12 μέρες Χριστούγεννα: η αρχή
- Nektaria Markakis
- 26 Νοε
- διαβάστηκε 6 λεπτά

Η αρχή…
11 Δεκέμβρη, το χιόνι έξω έπεφτε νωχελικά πάνω από τους μποτιλιαρισμένους δρόμους της Αθήνας. Σπάνιο φαινόμενο η κακοκαιρία στην πόλη, τόσο που όλοι είχαν παρατήσει τις δουλειές τους και χάζευαν έξω από τα παράθυρα τα πάντα να ντύνονται στα λευκά. Η Βίκυ αναρωτήθηκε πόσο θα κρατούσε αυτή η χαρά, στο τέλος ή που θα έλιωνε το χιόνι κάτω από τις ακτίνες του ήλιου που θα αποφάσιζε να βγει και να στερήσει το θέαμα, ή που θα έκλειναν οι δρόμοι και το χιόνι θα μετατρεπόταν σε μια άμορφη μάζα ανακατεμένο με χώματα και σκουπίδια. Αμφέβαλλε αν θα υπήρχε μια μέση κατάσταση αλλά η αλήθεια ήταν πως ποτέ της δεν έβλεπε γκρίζα τη ζωή, τα πάντα ήταν άσπρα και μαύρα για εκείνη, ή που θα τα έβλεπε όλα φορώντας ροζ γυαλιά ή που θα τα έβλεπε κατάμαυρα!
Σήκωσε το βλέμμα της από την οθόνη του υπολογιστή και αναστέναξε νευριασμένη γιατί ήταν η μόνη που δούλευε. Όχι, ήταν κι εκείνος στο γραφείο του… ένιωσε τα μάγουλά της να παίρνουν φωτιά όταν συναντήθηκαν τα βλέμματά τους. Δε φανταζόταν ποτέ πως θα κατέληγε τσιμπημένη με τον Άνταμ που είχε έρθει από τα γραφεία της εταιρείας στην Αμερική, αλλά να που ο γλυκό άντρας με τα ξανθά, τέλεια χτενισμένα μαλλιά και τα χοντρά γυαλιά, της είχε κλέψει την καρδιά. Είχε μια γλυκίτητα στους τρόπους του, ήταν καθωσπρέπει και ευγενικό, εν αντιθέσει με τους περισσότερους άντρες που γνώριζε τον τελευταίο καιρό. Δεν τολμούσε να τον πλησιάσει όσο κι αν οι ματιές που αντάλλαζαν φανέρωναν πόσο ενδιαφερόταν ο ένας για τον άλλον.
«Γαβρίλου, πάλι χαζεύεις;»
Η φωνή ανήκε στον γραμματέα του διευθυντή, σε έναν από τους ανθρώπους που δεν ήθελε να γνωρίζει αλλά η ζωή τα έφερε έτσι που κατέληξε όχι μόνο να περάσει τα μαθητικά της χρόνια μαζί του, αλλά και τις ώρες εργασίας της. Με τον Γιώργο μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά, κάπου στο Αιγάλεω, και ήταν στην ίδια τάξη στο δημοτικό. Ήταν από εκείνα τα αγόρια που της έκαναν τη ζωή μαρτύριο γιατί φορούσε γυαλιά, τότε, και γιατί δεν μπορούσε με τίποτα να χάσει το παιδικό βάρος που την έκανε να μοιάζει με «κεφτεδάκι με πόδια», όπως την αποκαλούσε. Ανακουφίστηκε όταν οι δρόμοι τους χώρισαν μετά το δημοτικό, αφού εκείνος μετακόμισε σε άλλη πόλη, αλλά να που περίπου δεκαοχτώ χρόνια αργότερα βρέθηκε να του δίνει το βιογραφικό της, όταν αίτηση για εργασία. Δεν την αναγνώρισε, φυσικά κι είχε ξεχάσει το κοριτσάκι που βασάνιζε, αλλά εκείνη τον θυμόταν πολύ καλά.
«Είμαι η μόνη που δουλεύει και παρόλ’ αυτά, πάλι βρήκες λόγο- χωρίς να υπάρχει- να μου την πεις. Να το κοιτάξεις αυτό, κάτι δεν πάει καλά με σένα!»
Γέλασε με την απάντησή της και κάθισε πάνω στο γραφείο της. Το μισούσε όταν το έκανε αυτό, ένιωθε σα να της στερούσε τον χώρο και τον αέρα της.
«Τα έμαθες; Είναι η μεγάλη μέρα σήμερα!» της είπε με το φρύδι ανασηκωμένο, όπως κάθε φορά που ειρωνευόταν.
«Μη μου πεις ότι επιτέλους σε απέλυσε το αφεντικό!» απάντησε τρίβοντας τα χέρια της, όμως τον Γιώργο τίποτα δεν τον άγγιζε, όλα τα έβρισκε αστεία και γέλασε με την ψυχή του με το σχόλιό της.
«Το αμερικανάκι από εκεί πρότεινε στο αφεντικό να κάνουμε κάτι για να δεθούμε, τώρα τα Χριστούγεννα», της είπε, με συνωμοτικό ύφος. Ό,τι αφορούσε τον Άνταμ την ενδιέφερε γι’ αυτό και δεν άργησε να στρέψει όλη της την προσοχή στα καστανοπράσινα μάτια του Γιώργου. Δε χρειάστηκε να μιλήσει για να ζητήσει περισσότερες λεπτομέρειες, το βλέμμα της τα έλεγε όλα. «Δε θα πάρεις άλλη κουβέντα από μένα, Γαβρίλου, μη με πιέζεις», συνέχισε με περίσσια θεατρικότητα που την έκανε να καγχάσει νευριασμένη.
Σηκώθηκε από το γραφείο της και χτύπησε τα χέρια του δυνατά για να τραβήξει την προσοχή και των υπόλοιπων. Τους έκανε νόημα να πλησιάσουν και πήρε το σοβαρό ύφος του, που κατά βάθος δεν του ταίριαζε καθόλου, πριν αρχίσει να μιλάει στα αγγλικά. Ήταν ο τρόπος του για να συμπεριλάβει τον Άνταμ στην κουβέντα, κυρίως γιατί βαριόταν να κάνει μετάφραση μετά.
«Λοιπόν, σε δεκατέσσερις μέρες έχουμε Χριστούγεννα και την παραμονή θα κάνουμε ένα μεγάλο πάρτι εδώ, στα γραφεία, όπως κάθε χρόνο. Αυτή τη φορά οι δύο τυχεροί που θα πάρουν το μεγάλο δώρο δε θα βγουν με κλήρωση αλλά μέσα από ένα παιχνίδι που μας πρότεινε ο Άνταμ!» Ακουστήκαν μερικά χειροκροτήματα αλλά ο Γιώργος τους έκανε νόημα με τα χέρια- σαν άλλος μαέστρος- να σταματήσουν, και συνέχισε. «Έχετε ακουστά, φαντάζομαι, το τραγούδι Twelve days of Christmas», συνέχισε και τραγούδησε με πομπώδες ύφος έναν στίχο προκαλώντας γέλια σε όλους, εκτός από τη Βίκυ που περίμενε ανυπόμονη να ακούσει που το πήγαινε. «Ο Άνταμ σκέφτηκε να χωριστούμε σε ζευγάρια και κάθε μέρα, για τις επόμενες δώδεκα, να πρέπει να βγάλουμε εις πέρας μια πρόκληση. Προσοχή! Τις προκλήσεις τις έχει διαλέξει το αφεντικό ήδη και τα ζευγάρια θα βγουν με κλήρωση οπότε μην τρέξετε να διαλέξετε συνεργάτη! Όποιο ζευγάρι καταφέρει να βγάλει εις πέρας όλες τις προκλήσεις, με αποδείξεις βέβαια, θα κερδίσει το δώρο το οποίο θα γίνει γνωστό εκείνη τη στιγμή».
Επικράτησε σούσουρο και πολλές ερωτήσεις που έκαναν οι ενδιαφερόμενοι αλλά η Βίκυ δάγκωσε το κάτω χείλος της και αναρωτήθηκε αν η τύχη θα ήταν με το μέρος της και θα την ταίριαζε μαζί με τον Άνταμ. Θα ήταν η τέλεια ευκαιρία να περάσει χρόνο μαζί του, να τον γνωρίσει και να ίσως- γιατί όχι- να κατέληγαν μαζί… μπορούσε να ονειρευτεί, δεν ήταν κακό, της άρεσε τόσο πολύ αυτός ο άντρας… θα μπορούσε να χτίσει μια όμορφη ζωή μαζί του, σε μια μονοκατοικία όπου θα στέγαζε την αγάπη τους και την οικογένειά τους με τα δύο παιδιά και τον ένα σκύλο- και τη μια γάτα φυσικά- να ζουν μια ζωή λες και βγήκε από διαφήμιση βουτύρου και μαρμελάδας.
«Γαβρίλου πάλι χαζεύεις;»
Τινάχτηκε όταν άκουσε τη φωνή του Γιώργου στο αυτί της. Τον αγριοκοίταξε και έριξε μια ματιά στο βάζο που κρατούσε. Μέσα ήταν ένα χαρτάκι μόνο. Κοίταξε τριγύρω της και σάστισε γιατί είχε χαθεί τόσο πολύ στις σκέψεις της που δεν είχε πάρει είδηση πως η κλήρωση είχε γίνει ήδη και τα ζευγάρια είχαν χωριστεί. Προς μεγάλη της απογοήτευση είδε πως ο Άνταμ είχε ζευγαρώσει με την Καλλιόπη, μια γλυκιά κοπέλα από το τηλεφωνικό κέντρο που έμοιαζε με τη Χιονάτη. Η καρδιά της βυθίστηκε στην απελπισία όταν ο Γιώργος, που διάβασε στο πρόσωπό της την απογοήτευση, της έδωσε το χαρτάκι που είχε απομείνει.
«Δε θα δεις με ποιον ζευγάρωσες;» τη ρώτησε μελιστάλαχτα.
«Φοβάμαι», του είπε σαρκαστικά γιατί από τον τρόπο που την κοιτούσε, ήξερε ήδη την απάντηση. Ξεδίπλωσε το χαρτάκι και έβρισε μέσα από τα δόντια της όταν είδε το όνομα του Γιώργου γραμμένο πάνω του.
«Θα περάσουμε τέλεια, Γαβρίλου!» αναφώνησε γελώντας όσο εκείνη χαμήλωνε στην καρέκλα της αναθεματίζοντας την ώρα και τη στιγμή που χάζευε και δεν τράβηξε εκείνη όνομα από το βάζο. «Πολύ ωραία, τώρα που βρήκαμε όλοι το ταίρι μας, μπορούμε να γυρίσουμε στη δουλειά. Αύριο το πρωί θα μας δοθεί η πρώτη πρόκληση οπότε προετοιμαστείτε κατάλληλα!»
Η Βίκυ τον ακολούθησε ως το γραφείο του εκνευρισμένη, μπορεί να έχασε την ευκαιρία να περάσει χρόνο με τον Άνταμ, αλλά δε θα έχανε την ευκαιρία να κερδίσει τα χρήματα, ειδικά εξαιτίας του Γιώργου!
«Θέλω να μιλήσουμε», του είπε επιτακτικά κι εκείνος την κοίταξε με μισό χαμόγελο.
«Απογοητεύτηκες πολύ που δεν τράβηξε το αμερικανάκι το όνομά σου;» τη ρώτησε με πονηρό ύφος.
«Θα απογοητευτώ περισσότερο αν εξαιτίας σου χάσω το μπόνους γι’ αυτό σε παρακαλώ πολύ να αφήσεις στην άκρη τις χαζομάρες…»
«Να και σε κάτι που συμφωνούμε, Γαβρίλου, κι εγώ δε θέλω να χάσω αυτό το δώρο», της είπε, διακόπτοντας το λογύδριο της. «Θα το πω σε σένα μόνο γιατί ξέρω πως είσαι άτομο εμπιστοσύνης. Το κάθε άτομο θα κερδίσει πέντε χιλιάδες ευρώ». Τον κοίταξε έκπληκτη και ο Γιώργος σταύρωσε τα χέρια του χωρίς να πάρει το βαθύ βλέμμα του από πάνω της. «Να είσαι βέβαιη πως όταν θέλω κάτι, το κατακτάω. Τώρα γύρνα στη δουλειά σου, όλο χαζεύεις!»
Η Βίκυ κούνησε το κεφάλι μέσα στην αγανάκτηση και επέστρεψε στο γραφείο της αγνοώντας το μισό χαμόγελο του Γιώργου που είχε εγκατασταθεί στα χείλη του. Κοίταξε προς το μέρος του Άνταμ που της χαμογέλασε όταν είδε πως τον κοιτούσε, κι αναστέναξε δυνατά… γιατί να μην ήταν τυχερή στη ζωή της; Το μόνο που ήθελε ήταν μια ευκαιρία να του δείξει τι άνθρωπος ήταν και τότε… ίσως τότε… ίσως το όνειρο να γινόταν πραγματικότητα…







Σχόλια