Η μέρα είναι τόσο γκρίζα που ούτε εγώ δεν την αντέχω. Δεν αντέχω την ουδετερότητα της. Ούτε ηλιοφάνεια, ούτε μαυρίλα, μόνο ένα γκρι άψυχο χρώμα που μου πληγώνει τα μάτια. Όπου και να κοιτάξω βλέπω χλωμά πρόσωπα. Μπορεί να είναι της φαντασίας μου, αφού κι εγώ έτσι είμαι, χλωμός. Μέσα μου, όχι μόνο στην όψη.
Τραβάω τον σκούφο μου ακόμη πιο κάτω στο κεφάλι μέχρι που η άκρη του καλύπτει τα φρύδια μου. Δεν ξέρω γιατί το κάνω αυτό. Με βοηθάει να κυκλοφορώ άνετα, ίσως επειδή με κάνει να νιώθω αόρατος. Η ηχορύπανση μένει μακριά, αφού το ύφασμα που καλύπτει τα αυτιά μου δεν αφήνει τον ήχο να περάσει καθαρός, παρά μόνο ένα συνεχές βουητό που μου προκαλεί σύγχυση.
Βιάζομαι.
Έχω δουλειά.
Έφυγα από την φωλιά μου, το διαμέρισμα μου, για να πάω στην βιβλιοθήκη. Θέλω να κλειστώ εκεί μέσα άλλη μία μέρα ώσπου να πέσει το σκοτάδι για τα καλά και να αναγκαστούν να με πετάξουν έξω. Να απασχολήσω το μυαλό μου και να σκέφτομαι οτιδήποτε άλλο εκτός από την γκρίζα ζωή μου. Έτσι κι αλλιώς η καθημερινότητα μου δεν έχει το παραμικρό ενδιαφέρον παρά μόνο ότι βρίσκω στα βιβλία που διαβάζω για την έρευνα μου.
Είμαι περίπου δέκα λεπτά μακριά από την βιβλιοθήκη αυτής της πόλης στην οποία βρέθηκα τυχαία πριν μερικά χρόνια. Περνούσα με το αμάξι ένα καλοκαίρι όταν αποφάσισα πως έπρεπε να δω την χώρα και να καταγράψω τις εμπειρίες μου. Είχα ακούσει πολλά γι’ αυτήν και για την ομορφιά της, αλλά τίποτα δεν με είχε προετοιμάσει για αυτό που αντίκρισα. Τα πάντα, από τα σοκάκια που θύμιζαν νησί, ως τους καταρράκτες της έξω από την πόλη, με μάγεψαν και με γέμισαν με την πολυπόθητη έμπνευση που μου έλειπε. Εγκαταστάθηκα εδώ σχεδόν αμέσως. Δεν με πείραξε που ποτέ δεν έκανα φίλους. Ποτέ δεν είχα έτσι κι αλλιώς, εκτός από τον Βασίλη, έναν εφηβικό φίλο που δεν με εγκατέλειψε, αλλά κι εκείνου δεν του λείπω και πολύ. Έτσι τουλάχιστον φροντίζει να μου υπενθυμίζει κάθε φορά που τσακωνόμαστε στο τηλέφωνο. Κανείς δεν με ξέρει και δεν μ’ ενδιαφέρει να γνωρίσω κανέναν. Είμαι ευχαριστημένος μέσα στην ανωνυμία και τη μοναξιά μου.
Στρίβω στην λεωφόρο που βρίσκεται η βιβλιοθήκη, μα δεν προλαβαίνω να κάνω βήμα γιατί κάποιος πέφτει πάνω μου. Μία κόκκινη σκιά πιάνει μόνο η ματιά μου, που σπάει το γκρίζο, και το εξαφανίζει μ’ ευκολία. Με αποσυντονίζει γιατί δεν έχω συνηθίσει το χρώμα. Έχω μάθει ν’ αγαπώ το γκρίζο. Ψέματα, το μισώ, απλά έχω μάθει να ζω με αυτό. Μου παίρνει μερικά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσω πως το μικροσκοπικό πλάσμα μπροστά μου δεν είναι παιδί, αλλά μία όμορφη νεαρή γυναίκα. Με έχει αφήσει άφωνο. Όχι τόσο εξαιτίας της ομορφιάς της. Η παιδικότητα της και η αθωότητα στο βλέμμα της με έπιασαν εξαπίνης. Κρατάει ένα ηλιοτρόπιο και το κοιτάζει με τόση αγάπη λες και είναι θησαυρός. Ανησυχεί για το λουλούδι περισσότερο κι από τον εαυτό της. Δεν κατάλαβε καν πως την πάτησα, το μόνο που την νοιάζει είναι αν έχει επιζήσει το ηλιοτρόπιο.
Μου χαμογελάει και κοκαλώνω. Στέκομαι ακίνητος ενώ απομακρύνεται και δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Τα γκρίζα μάτια της με στοιχειώνουν ξαφνικά. Δεν είναι τυχαίο. Τα καστανά της μαλλιά πέφτουν ελεύθερα στην πλάτη της και μυρίζουν τόσο όμορφα. Με τραβάει σαν μαγνήτης. Με κάνει να θέλω να κυνηγήσω το κόκκινο παλτό που κάνει τέλεια αντίθεση με το κίτρινο του λουλουδιού, και να δω που πάει, σε ποιον. Θέλω να ρουφήξω λίγο ακόμα από το χρώμα της πριν ξαναγυρίσω στο γκρίζο μου, μα που δεν είναι φωτεινό σαν εκείνο των ματιών της.
Με το ζόρι δίνω εντολή στα πόδια μου αλλά καταφέρνω, μετά δυσκολίας, να την ακολουθήσω. Περνάει τον δρόμο και κατευθύνεται προς ένα βιβλιοπωλείο. Περίεργο που δεν το είχα προσέξει ποτέ αυτό το μέρος. Χωρίς να ορίζω τις κινήσεις μου περνάω τον δρόμο κι ακούω τις ρόδες ενός αυτοκινήτου να τσιρίζουν. Κάποιος με βρίζει αλλά δεν με νοιάζει. Κρατάω τα μάτια μου στην πόρτα του βιβλιοπωλείου και σηκώνω το χέρι μου στο χερούλι. Διστάζω να ανοίξω. Δεν ξέρω καν γιατί ήρθα εδώ, δεν ξέρω γιατί άρχισε να μ’ ενδιαφέρει τόσο πολύ ένα κορίτσι με κόκκινο παλτό κι ένα ηλιοτρόπιο στο χέρι. Παρεκκλίνω από τον στόχο μου εξαιτίας της. Βγαίνω από το πρόγραμμα μου. Πρέπει να πάω στην βιβλιοθήκη να δουλέψω, αλλά αντί γι’ αυτό, ψάχνω να βρω ένα κορίτσι που δεν έχω δει ποτέ ξανά στη ζωή μου.
Πατάω με δύναμη το πόμολο μέχρι που ακούω τον χαρακτηριστικό ήχο της πόρτας ν’ ανοίγει. Πρώτη φορά αισθάνομαι τόσο τρομοκρατημένος. Τα γόνατα μου με το ζόρι με κρατάνε. Δεν φανταζόμουν ποτέ πως ένας άνθρωπος θα είχε τέτοια επίδραση πάνω μου. Φοβάμαι, μα αντί να γυρίσω να φύγω, μπαίνω με κομμένη την ανάσα μες το μαγαζί που μυρίζει φουντούκι, και ψάχνω για το κορίτσι με το ηλιοτρόπιο.
Comments