Ραγισμένες καρδιές
- Nektaria Markakis
- 31 Αυγ
- διαβάστηκε 6 λεπτά

Copyright 2023
Νεκταρία Μαρκάκη
Οποιαδηποτε προσπάθεια αντιγραφής θα τιμωρείται, το έργο ειναι κατοχυρωμένο νομικά.
Περίληψη:
Η Ολίβια πρέπει να αντιμετωπίσει την μεγαλύτερη πρόκληση ως τώρα όταν χάνει απροσδόκητα τον έρωτα της ζωή της, τον Λίαμ, που έφυγε τόσο ξαφνικά όσο μπήκε στη ζωή της. Τα τελευταία του λόγια όταν μια υπόσχεση που την ανάγκασε να δώσει... θέλω να θρηνήσεις για ένα χρόνο και μετά να φτιάξεις τη ζωή σου, μόνο που αυτή την υπόσχεση δυσκολεύεται να την κρατήσει όσο κι αν φροντίζει να της την υπενθυμίζει ο ίδιος με έναν πολύ απροσδόκητο τρόπο...
Δεκαοχτώ μήνες μετά η Ολίβια πνίγεται ακόμα στην απόγνωση και δεν μπορεί να βρει το σθένος να ξεκολλήσει από εκείνη την αποφράδα μέρα που της άλλαξε τη ζωή. Σε μια στιγμή απόγνωσης δέχεται να μετακομίσει για ένα διάστημα στο Εδιμβούργο, για να επιβλέπει τις εργασίες των νέων γραφείων της επιχείρησης στην οποία εργάζεται, με σκοπό να προσπαθήσει να αφήσει πίσω το παρελθόν. Εκεί γνωρίζει τρεις άντρες που θα φέρουν τα πάνω-κάτω στην καθημερινότητά της: τον Τζος, έναν όμορφο χήρο που δεν κρύβει το ενδιαφέρον του γι' αυτή, έναν άγνωστο που απαντά στα μηνύματα που στέλνει στο νούμερο του Λίαμ, αλλά και τον γείτονα της τον Έβαν, έναν ανέμελο Βίκινγκ που σκοπεύει να την τρελάνει εντελώς.
Η Ολίβια αρχίζει σιγά-σιγά να βρίσκει τον εαυτό της όμως καλείται να πάρει αποφάσεις για τη ζωή της, όπως και για ένα μυστικό που ανακαλύπτει τυχαία, το οποίο είναι ικανό να γιατρέψει ή να κομματιάσει τις ήδη ραγισμένες καρδιές γύρω της...
☆☆☆☆
Ήταν από εκείνες τις μέρες που ο Έβαν ένιωθε πως πνιγόταν μέσα σε κλειστούς χώρους- μερικές φορές το πάθαινε αυτό, ο λαιμός του έκλεινε και αισθανόταν πως οι τοίχοι τον πλησίαζαν επικίνδυνα ενώ τα πάντα γύρω του στριφογύριζαν. Κρίσεις πανικού του είχε πει ο γιατρός που είχαν σχέση με το στρες που του δημιούργησε η χειρότερη μέρα της ζωής του. Το πάθαινε κάθε φορά που σκεφτόταν τι είχε συμβεί και τον τελευταίο καιρό, για κάποιον λόγο, ο νους του γυρνούσε συχνά σ’ εκείνο το πρωινό που αντίκρισε τον θάνατο. Κοιτάχτηκαν στα μάτια μα τον λυπήθηκε και τον άφησε να ζήσει γεμάτος τραύματα, σωματικά και ψυχικά. Ακόμα πάσχιζε να κλείσει τις πληγές του και δεν το είχε καταφέρει, κάθε φορά που αισθανόταν πως έκανε πρόοδο η θλίψη έκανε έφοδο και έκανε πάρτι μαζί με τις ενοχές. Η πρόοδος χανόταν, το ένα βήμα μπροστά μετατρεπόταν σε δύο βήματα πίσω αφήνοντάς τον ανόρεχτο για ζωή, και κουρασμένο για να προσπαθήσει ξανά.
Βγήκε από το διαμέρισμά του για να πάει μια βόλτα. Σταμάτησε πρώτα έξω από το διαμέρισμα της Ολίβια. Θα ήταν καλύτερα αν δεν την αναζητούσε μα του είχε γίνει απαραίτητη η παρουσία της γιατί όταν ήταν μαζί της το μυαλό του ήταν απασχολημένο και πάντα, για κάποιον λόγο, τον έκανε να νιώθει καλύτερα. Κι ας τσακωνόντουσαν συνέχεια... ήταν ο δικός τους κώδικας επικοινωνίας. Χτύπησε δύο φορές στην πόρτα της κι αφού δεν πήρε απάντηση αναγκάστηκε να φύγει απογοητευμένος γιατί είχε ανάγκη από συντροφιά... τη δική της συντροφιά...
Περπατούσε άσκοπα προσπαθώντας να μη σκέφτεται, επικεντρωνόταν στους περαστικούς και τα τοπία μέχρι που έφτασε στους κήπους της οδού Princess, ένα μεγάλο πάρκο στολίδι για την περιοχή. Μπήκε μέσα για να το περπατήσει, το Φθινόπωρο είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του και τα δέντρα άρχιζαν να παίρνουν αυτή την πανέμορφη κιτρινοκαφέ απόχρωση που επικρατούσε παντού στο τοπίο. Την αγαπούσε αυτή την εποχή παρότι σήμαινε την αρχή ενός τέλους.
Σκόπευε να γυρίσει ολόκληρο το πάρκο όταν την είδε από μακριά. Αμέσως το μυαλό του έδωσε εντολή στα πόδια του να πάει κοντά της. Γέλασε γιατί θα μπορούσε να την ξεχωρίσει εύκολα ανάμεσα από μεγάλα πλήθη. Η Ολίβια καθόταν σε ένα παγκάκι κάτω από ένα δέντρο με το βλέμμα της άδειο, καρφωμένο κάπου στον ορίζοντα. Δεν τον πήρε είδηση καν κι ας στεκόταν μπροστά της. Τρόμαξε όταν είδε τα κόκκινα μάτια της που ήταν γεμάτα δάκρυα γι’ αυτό χαμήλωσε και κοίταξε το πρόσωπό της που ήταν πρησμένο από το κλάμα.
«Λίβι;» είπε απαλά το όνομά της και χάιδεψε το μάγουλό της.
Η Ολίβια τινάχτηκε τρομαγμένη σα να βγήκε από κακό όνειρο. Άφησε μια πνιχτή κραυγή, σύντομα η αναπνοή της ηρέμησε όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν ο Έβαν αυτός που την άγγιζε.
«Τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησε με τρεμάμενη φωνή, ενώ σκούπιζε τα δάκρυά της.
«Βγήκα μια βόλτα και σε είδα τυχαία», αποκρίθηκε ο Έβαν κοιτώντας την έντονα, σα να προσπαθούσε να διαβάσει τις σκέψεις της. «Γιατί κλαις;» θέλησε να μάθει. Η Ολίβια χαμήλωσε το κεφάλι της ντροπιασμένη. Δεν την άφησε, έπιασε το πηγούνι της με τον αντίχειρα και τον δείχτη του και την ανάγκασε να το σηκώσει ξανά και να τον αντικρίσει. «Δεν πρέπει να ντρέπεσαι επειδή έκλαιγες», τη διαβεβαίωσε.
«Περνάω μια δύσκολη φάση», αρκέστηκε να του πει και ο Έβαν κάθισε δίπλα της αναστενάζοντας.
«Μια από τα ίδια», ψιθύρισε και γέλασε όταν παρατήρησε πως τον κοίταξε. «Σου φαίνεται παράξενο;»
Η Ολίβια έκλεισε τα μάτια της και άφησε την ανάσα της να βγει αργά. «Απλά μου φαίνεσαι τόσο ζωντανός και υγιής άνθρωπος», παραδέχτηκε με απολογητικό τόνο. «Έκανα λάθος;» ρώτησε στρέφοντας το βλέμμα της πάνω του.
Μια σκιά πέρασε μπροστά από τα μάτια του Έβαν που την προβλημάτισε έντονα. «Έκανες μεγάλο λάθος», κάγχασε εκείνος. «Ξέρω πως φαίνεται ότι δεν έχω κανένα πρόβλημα...»
«...δεν το εννοούσα έτσι!» απολογήθηκε η Ολίβια. «Απλά σε βλέπω συνέχεια απασχολημένο, περιτριγυρισμένο από κόσμο, πάντα κάνεις κάτι...»
«Όλα τα κάνω για να απασχολήσω το μυαλό μου», της είπε χαμογελώντας πικραμένος. «Όλοι μας παλεύουμε με τους δαίμονές μας, ο καθένας όμως έχει τον δικό του τρόπο να τους αντιμετωπίζει». Έκανε μια παύση και δαγκώθηκε γιατί έλεγε ψέματα, τίποτα δεν αντιμετώπιζε, κορόιδευε τον εαυτό του... «Δεν ξέρω για σένα αλλά οι δικοί μου δαίμονες με νικούν κατά κράτος», γέλασε νευρικά και η Ολίβια τον μιμήθηκε.
«Ενώ εγώ τους έχω κατατροπώσει!» σχολίασε δείχνοντάς του το πρόσωπό της με τα κατακόκκινα μάτια. «Απλά δεν αντέχω άλλο», μουρμούρισε αποφεύγοντας να τον κοιτάξει. «Είμαι τόσο κουρασμένη».
«Αν θες να μιλήσεις, είμαι εδώ για να σε ακούσω», της είπε και η Ολίβια του χάρισε ένα χαμόγελο γεμάτο ευγνωμοσύνη.
«Ευχαριστώ Βίκινγκ», απάντησε. «Το ίδιο ισχύει και για σένα, αν θες να μιλήσεις...»
Δεν αποτέλειωσε τη φράση της γιατί ήταν προφανές πως δε θα της μιλούσε. Ο Έβαν φαινόταν να είναι ανοιχτό βιβλίο μα δεν ήταν έτσι, έμοιαζε με εκείνο το τερατώδες βιβλίο από εκείνη την εφηβική σειρά βιβλίων φαντασίας το οποίο δάγκωνε όποιον τολμούσε να το αγγίξει. Κι αυτός όμως, όπως το βιβλίο εκείνο, μπορούσε να ανοίξει με ειδική φροντίδα. Την εξίταρε πολύ ο Βίκινγκ, για κάποιον λόγο αυτό το μυστήριο γύρω του την έκανε να θέλει να τον γνωρίσει λίγο καλύτερα γι’ αυτό θα έβρισκε το αδύναμο σημείο του κάποια στιγμή ώστε να τον ανοίξει και να διαβάσει κάθε του σελίδα.
Ήταν λυτρωτικό το να κάθονται αμίλητοι χωρίς να έχουν την υποχρέωση να πουν οτιδήποτε. Της άρεσε η σιωπή του Έβαν γιατί δεν ήταν καταπιεστική, δεν την έκανε να νιώσει άσχημα οποιαδήποτε στιγμή κι εκείνος ήταν ανακουφισμένος που για μια φορά κάποιος σεβόταν το γεγονός πως προτιμούσε την απόλυτη σιωπή. Έριχναν κλεφτές ματιές ο ένας προς τον άλλον αλλά η αλήθεια ήταν πως για τον Έβαν ήταν τρομερά δύσκολο να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της. Η ευάλωτη Ολίβια έκρυβε τρομερή δύναμη μέσα της, μπορούσε να το δει καθαρά στον τρόπο που κατάφερε να μαζέψει τα κομμάτια της εκείνη τη στιγμή.
Επέστρεψαν με τα πόδια ως την πολυκατοικία όπου έμεναν γελώντας δυνατά, πειράζοντας ο ένας τον άλλον σαν παιδιά. Δεν ήθελε να παραδεχτεί πως χάρη σε αυτόν η μέρα της είχε βελτιωθεί κατά πολύ, αλλά η αλήθεια ήταν αυτή. Ο Έβαν τη βοηθούσε να ξεχάσει. Όσο περισσότερο τον γνώριζε, τόσο πιο εύκολο της ήταν να αποδεχτεί την παρουσία του που συνήθως της προκαλούσε εκνευρισμό.
«Πρέπει να πάω στο μπαρ, έχω ζωντανό σήμερα. Θα είσαι καλά, Λίβι;» τη ρώτησε ανήσυχος κι εκείνη αρκέστηκε να γνέψει καταφατικά. «Ωραία, θα σε δω τριγύρω τότε».
Έσκυψε προς το μέρος της για να αφήσει ένα φιλί στο μάγουλό της μα η Ολίβια στράφηκε ταυτόχρονα προς το μέρος του για να τον αποχαιρετήσει. Τα χείλη τους συναντήθηκαν σε ένα απαλό, πεταχτό φιλί, που της προκάλεσε ανατριχίλα. Ο Έβαν δεν απομακρύνθηκε αυτή τη φορά, όπως το βράδυ με το περιστέρι. Κράτησε το πρόσωπό του κοντά στο δικό της, με τα μάτια μισόκλειστα και τα χείλη μισάνοιχτα.
«Πες μου να φύγω», την ικέτευσε. «Αλλιώς θα σε ξαναφιλήσω και φοβάμαι πως δε θα τη γλιτώσω με ένα χαστούκι αυτή τη φορά».
Η Ολίβια κράτησε την ανάσα της. Είχε δίκιο, έπρεπε να του πει να φύγει αλλά δεν ήθελε. Δίστασε για μια στιγμή που ήταν αρκετή για εκείνον για να κάνει ξανά την κίνηση και να κολλήσει τα χείλη του στα δικά της, αυτή τη φορά για ένα φιλί που θύμισε χιονοστιβάδα. Τους παρέσυρε και τους δύο και ήταν ανήμποροι να παλέψουν ενάντιά της. Τα χέρια του Έβαν βρέθηκαν να κρατούν το πρόσωπό της, ενώ η Ολίβια γαντζώθηκε πάνω του γιατί αν τον άφηνε μπορεί η φωτιά που της άναψε να την κατάπινε.
Ήταν έτοιμη να του ζητήσει να μπει στο διαμέρισμά της. Την τρόμαζε η σκέψη να κάνει έρωτα με κάποιον άλλον εκτός του Λίαμ, μα αν δεν το έκανε θα το μετάνιωνε. Δεν πρόλαβε όμως να το ζητήσει. Ο ήχος του ανελκυστήρα που έφτανε στον όροφό τους, έβγαλε και τους δύο μέσα από το μαγικό ξόρκι που δημιούργησε η ανάγκη και ξάφνου τα σώματά τους είχαν χωρίσει. Κοιτάχτηκαν με το ίδιο έκπληκτο ύφος όσο οι πόρτες του ανελκυστήρα άνοιγαν για να βγει η Νάλα από μέσα.
«Εδώ είστε, σας έψαχνα!» αναφώνησε χαρούμενη η κοπέλα. «Επέστρεψα οπότε το Σάββατο θα κάνουμε εκείνο το πάρτι που λέγαμε», συνέχισε ενθουσιασμένη, αγνοώντας με πόση λαχτάρα κοιτιόντουσαν ο Έβαν με την Ολίβια.
Σχόλια