top of page

12 μέρες Χριστούγεννα: μέρα όγδοη & ένατη

  • Εικόνα συγγραφέα: Nektaria Markakis
    Nektaria Markakis
  • 20 Δεκ
  • διαβάστηκε 14 λεπτά
ree

Είχε ήδη αρχίσει να διαβάζει το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου όταν άκουσε το κινητό της να χτυπάει. Ξαφνιάστηκε όταν στην οθόνη εμφανίστηκε το όνομα του Γιώργου, συνήθως έστελνε ένα μήνυμα πού και πού αλλά δεν την είχε πάρει ποτέ τηλέφωνο κι αναρωτήθηκε τι μπορεί να ήθελε. Δίστασε να απαντήσει, ήθελε να ακούσει τη φωνή του μα δεν έπρεπε να νιώθει όπως ένιωθε για εκείνον… τι στο καλό της συνέβαινε… το τηλέφωνο σταμάτησε να χτυπάει μα δεν πρόλαβε να ανακουφιστεί γιατί χτύπησε σχεδόν αμέσως, ξανά, κι απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει, ο Γιώργος δε θα σταματούσε να καλεί μέχρι να απαντήσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πάτησε το κουμπί με αποφασιστικότητα.

«Πού έπιασε φωτιά, Βενέτη, και δε λες να σταματήσεις να καλείς;» είπε, σε μια προσπάθεια να αστειευτεί.

Τον άκουσε να αναστενάζει ανακουφισμένος. «Είσαι καλά;» ρώτησε, προβληματίζοντάς τη.

«Ναι, διαβάζω το βιβλίο μου…»

«Έφυγες σαν τον κλέφτη και τρόμαξα πως συνέβη κάτι», της είπε, και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της Βίκυς. Νοιαζόταν για εκείνη… γιατί… καλύτερα να ήταν αδιάφορος!

«Ήμουν λίγο ζαλισμένη και προτίμησα να γυρίσω σπίτι. Ο Όλιβερ λέει “γεια”», είπε γελώντας γιατί ο σκύλος της προσπαθούσε να γλείψει την οθόνη. Η σιωπή του Γιώργου ήταν εκκωφαντική και την έκανε να νιώσει πολύ άβολα. «Είσαι καλά; Γιατί δε μιλάς;»

«Έχεις όρεξη για παρέα; Μπορώ να έρθω, θα φέρω μακαρονάδες από το ιταλικό κοντά στο σπίτι σου, και σκορδόψωμο».

Υπό άλλες συνθήκες θα του έλεγε όχι όμως ο ικετευτικός του τόνος την προέτρεψε να συμφωνήσει σχεδόν αμέσως. Η καρδιά της έτρεμε από ανυπομονησία ενώ ετοιμαζόταν να τον υποδεχτεί κι όταν μισή ώρα μετά άκουσε το κουδούνι, τα γόνατά της κόπηκαν.

«Ηρέμησε, ηλίθια», είπε αυστηρά στην αντανάκλασή της στον καθρέφτη και άνοιξε την πόρτα χαμογελώντας.

Ο Γιώργος φορούσε μια γκρι φόρμα, ένα πουλόβερ και το παλτό του, ενώ τα μαλλιά του ήταν ατημέλητα. Μύριζε φρεσκάδα, μάλλον είχε βγει από το ντους πριν λίγη ώρα. Έσκυψε κοντά της κι άφησε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλό της πριν περάσει μέσα με δύο τσάντες στα χέρια του. Ο Όλιβερ ενθουσιάστηκε που τον είδε και γαύγισε χαρούμενα ενώ χοροπηδούσε τριγύρω του. Αν μη τι άλλο εμπιστευόταν τον σκύλο της, μύριζε τους καλούς ανθρώπους από χιλιόμετρα.

«Σ’ ευχαριστώ που δέχτηκες να έρθω, ξαφνικά το διαμέρισμά μου ήταν πολύ ήσυχο».

«Θες να πεις ότι κάνω φασαρία;» ρώτησε με παιχνιδιάρικο τόνο, κι ο Γιώργος γέλασε δυνατά. «Η κοπέλα σου δεν μένει μαζί σου;»

Στράφηκε προς το μέρος της απότομα. Ακούμπησε τα χέρια του στην πλάτη της καρέκλας κι έσφιξε το ξύλο ώσπου οι αρθρώσεις του άσπρισαν. Η Βίκυ αναρωτήθηκε μήπως έκανε χαζομάρα που ρώτησε για εκείνη, μπορεί να είχαν τσακωθεί και…

«Δεν έχω κοπέλα, είμαι μόνος μου εδώ και καιρό», απάντησε απολογητικά. «Η αλήθεια είναι πως είμαι ερωτευμένος μαζί σου, Γαβρίλου, τόσο που δεν μπορώ να κλείσω μάτι το βράδυ γιατί σε σκέφτομαι συνέχεια. Από τότε που σε είδα ξανά πριν τρία χρόνια, δεν μπορώ να σε βγάλω από το μυαλό μου….Γαβρίλου… πάλι χαζεύεις;»

Η Βίκυ άνοιξε τα μάτια της απότομα και παραλίγο να πέσει από την καρέκλα της όταν είδε τον Γιώργο να στέκεται μπροστά από το γραφείο της. Κρατούσε μια κούπα καφέ, την οποία άφησε μπροστά της, κι ένα μισοφαγωμένο καπ κέικ που της έδωσε γελώντας πονηρά γιατί της το είχε φάει. Τα μάγουλά της πήραν φωτιά. Διάολε… τώρα τη βασάνιζε και στον ύπνο της;

«Πρώτη φορά σε βλέπω να κοιμάσαι όρθια, γλυκιά ήσουν», της είπε πειρακτικά.

«Ξενύχτισα διαβάζοντας το βιβλίο μου», απάντησε με ένα χασμουρητό. «Σ’ ευχαριστώ για τον καφέ...»

«Φαίνεσαι ότι τον χρειάζεσαι. Λοιπόν, ισχύει για το βράδυ; Θα βγεις με τον μορφονιό από εκεί; Με θες ακόμα για συμπαράσταση;»

Δαγκώθηκε γιατί η αλήθεια ήταν πως δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη να ασχοληθεί με τον Άνταμ, εξάλλου δε φαινόταν και πολύ χαρούμενος μαζί της. Την απόφευγε και ήταν ψυχρός. Μπορεί και να μην την ένοιαζε αλλά εκεί που έφτασε, χρειαζόταν κάποιον για να κρατάει το μυαλό της απασχολημένο ώστε να μην σκέφτεται τον Γιώργο.

«Θα σου πω σε λίγο», απάντησε. Σηκώθηκε από τη θέση της και πήγε ως τον Άνταμ, με βήμα αργό, αφού η κούραση ήταν φανερή. «Ξέρω πως είσαι θυμωμένος μαζί μου αλλά μπορούμε να ξεπεράσουμε ό,τι έγινε; Είναι γιορτές, είμαστε όλοι πιεσμένοι και λέμε πράγματα που δεν εννοούμε, δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να σε προσβάλω...»

Ο δυνατός αναστεναγμός του Άνταμ έβαλε φρένο στα λόγια και τις σκέψεις της. Δαγκώθηκε περιμένοντας την αντίδρασή του. Πίστευε πως θα ξεσπάσει όμως εκείνος χαμογέλασε τρυφερά και έπιασε το χέρι της στο δικό του.

«Έχεις δίκιο, κι η αλήθεια ήταν πως το σχόλιό μου ότι το δώρο μου ήταν φθηνό, ήταν ατυχές. Δεν ήθελα να ακουστώ τσιγκούνης, όμως είχες δίκιο που το σχολίασες». Χαμογέλασε χαρούμενη που ήταν θετικός στο να ξεχάσουν αυτή την κακή στιγμή. «Αν θες μπορούμε το βράδυ να πάμε για ένα ποτό. Θα έρθει και η Καλλιόπη αν δε σε πειράζει, της το ανέφερα και ξέρεις… μου φάνηκε άσχημο να μην την καλέσω...»

«Δε με πειράζει, θα έρθει και ο Γιώργος με την κοπέλα του», απάντησε και της φάνηκε πως ο Άνταμ ενοχλήθηκε ξανά λιγάκι. «Σε ενοχλεί ο Γιώργος; Μπορώ να του πω να μην έρθει».

«Όχι, όχι, απλά απορώ γιατί σε κοιτάζει έτσι αφού έχει κοπέλα...»

«Πώς έτσι;»

«Έτσι», της είπε, γνέφοντας προς το μέρος του Γιώργου που τους παρακολουθούσε σα γεράκι από απόσταση. «Τέλος πάντων...για το βράδυ, να συναντηθούμε στις δέκα;»

«Ναι, βέβαια», μουρμούρισε με το βλέμμα στον Γιώργο και τα συναισθήματά της ένα κουβάρι.


Ο Γρηγόρης έριξε μια ματιά στο ρολόι του και έκανε νόημα να τον πλησιάσουν όλοι για να τους δώσει τη νέα τους αποστολή. Η Βίκυ πλησίασε διστακτικά τον Γιώργο και του χαμογέλασε όταν εκείνος πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της για να την τραβήξει κοντά του. Μύριζε υπέροχα, δεν είχε δώσει σημασία σε πολλές λεπτομέρειες πάνω του αλλά τις τελευταίες μέρες όλα αποκτούσαν μεγάλη σημασία, από το άρωμά του ως το πως άλλαζε ο τόνος της φωνής του όταν της μιλούσε και το πώς το βλέμμα του φωτιζόταν όταν την πείραζε. Μικρές λεπτομέρειες με μεγάλη σημασία, σκέφτηκε, και αναστέναξε περιμένοντας την επόμενη αποστολή.

«Ξέρω πως είστε όλοι απασχολημένοι και γι’ αυτό σας ευχαριστώ πολύ που λαμβάνετε μέρος σε αυτή τη δωδεκαήμερη πρόκληση. Είναι σημαντικό για μένα να γνωρίζω πως οι εργαζόμενοι στα γραφεία μας είναι πάνω από όλα, αγαπημένοι μεταξύ τους, κι ας υπάρχουν κόντρες. Είναι φυσιολογικό, εξάλλου, όπως σε κάθε οικογένεια να υπάρχουν, σωστά;» Κάποιοι γέλασαν απαλά, άλλοι έκαναν τάχα πως τσακώνονταν, αλλά όλοι συμφώνησαν μαζί του. «Απόψε, Παρασκευή βράδυ, θέλω να βγείτε και να διασκεδάσετε. Έχω κλείσει ένα καραόκε μπαρ μόνο για εσάς και τους αγαπημένους σας και θέλω να βγείτε και να περάσετε τέλεια. Θέλω να δω φωτογραφίες και βίντεο τη Δευτέρα γι’ αυτό φροντίστε να μου έχετε υλικό. Και επειδή πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και πρέπει να τελειώσει και το παιχνίδι πριν το μεγάλο πάρτι την παραμονή, τη Δευτέρα θέλω να μου φέρετε και ένα γλυκό που θα έχετε φτιάξει με το ταίρι σας. Καλή διασκέδαση!»

Ο Γιώργος κοίταξε τη Βίκυ πονηρά. «Κοίτα πώς ήρθαν τα πράγματα», σχολίασε πειρακτικά. «Ελπίζω να τραγουδάς καλά γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να μην πούμε ένα τραγούδι μαζί απόψε», την προειδοποίησε. «Θα έρθουμε να σε πάρουμε στις εννέα, να είσαι έτοιμη». Φίλησε το μάγουλό της και επέστρεψε στη δουλειά του ενώ εκείνη παρέμεινε στη θέση της με τα δάχτυλά της να αγγίζουν το σημείο όπου τη φίλησε.


Με τον Άνταμ να συναντιόντουσαν στο μπαρ κατά τις δέκα, όταν και θα ερχόταν μαζί με την Καλλιόπη. Επέστρεψε σπίτι της αγχωμένη, κι άνοιξε τη ντουλάπα της για να δει τι θα φορέσει. Πρωταρχικός σκοπός της ήταν να νιώσει η ίδια όμορφη αλλά κι άνετη. Έβγαλε τις αγαπημένες, μαύρες μπότες της που έφταναν μέχρι κάτω από το γόνατο και το αξιόπιστο, αγαπημένο της μαύρο φόρεμα που πάντα την έβγαζε ασπροπρόσωπη. Ήταν απλό, αγκάλιαζε το σώμα της και τόνιζε τις καμπύλες της και το στήθος της χωρίς να φαίνεται πρόστυχη. Χαμογέλασε ευχαριστημένη, αυτό το φόρεμα είχε κερδίσει το ενδιαφέρον πολλών ανδρών κι ήταν σίγουρη πως θα άρεσε πολύ στον Γιώργο…

«Στον Άνταμ, Βίκυ, στον Άνταμ όχι στον Γιώργο!» τσίριξε ενώ ξύριζε τα πόδια της. «Πόσο ηλίθια είσαι!»

Στάθηκε μπροστά από τον καθρέφτη για να φτιάξει τα μαλλιά της ηττημένη, όσο κι αν προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως καλλωπιζόταν για τον Άνταμ, τόσο πιο γελοία ένιωθε γιατί για εκείνον προσπαθούσε να ομορφύνει...για τον Γιώργο που βρισκόταν σε σχέση και δεν μπορούσε να τον έχει. Ήταν μάταιο, η καρδιά της και το μυαλό της δεν τα έβρισκαν και το καθένα έκανε τα δικά του. Αυτό που χρειαζόταν ήταν αλκοόλ, πολύ αλκοόλ για να βγάλει τη βραδιά.

Στις εννέα ακριβώς στεκόταν στο κρύο περιμένοντας τον Γιώργο να περάσει να την πάρει. Τυλίχτηκε με το παλτό της και άρχισε να περπατάει νευρικά στο πεζοδρόμιο για να ζεσταθεί ώσπου ένα λευκό αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά της. Ο Γιώργος βγήκε έξω από την πόρτα του οδηγού και τη φίλησε στο μάγουλο πριν ανοίξει την πίσω πόρτα για να μπει εκείνη μέσα. Στη θέση του συνοδηγού καθόταν μια πανέμορφη κοπέλα στην ηλικία τους, που θύμιζε πριγκίπισσα παραμυθιού. Απογοητεύτηκε, απέναντί της δεν είχε καμία απολύτως ελπίδα γιατί η Όλγα, ήταν ο ορισμός της τελειότητας και δίπλα στον Γιώργο ταίριαζε τέλεια…

«Βίκυ, από εδώ η Όλγα, η Βίκυ είναι η συνάδελφός μου και φίλη μου που σου έλεγα», τις σύστησε χαμογελαστός και οι κοπέλες χαιρετήθηκαν ευγενικά. Η Βίκυ βούλιαξε στο πίσω κάθισμα, όλη η καλή της διάθεση είχε κάνει φτερά και δεν έβλεπε την ώρα να επιστρέψει σπίτι της, να χωθεί κάτω από τα σκεπάσματά της και να κοιμηθεί ως τα Χριστούγεννα.

«Ο Γιώργος μιλάει με πολλή αγάπη για σένα, μου είπε πως πηγαίνατε μαζί σχολείο», είπε η Όλγα προσπαθώντας να ανοίξει κουβέντα γιατί η σιωπή δεν αντεχόταν.

«Ναι, της έκανα τη ζωή μαρτύριο», απάντησε γελώντας ο Γιώργος, το βλέμμα μέσα από τον καθρέφτη, σταθερά πάνω στο πρόσωπο της Βίκυς.

«Όποιος αγαπάει παιδεύει», σχολίασε η Όλγα και η Βίκυ κάγχασε νευριασμένη.

«Τι λάθος νοοτροπία, όταν αγαπάς δεν παιδεύεις, κάνεις τον άλλον να νιώσει όμορφα με τον εαυτό του και τον αγαπάς, δεν τον πικραίνεις», είπε ξερά και το χαμόγελο χάθηκε από το πρόσωπο του Γιώργου κι έδωσε τη θέση του σε μια λυπημένη έκφραση που έκανε την καρδιά της Βίκυς να σφιχτεί.

«Ο Γιώργος έχει την τάση να γίνεται εκνευριστικός με τους ανθρώπους που αγαπ...»

«Όλγα, ας σταματήσει εδώ η κουβέντα», πετάχτηκε εκείνος ενοχλημένος. «Πάμε να πιούμε τα ποτά μας, να τραγουδήσουμε, να χορέψουμε κι ας αφήσουμε το είμαι και τι δεν είμαι», μουρμούρισε αναστενάζοντας κι έριξε μια τελευταία ματιά στη Βίκυ, μέσα από τον καθρέφτη.


Το κλαμπ ήταν όμορφο, στολισμένο και φωταγωγημένο με γούστο ενώ τα τραπέζια είχαν πάνω τους μικρά δωράκια για όλους. Βρήκαν ένα κοντά στη σκηνή και η Βίκυ έριξε μια ματιά γύρω της όσο έβγαζε το παλτό της, μήπως είχε εμφανιστεί ο Άνταμ. Ένιωσε τον σβέρκο της να καίει ξαφνικά, όταν στράφηκε προς τον Γιώργο τον είδε να την κοιτάζει με θαυμασμό και δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει γιατί το φόρεμα έκανε πάλι το θαύμα του. Ανακουφίστηκε όταν είδε τον Άνταμ να πλησιάζει, του έκανε νόημα με το χέρι της κι εκείνος κατευθύνθηκε προς τα εκεί με την Καλλιόπη να ακολουθεί κατά πόδας.

«Τι όμορφη που είσαι, Βίκυ», της είπε ο Άνταμ, που δεν παρέβλεψε να φιλήσει το μάγουλό της.

«Κι εσύ δεν πας πίσω», απάντησε χαχανίζοντας εκείνη και στράφηκε προς την Καλλιόπη. «Κι εσύ, όμως, είσαι κούκλα σήμερα», της είπε και η κοπέλα κοκκίνισε ελάχιστα. Ήταν φανερό από τον τρόπο που κοίταξε προς τον Άνταμ πως είχε καλλωπιστεί για αυτόν, για να κερδίσει το ενδιαφέρον του. «Η Όλγα είναι η κοπέλα του Γιώργου», τους είπε συστήνοντας τους την όμορφη κοπέλα.

«Δεν...» ξεκίνησε να λέει αλλά ο Γιώργος την τράβηξε κοντά του και φίλησε την κορυφή του κεφαλιού της, κάνοντας τη Βίκυ να αποστρέψει το βλέμμα άμεσα. «Χάρηκα πολύ», είπε τελικά η Όλγα που αγριοκοίταξε τον Γιώργο.


Η βραδιά ήταν παράξενη. Τα βλέμματα χόρευαν στο τραπέζι, η Βίκυ έδειχνε ενδιαφέρον για τον Άνταμ αλλά η ματιά της ξεστράτιζε προς τον Γιώργο που την κοιτούσε με κάθε γουλιά που έπινε από το ποτό του. Ο Άνταμ δεν μπορούσε να αποφασίσει που θα πρωτοκοιτάξει, αλλά τελικά εστίασε περισσότερο στην Καλλιόπη και τις ιστορίες της, και η Όλγα ένιωθε εκτός τόπου και χρόνου. Έκανε υπομονή για τον Γιώργο, μα ο τρόπος που τον κοιτούσε φανέρωνε πόσο εκνευρισμένη ήταν μαζί του.

«Να βγάλουμε φωτογραφίες για τον Γρηγόρη», είπε η Καλλιόπη ενθουσιασμένη και κόλλησε πάνω στον Άνταμ.

Κανείς δεν είχε τη δική της όρεξη αλλά οι φωτογραφίες βγήκαν και μοιράστηκαν στα κινητά τους. Η Βίκυ σηκώθηκε από τη θέση της χωρίς να μιλήσει και κατευθύνθηκε προς τις τουαλέτες τρεκλίζοντας γιατί είχε πιει αρκετά, ενώ δεν είχε φάει καλά. Έριξε λίγο νερό στον σβέρκο της μήπως μπορέσει να ξυπνήσει από τον λήθαργο που έπεφτε, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε η Όλγα στο δωμάτιο. Της χαμογέλασε αχνά μα η Βίκυ δεν είχε καν το κουράγιο να ανταποδώσει.

«Πώς νιώθεις;»

«Χάλια, λέω να φύγω», απάντησε η Βίκυ. «Ο Άνταμ ενδιαφέρεται περισσότερο για την Καλλιόπη, ο Γιώργος είναι μαζί σου και νιώθω σα να κρατάω φανάρι», απάντησε μα η απόπειρά της να αστειευτεί ήταν αποτυχημένη. Προσπέρασε την Όλγα, ήλπιζε να μπορέσει να φύγει χωρίς να τη σταματήσει κάποιος όμως πριν βγει από το μπάνιο η κοπέλα άρπαξε το χέρι της και τη σταμάτησε.

«Με τον Γιώργο έχουμε χωρίσει εδώ και δύο χρόνια, αυτόν τον καιρό είναι το μόνο μου στήριγμα γιατί βρίσκομαι σε μια άσχημη σχέση από την οποία προσπαθώ να ξεφύγω. Δεν ξέρω γιατί στο κρατάει κρυφό ότι είναι μόνος του, αλλά είναι… και βλέπω πως και οι δύο ενδιαφέρεστε, δεν είστε απλά φίλοι… θα θυμώσει που στο είπα αλλά σας αξίζει να είστε μαζί».

Η Όλγα βγήκε πρώτη έξω αφήνοντάς τη πίσω σοκαρισμένη. Το στομάχι της φτερούγισε και η καρδιά της σφίχτηκε γλυκά, όμως το μυαλό της ήταν εκείνο που την έκανε να παγώσει… ίσως η Όλγα να έκανε λάθος, αν ένιωθε κάτι για εκείνη θα το έλεγε, δε θα το κρατούσε κρυφό, μάλλον τα αισθήματα δεν ήταν αμοιβαία τελικά.


Δεν πρόλαβε να επιστρέψει στο τραπέζι για να πάρει τα πράγματά της γιατί ο Γιώργος την ανάγκασε να ανέβουν στη σκηνή. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην τραγουδήσει μαζί του, δεν είχε όρεξη καθόλου, δεν τολμούσε καν να τον κοιτάξει στα μάτια. Χαμογέλασε, όμως, όταν άκουσε τις νότες ενός τραγουδιού που αγαπούσε πολύ, το σιγοτραγουδούσε συνέχεια και φυσικά δεν του ξέφυγε του Γιώργου. Το Home sweet home των The favors ήταν λες και γράφτηκε για εκείνους… προσπάθησα να σου το πω ότι δυσκολεύτηκα να σε αφήσω να φύγεις, ακόμα σε αγαπώ, δε σε κάλεσα απλά για να πω ένα γεια… η Βίκυ δεν μπόρεσε να τραβήξει το βλέμμα της μακριά από το δικό του, χάθηκε στα καστανοπράσινα μονοπάτια του και δεν την ένοιαξε καθόλου. Αφέθηκε ελεύθερη και τραγούδησε με την καρδιά της μέχρι που βρέθηκε στην αγκαλιά του να γελάει δυνατά όσο η Όλγα χειροκροτούσε δυνατά.

«Μπορούμε να μιλήσουμε λίγο;» τη ρώτησε και η Βίκυ έγνεψε καταφατικά. Φόρεσαν τα παλτά τους πριν βγουν έξω στο κρύο. Είχε ησυχία τουλάχιστον εκεί και μπορούσαν να ακούσουν ο ένας τον άλλον. Η Βίκυ γύρισε να τον κοιτάξει όμως δεν πρόλαβε να βγάλει άχνα, τα χείλη του Γιώργου κόλλησαν στα δικά της σε ένα φιλί που φανέρωνε όλα όσα ένιωθαν και οι δύο. Την κόλλησε στον τοίχο και κράτησε το πρόσωπό της ενώ εκείνη άρπαζε τις άκρες του παλτού του για να στηριχθεί αφού τα γόνατά της δεν την κρατούσαν. Πέρασε τη γλώσσα του πάνω από τα χείλη της, η Βίκυ κράτησε την ανάσα της και τα χώρισε ώστε να μπορέσει να συναντήσει τη δική της γλώσσα. Ανατρίχιασε ολόκληρη, είχε φιληθεί πολλές φορές στη ζωή της μα τούτη η φορά διέφερε… αυτό το φιλί ήταν μοναδικό… της έλεγαν πως όταν έβρισκε τον έναν, μοναδικό άνθρωπο για εκείνη, θα το καταλάβαινε από το φιλί του κι είχαν δίκιο γιατί μετά από αυτό το φιλί, δεν ήθελε άλλα χείλη πάνω στα δικά της.

«Συγγνώμη που διακόπτω». Η φωνή της Όλγας έτρεμε. Η Βίκυ τραβήχτηκε απαλά μακριά από τον Γιώργο κι εκείνος κοίταξε την κοπέλα εξεταστικά. «Πρέπει να φύγουμε, σε σαράντα λεπτά θα είναι σπίτι».

«Γαμώτο», ψιθύρισε ο Γιώργος. «Βίκυ, πρέπει να την πάω σπίτι άμεσα, θα σου εξηγήσω μετά, μπορείς να πάρεις ένα ταξί για να γυρίσεις;»

«Ναι, μην ανησυχείς, θα καλέσω από την εφαρμογή στο κινητό μου», τον διαβεβαίωσε χαϊδεύοντας το μπράτσο του.

«Στείλε μου τα στοιχειά του μόλις μπεις στο ταξί και πρέπει να μιλήσουμε...»

«Θα μιλήσουμε, πήγαινε την Όλγα σπίτι», απάντησε με ένα γλυκό χαμόγελο.

Τη φίλησε πεταχτά και έφυγαν τρέχοντας μέχρι το αυτοκίνητο του Γιώργου. Η Βίκυ αναστέναξε δυνατά, δεν επέστρεψε στο μπαρ αφού είχε τα πράγματά της μαζί, προτίμησε να επιστρέψει σπίτι με την καρδιά της γεμάτη έρωτα και το χαμόγελο μόνιμα στα χείλη της.

Ήταν ήδη μία τα μεσάνυχτα όταν βγήκε από το ντους- η καπνίλα από τα τσιγάρα της έδινε την αίσθηση πως μύριζε το σώμα της και ήθελε να ξεφορτωθεί αυτό τη μυρωδιά. Φόρεσε το μπουρνούζι της πάνω από τα εσώρουχά της και σήκωσε τα μαλλιά της ψηλά. Το τελευταίο πράγμα που περίμενε ήταν να ακούσει το κουδούνι της να χτυπάει. Ο Όλιβερ γαύγισε λίγο όσο πλησίαζε την πόρτα για να δει ποιος ήταν. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει άτακτα όταν είδε τον Γιώργο να στέκεται στο διάδρομο και τρόμαξε όταν συνειδητοποίησε πως ήταν χτυπημένος. Άνοιξε μεμιάς και του έκανε νόημα να περάσει μέσα.

«Τι στο καλό έπαθες;» τον ρώτησε κοιτώντας εξεταστικά τα σχισμένα χείλη του και το μελανιασμένο μάτι του.

«Πιάστηκα στα χέρια με τον μαλάκα της Όλγας. Την πήρα από εκεί, μένει στο διαμέρισμά μου, αλλά ήθελα να σε δω...»

Προσπάθησε να τη φιλήσει όμως του ξέφυγε κι έτρεξε στο μπάνιο για να φέρει βαμβάκι και αντισηπτικό ώστε να του καθαρίσει τις πληγές. Τον έβαλε να καθίσει στον καναπέ με το ζόρι και γονάτισε μπροστά του για να μπορέσει να τον περιποιηθεί. Το βλέμμα του φανέρωνε τη λαχτάρα του και όσο περισσότερο τον πλησίαζε τόσο περισσότερο μεγάλωνε. Τα χείλη τους συναντήθηκαν ξανά σε ένα αργό φιλί που βάθυνε αμέσως, η Βίκυ έχασε κάθε επαφή με το περιβάλλον για μια στιγμή. Σηκώθηκε αργά και τον τράβηξε από το χέρι ως την κρεβατοκάμαρά της. Άφησε το μπουρνούζι να πέσει στο πάτωμα και χωρίς δισταγμό, ξεκίνησε να τον γδύνει αργά, φιλώντας κάθε σημείο του σώματός του. Απομακρύνθηκε από κοντά του και με σταθερές κινήσει έβγαλε τον στηθόδεσμό της και το εσώρουχό της. Κόλλησε ολόκληρη πάνω του, η αίσθηση του κορμιού του να αγγίζεται με το δικό της ήταν μοναδική. Τα χέρια του ανακάλυπταν κάθε καμπύλη της, κάθε σημείο του σώματός της που την έκανε να τρέμει, ενώ τα χείλη του άφηναν υγρά μονοπάτια στο δέρμα της, αλλά και σημάδια, για να ξέρει ο κόσμος πως του ανήκε. Μπήκε μέσα της και ένιωσε σα να βρήκε εκείνο το κομμάτι του παζλ που της έλειπε τόσο καιρό, πλέον δεν ένιωθε μισή, ήταν ολόκληρος άνθρωπος. Κλείδωσαν οι ματιές του μαζί με τα σώματά τους και η Βίκυ ένιωσε χαρούμενη για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια. Δεν χόρταινε τα φιλιά του, το πως οι μυς του χόρευαν στο άγγιγμά της, πως έλεγε το όνομά της καθώς την έκανε δική του… δε θα χόρταινε ποτέ το σώμα του και το πως έτρεμε όταν έφτασαν σε οργασμό… όχι, ήθελε κι άλλο…


Άνοιξε τα μάτια της το πρωί και τεντώθηκε αφήνοντας μικρές κραυγές απόλαυσης να βγουν από τα χείλη της. Κοίταξε προς τον Γιώργο που κοιμόταν ακόμα και κάτι μέσα της άλλαξε… ήταν πανικός αυτό που ένιωθε; Σηκώθηκε από το κρεβάτι και ντύθηκε πριν βγει από το δωμάτιο σαν τον κλέφτη. Ο Όλιβερ την κοιτούσε παραξενεμένος, έπρεπε να τον βγάλει βόλτα… πήγε στο σημείο όπου κρατούσε το λουρί του και βρήκε ένα σημείωμα από εκείνον: έβγαλα ήδη τον Όλιβερ βόλτα, κοιμόσουν βαριά, ξύπνα με όταν σηκωθείς-Γ

Πανικός αναμειγμένος με χαρά κι έρωτα. Και τώρα τι; πήγε στην κουζίνα κι άρχισε να βγάζει υλικά για γλυκό από τα ντουλάπια, δεν ήξερε καν τι έκανε αλλά έπρεπε να κάνει κάτι γιατί δεν περίμενε ότι θα φοβόταν… αν όλο αυτό που έζησαν ήταν λόγω του ποτού; Είχαν πιει αρκετά και οι δύο, αυτό ήταν γεγονός, αν ξυπνούσε και της έλεγε πως όλο αυτό ήταν τελικά λάθος;

Τινάχτηκε όταν ένιωσε τα χέρια του να τυλίγονται γύρω από τη μέση της. Φίλησε το λαιμό της και αναζήτησε τα χείλη της. Δεν ήταν λάθος, ούτε όνειρο, ο ημίγυμνος Γιώργος τη φιλούσε παθιασμένα και την σήκωνε να καθίσει στον πάγκο όσο στεκόταν ανάμεσα στα πόδια της.

«Καλημέρα», είπε βραχνά, ακόμα μισοκοιμισμένος, και η Βίκυ χαμογέλασε. «Ντύσου, θα σε πάω έξω για φαγητό και μετά θα περάσουμε από το σπίτι μου να πάρω μερικά πράγματα». Κατέβασε λίγο τη λαιμόκοψη της μπλούζας της και φίλησε τον ώμο της. «Μετά, θα έρθουμε εδώ και αφού σου κάνω έρωτα ξανά, θα μαγειρέψουμε κάτι να φάμε το βράδυ, θα δούμε μια ταινία, θα κάνουμε πάλι έρωτα και θα κοιμηθούμε αγκαλιά γυμνοί και αύριο, θα φτιάξουμε το γλυκό και θα ξανακάνουμε έρωτα και ξανά και ξανά και τη Δευτέρα θα πάμε παρέα στη δουλειά». Φίλησε το πρόσωπό της και η Βίκυ κόντεψε να λιποθυμήσει από χαρά. «Πώς σου φαίνεται το σχέδιό μου;»

«Είναι το καλύτερο σχέδιο, Βενέτη», ψιθύρισε και γελώντας, χάθηκε μέσα στην αγκαλιά του.

Δεν ξεστράτισαν από το σχέδιο, αυτό που ζούσαν μαζί ήταν πρωτόγνωρο για τη Βίκυ και μερικές φορές την τρόμαζε, μα δεν την ένοιαζε τίποτα πια, ήθελε να ζήσει στο έπακρο. Έφτιαξαν παρέα ένα κέικ την Κυριακή, αφού έκαναν τον κόσμο χάλια και αφού γέμισαν και οι ίδιοι με αλεύρια παντού. Έβγαλαν φωτογραφίες για να θυμούνται τη μέρα και κοιμήθηκαν πάλι αγκαλιά. Κι η Βίκυ ήλπιζε πως από εδώ και μπρος έτσι θα ήταν η ζωή...καυγάδες, φιλιά και χάος μαζί του.

Σχόλια


bottom of page