έπρεπε;» τη ρώτησε κάπως ανήσυχος ενώ την πλησίαζε. «Ξαφνικά νιώθω ότι κρατάς αποστάσεις…»
«Όχι όχι, απλά είμαι κουρασμένη…»
«Σίγουρα; Αν είπα κάτι που σε ενόχλησε ζητώ συγγνώμη!»
«Ηρέμησε… απλά… αλήθεια με βρήκες όμορφη τότε;» ρώτησε, ξαφνιάζοντάς τον. «Με τη στολή του ξωτικού και τα μυτερά αυτά και τα κατακόκκινα μάγουλα…»
«… με τις φακίδες, και αυτό το χαμόγελο που λιώνει πάγους. Ναι, Γαβρίλου, φυσικά σε βρήκα όμορφη γιατί είσαι όμορφη…»
«Νομίζω πως έχουμε ξεκάθαρο νικητή», ήχησε τη φωνή του διευθυντή, που στάθηκε κοντά τους περήφανος. «Συγχαρητήρια Βίκυ και Γιώργο, έχετε τυλίξει τα περισσότερα δώρα». Η Βίκυ γέλασε δυνατά και με ένα σάλτο βρέθηκε στην αγκαλιά του Γιώργου ο οποίος τη στριφογύρισε κρατώντας τη από τη μέση. Γαντζώθηκε πάνω του κι έκρυψε το πρόσωπό της στο λαιμό του. Μύριζε όμορφα, δεν μπορούσε να αποφασίσει πώς αλλά ήταν τόσο ζεστό το άρωμά του όσο η αγκαλιά του. Δεν ήθελε να βγει από εκεί… απογοητεύτηκε όταν την άφησε κάτω, χαμογέλασε για να το κρύψει και γύρισε στο γραφείο της ταραγμένη γιατί έκανε τη ζωή της τόσο δύσκολη για μία ακόμη φορά…







Σχόλια