12 μέρες Χριστούγεννα: μέρα έκτη & έβδομη
- Nektaria Markakis
- 16 Δεκ
- διαβάστηκε 11 λεπτά

Αυτό το φιλί, θάνατος κι ανάσταση…
Η Βίκυ γρύλισε νευριασμένη και έκλεισε το ραδιόφωνο που προτίμησε αντί να παίζει χριστουγεννιάτικα τραγούδια, να παίζει με τα νεύρα της. Αυτό το φιλί… αυτό το φιλί του Γιώργου που το είδαν όλοι και που την έκανε να χάσει τη γη κάτω από τα πόδια της, δεν έλεγε να βγει από το μυαλό της. Την κατέστρεψε εντελώς… δεν μπόρεσε να βρει ξανά την αυτοσυγκέντρωσή της, το δεντράκι τους ήταν μια καταστροφή και ο Άνταμ την αντίκριζε μουτρωμένος κάθε φορά. Δεν ήθελε να ακούσει καν τις δικαιολογίες της, όχι πως έπρεπε να του δικαιολογηθεί για κάτι στο οποίο δεν έφταιγε… ήθελε να αρπάξει τον Γιώργο από τα μαλλιά! Γιατί πάντα έβρισκε τρόπους να τη βασανίζει;
Μπήκε στα γραφεία νευριασμένη αποφεύγοντας να κοιτάξει προς τη μεριά των συναδέλφων της που γελούσαν πειρακτικά ενώ περνούσε από δίπλα τους. Προχώρησε προς τον χώρο της όταν τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και κατευθύνθηκε προς τον Γιώργο που έδειχνε τρομερά κουρασμένος. Αναστέναξε νευριασμένος όταν την είδε να πλησιάζει και ετοιμάστηκε ψυχολογικά για την επίθεσή της- ήταν σίγουρος πως δε θα το άφηνε αυτό να περάσει έτσι, με το φιλί που της έδωσε ίσως και να ξεπέρασε τα όρια άθελά του. Δεν το μετάνιωνε μα έτσι όπως ήταν τα πράγματα, μπορεί και να του έβγαινε ξινό.
«Είσαι απαράδεκτος!» του είπε μέσα από τα δόντια της.
«Καλημέρα και σε σένα, Γαβρίλου», απάντησε αδιάφορα.
«Τι καλημέρα, ρε Βενέτη, με κοιτάζουν όλοι και με κοροϊδεύουν εξαιτίας σου!» Οι φωνές της ακούστηκαν σε όλο τον χώρο μα ήταν ικανές να αναγκάσουν τους πάντες να σταματήσουν να ασχολούνται μαζί της. «Πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτό που έγινε χθες…»
«Τίποτα δεν έγινε χθες», απάντησε κουρασμένα, ο Γιώργος. «Γιατί το κάνεις θέμα;»
«Γιατί με φίλησες!»
«Ήταν ο μόνος τρόπος για να βγάλεις το σκασμό!» της είπε με πειρακτικό ύφος και η Βίκυ κάγχασε. Πόσο ήθελε να τον βαρέσει… «Δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα φιλί, ξεπέρασέ το».
«Ναι, ε; Η κοπέλα σου τι θα έλεγε αν μάθαινε ότι με φίλησες για να με κάνεις να σκάσω;» τον ρώτησε με τα χέρια σταυρωμένα στο στομάχι, κοιτώντας το με το δασκαλίστικο ύφος της που πάντα τον έφερνε στα άκρα.
«Της το είπα ήδη και γέλασε, Γαβρίλου. Βλέπεις; Όλοι το πήραν για αστείο, μόνο εσύ το πήρες σοβαρά κι αναρωτιέμαι γιατί», είπε χαμογελώντας στραβά. «Σου άρεσε; Μήπως θες κι άλλο;» την προκάλεσε γνωρίζοντας πολύ καλά πως η Βίκυ δεν σήκωνε τέτοιες προκλήσεις.
Ακούμπησε τα χέρια της στο γραφείο του κι έγειρε προς το μέρος του με απειλητικό ύφος. «Δεν ήταν το καλύτερο φιλί που έχω δεχτεί, δεν μπήκε καν στο τοπ5», αποκρίθηκε χαμογελώντας ειρωνικά κι έφυγε αφήνοντάς τον πίσω της να γελάει κοφτά. Ήξερε πως έλεγε ψέματα… της άρεσε τόσο όσο άρεσε και σε εκείνον να τη φιλάει. Αναστέναξε δυνατά κι ευχήθηκε να ήταν πιο απλά τα πράγματα. Αν η Βίκυ δεν ήταν κολλημένη με τον Άνταμ… αν εκείνος δεν έφευγε σύντομα για την Αμερική… αν…αν…ένα σωρό αν… του έκανε επίθεση ένας πονοκέφαλος που παραλίγο να τον γονατίσει γι’ αυτό ήπιε ένα χάπι για να τον καταπολεμήσει. Το βλέμμα του παρέμεινε σταθερά πάνω της, την παρακολούθησε όσο έπινε τη ζεστή σοκολάτα που της άφησε και καθώς δάγκωνε το καπ κέικ με το χριστουγεννιάτικο δέντρο… αλλά κι όσο χαμογελούσε στον Άνταμ γιατί ακόμα νόμιζε πως εκείνος της τα άφηνε. Απέστρεψε το βλέμμα του και ξεφύσησε για να ηρεμήσει λιγάκι πριν συνεχίσει τη δουλειά του. Όλα εκείνα τα «αν» τον βασάνιζαν αλλά αν ήταν αλλιώς τα πράγματα τότε σίγουρα θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να γίνει δική του η Βίκυ.
Η μέρα πέρασε αργά για τη Βίκυ, και ήταν σίγουρα από τις χειρότερες που είχε ζήσει στη δουλειά αυτή από τότε που ξεκίνησε. Το κεφάλι της πονούσε τρομερά, δεν μπορούσε να σταματήσει να κοιτάζει προς τον Γιώργο που την αγνοούσε, ενώ ο Άνταμ αν κι είχε μαλακώσει λιγάκι, της φερόταν ακόμα ψυχρά. Τουλάχιστον κατάφερε στο διάλειμμα τους να του εξηγήσει τι είχε συμβεί, το αν τι πίστεψε ή όχι ήταν καθαρά δική του επιλογή αλλά πλέον η Βίκυ δεν είχε τύψεις. Κοιτούσε το ρολόι συχνά αναρωτώμενη πότε ο Γρηγόρης- ο διευθυντής τους- θα τους έδινε την επόμενη αποστολή τους. Δεν ανυπομονούσε να περάσει χρόνο με τον Γιώργο, αλλά τουλάχιστον περνούσαν οι μέρες σιγά-σιγά και δε θα χρειαζόταν μετά από αυτό, να ασχοληθεί ξανά μαζί του.
Λίγο πριν τις πέντε, ο Γρηγόρης βγήκε επιτέλους από το γραφείο του και τους έκανε νόημα να πλησιάσουν. Ο Γιώργος στάθηκε αριστερά από τη Βίκυ ενώ ο Άνταμ στα δεξιά της. Ακριβώς δίπλα του στεκόταν η όμορφη Καλλιόπη που τον κοιτούσε με λατρεία, δεν ήταν κρυφό πως της άρεσε. Ο Άνταμ, όμως, δεν έκρυβε το ενδιαφέρον του για τη Βίκυ. Του χαμογέλασε και ευχήθηκε να μπορούσε να ήταν αυτός το ταίρι της… πόσο όμορφα θα ήταν…
«Σήμερα θέλω να πάτε για ψώνια αλλά αυτή τη φορά, θα μπλέξουμε λίγο τα πράγματα. Βλέπω όπως στέκεστε βολεύει για τη σκέψη που έχω… κάθε ζευγάρι θα ζευγαρώσει με αυτό που στέκεται δίπλα του». Η Βίκυ κοίταξε προς τον Άνταμ έκπληκτη κι εκείνος ανταπέδωσε το βλέμμα φανερά εκστασιασμένος. «Θα ανταλλάξετε παρτενέρ, φυσικά, και θέλω να αγοράσετε δώρο για το κανονικό σας ταίρι με τη βοήθεια του προσωρινού σας παρτενέρ! Η αποστολή σας δεν τελειώνει εδώ, σήμερα, γιατί αύριο θα έχουμε τη συνέχεια, αλλά για την ώρα… καλά ψώνια!»
Κανείς δεν φάνηκε να ενθουσιάζεται πολύ για τη νέα αποστολή, εκτός από τη Βίκυ και τον Άνταμ. Η Καλλιόπη στάθηκε δίπλα στον Γιώργο μουτρωμένη ενώ εκείνος φαινόταν ενοχλημένος με τον ενθουσιασμό της Βίκυς. Δεν είπε τίποτα, έσκυψε προς το μέρος της Καλλιόπης και της χαμογέλασε φιλικά.
«Πάμε γιατί ενοχλούμε;» ρώτησε αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσουν και οι άλλοι δύο. Στράφηκαν προς το μέρος τους πάνω που έδινε τον αγκώνα του στην όμορφη κοπέλα κι εκείνη περνούσε το χέρι της γύρω του. Έριξε μια φευγαλέα ματιά προς το μέρος της Βίκυς και έφυγαν αφήνοντάς τη πίσω να τους κοιτάζει δαγκώνοντας δυνατά το κάτω χείλος της.
«Πού λες να πάμε για ψώνια;» τη ρώτησε ο Άνταμ, κερδίζοντας ξανά το ενδιαφέρον της.
«Πάμε προς το κέντρο; Έχει ένα πολυκατάστημα στην Ομόνοια», πρότεινε πασχίζοντας να μην κοιτάξει προς το μέρος του Γιώργου. «Χαίρομαι που θα περάσουμε λίγο χρόνο μαζί!»
«Κι εγώ, και να σκεφτείς, παραλίγο να μη σταθώ δίπλα σου…χαίρομαι που άλλαξα γνώμη».
Αποφάσισαν να περπατήσουν ως το κέντρο μιας και το απόγευμα ήταν όμορφο. Μόλις είχε χαθεί το φως όταν βγήκαν στο δρόμο, έκανε κρύο και έριχνε ψιλόβροχο από εκείνο που κανείς δεν έβγαζε ομπρέλα για να προστατευτεί. Μύριζε ψητά κάστανα όπου κι αν πήγαιναν, μαζί με καραμέλα και σοκολάτα. Τα φώτα ήταν αναμμένα, όλα τα καταστήματα στολισμένα και παρότι ο κόσμος δυσκολευόταν να ζήσει μέσα στην ακρίβεια και τους μισθούς που δεν έφταναν να βγει ο μήνας, η Βίκυ έβλεπε χαρούμενα πρόσωπα παντού. Έβλεπε χαμογελαστούς ανθρώπους κι ερωτευμένα ζευγάρια και η καρδιά της γέμιζε με φως και ζεστασιά.
Μόνο που της φάνηκε τόσο παράξενο που τις εικόνες αυτές δεν τις μοιραζόταν με τον Γιώργο… ο Άνταμ δεν κοιτούσε καν τριγύρω του, εστίαζε μπροστά του λες και δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για τον κόσμο εν αντιθέσει με τον Γιώργο που σχολίαζε τα πάντα. Τι ήθελε και τους σύγκρινε, δεν υπήρχε λόγος να το κάνει, ήταν τόσο διαφορετικοί όσο η μέρα με τη νύχτα! Ο γλυκός κι ευγενικός Άνταμ δεν είχε καμία σχέση με τον… αχαρακτήριστο Γιώργο! Στάθηκε δίπλα στον όμορφο Αμερικανό καθώς περίμεναν το φανάρι να γίνει πράσινο μα εκείνος ξεκίνησε να περάσει απέναντι μόνος του, χωρίς να βεβαιωθεί πως τον ακολουθούσε. Πάγωσε λιγάκι, για κάποιο λόγο σκέφτηκε πως ο Γιώργος πάντα έβαζε το χέρι του στην πλάτη της για να την κρατάει κοντά του όταν περνούσαν το δρόμο και το στομάχι της σφίχτηκε.
«Βγες από το μυαλό μου πια!» μουρμούρισε νευριασμένη κι έτρεξε να προλάβει τον Άνταμ.
Το πολυκατάστημα ήταν γεμάτο από κόσμο που έκανε τα ψώνια του κι η Βίκυ ένιωσε αμέσως σα να πνίγεται. Έβγαλε το κασκόλ της και τράβηξε τη λαιμόκοψη της μπλούζας της μερικές φορές ώσπου ο Άνταμ την ανάγκασε να κατεβάσει το χέρι.
«Θα τη χαλάσεις», είπε αναφερόμενος στην μπλούζα, χωρίς να ρωτήσει καν γιατί την τραβούσε έτσι. «Λοιπόν, τι θα αγοράσεις στον Γιώργο;»
Δεν το είχε σκεφτεί καθόλου. Δεν ήξερε τι του άρεσε, τώρα που το σκεφτόταν, δεν τον ήξερε καλά κι ας τον γνώριζε από παλιά.
«Ακόμα δεν έχω αποφασίσει, εσύ τι λες να πάρεις στην Καλλιόπη;»
«Είστε κοντά με τον Γιώργο;»
Αγνόησε την ερώτησή της και την κοίταξε στα μάτια σα να ήθελε να βεβαιωθεί πως του έλεγε την αλήθεια. Η Βίκυ ξαφνιάστηκε αλλά του απάντησε με ειλικρίνεια.
«Και ναι και όχι, γνωριζόμαστε χρόνια που σημαίνει πως νιώθουμε άνετα ο ένας με τον άλλον…»
«…τόσο που φιλιέστε για πλάκα!»
Δεν της άρεσε πολύ το σχόλιό του γιατί ήταν βουτηγμένο στη ζήλια και είχε πικρή γεύση. Προτίμησε να μην το σχολιάσει γιατί φοβήθηκε πως ίσως να τσακωνόταν μαζί του και εστίασε σε αυτό που έπρεπε να κάνει… να αγοράσει δώρο στον Γιώργο…
Τίποτα δεν της άρεσε γιατί δεν ήξερε αν θα ταίριαζε σ’ εκείνον. Δεν ήθελε να του αγοράσει ρούχα, ήταν απρόσωπο όσο κι αν ήταν πρακτικό σαν δώρο. Αυτό που θυμόταν για εκείνον σαν παιδί ήταν πως λάτρευε το μπάσκετ και διατυμπάνιζε πως ήθελε να γίνει μπασκετμπολίστας. Δεν τον είχε δει ποτέ να διαβάζει κάποιο βιβλίο ή να ενδιαφέρεται για κάτι πέρα από το αγαπημένο του άθλημα. Άραγε να το αγαπούσε ακόμα; Άρχισε να πανικοβάλλεται γιατί ξάφνου ήθελε το δώρο που θα διάλεγε να του άρεσε πραγματικά. Ο Άνταμ είχε ήδη διαλέξει τρία διαφορετικά για την Καλλιόπη και του έμενε μόνο να καταλήξει ποιο θα πάρει, όμως εκείνη δεν είχε καν σκεφτεί πού να κοιτάξει. Στάθηκε στη μέση ενός καταστήματος με κοσμήματα και της ήρθε να βάλει τα κλάματα. Τι στο καλό την είχε πιάσει;
«Τελικά θα της αγοράσω το σετ περιποίησης σώματος», είπε ο Άνταμ. «Είναι και οικονομικό».
Τον κοίταξε απορημένη. «Έχουμε μπάτζετ;»
«Όχι αλλά γιατί να ξοδευτώ;»
«Είσαι τσιγκούνης μόνο με τα χρήματα ή και με τα συναισθήματα;» τον ρώτησε απότομα, σοκάροντας ακόμα και τον εαυτό της με το πόσο αγενής έγινε. «Χριστέ μου, συγγνώμη…δεν ξέρω τι με έπιασε…»
«Νομίζω ότι θα πληρώσω και θα φύγω», απάντησε, κοιτώντας το δώρο που διάλεξε. Έκανε να πει κάτι ακόμα αλλά προτίμησε απλά να χαμογελάσει πικραμένος και να φύγει.
«Άνταμ, συγγνώμη!» του φώναξε η Βίκυ μα εκείνος δεν στράφηκε καν προς το μέρος της. «Συγχαρητήρια, ηλίθια», μονολόγησε η Βίκυ και έκλεισε τα μάτια της. «Τι θα κάνω; Γιατί είμαι έτσι; Γιατί μου συμβαίνουν πράγματα που δεν μπορώ να χειριστώ;»
«Συγγνώμη, είστε καλά;»
Άνοιξε τα μάτια της και είδε να στέκεται μπροστά της μια νεαρή πωλήτρια που την κοιτούσε με μεγάλη ανησυχία.
«Χάλια είμαι, μόλις αποκάλεσα τσιγκούνη τον άντρα για τον οποίο έλιωνα τους τελευταίους μήνες κι αυτό γιατί στο μυαλό μου έχει κολλήσει ο Γιώργος που με βασανίζει με όποοιον τρόπο βρει!»
«Α, για έναν Γιώργο γίνονται πάντα όλα!» αναφώνησε η κοπέλα με κατανόηση.
«Την έχεις πατήσει κι εσύ;»
«Υπάρχει γυναίκα που δεν την έχει πατήσει από Γιώργο;» αστειεύτηκε η κοπέλα και η Βίκυ έβαλε τα γέλια.
«Δεν υπάρχει…και πρέπει να του πάρω δώρο τώρα και δεν ξέρω τι…»
«Θα βρεις, απλά σκέψου όλα εκείνα που τον κάνουν να διαφέρει και θα σου έρθει», της είπε η κοπέλα. Την αποχαιρέτησε με ένα χαμόγελο αλλά τα λόγια της ήταν ικανά να τη βοηθήσουν. Το μυαλό της ξεκλείδωσε και ξάφνου, ήξερε τι δώρο θα του κάνει…
Επικρατούσε πανικός στο γραφείο το επόμενο πρωινό. Βρήκε πάλι έναν καφέ κι ένα κομμάτι κέικ να την περιμένουν αλλά δεν ενθουσιάστηκε ιδιαίτερα αυτή τη φορά. Ο Άνταμ έδειχνε να είναι θυμωμένος μαζί της αλλά τουλάχιστον η κίνηση που έκανε, έδειχνε πως μπορούσε να τη συγχωρέσει. Πήρε την κούπα και πλησίασε στο γραφείο του διστακτικά.
«Σ’ ευχαριστώ για τον καφέ, ήταν άδικο που σε είπα τσιγκούνη ενώ κάθε πρωί μου φέρνεις καφέ και γλυκό…»
«Κάνεις λάθος, δεν σου φέρνω εγώ», απάντησε απότομα και γύρισε στη δουλειά του. H Βίκυ δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Κοιτούσε μία τον καφέ και μία τον Άνταμ προσπαθώντας να βγάλει άκρη…αν δεν τα άφηνε αυτός στο γραφείο της, τότε ποιος; «Βίκυ, προσπαθώ να δουλέψω…»
«Άνταμ, ξέρεις κάτι; Είσαι απαίσιος», απάντησε εκνευρισμένη και η έκπληκτη ματιά του στάθηκε πάνω της. «Μήνες προσπαθώ να σε κάνω να μου δώσεις σημασία, και μόλις κληρώθηκα με τον Γιώργο, ξαφνικά με ανακάλυψες και μετά…τι…ζηλεύεις που περνάω χρόνο μαζί του αναγκαστικά; Και φέρεσαι απαίσια γιατί είσαι απαίσιος γιατί μου αρέσεις και κάνεις σαν κακομαθημένος!»
Του γύρισε την πλάτη αλλά πάγωσε όταν συνειδητοποίησε πως ο Γιώργος ήταν τόσο κοντά όσο χρειαζόταν για να ακούσει τι είχε πει. Φαινόταν πληγωμένος με τα λόγια του. Δεν τον παρεξήγησε, θύμωσε με τον εαυτό της γιατί δεν εννοούσε αυτό που είπε…ναι περνούσε αναγκαστικά χρόνο μαζί του αλλά της άρεσε…της άρεσε…
«Δεν ξέρεις τι θες, ηλίθια!» μουρμούρισε στον εαυτό της και κάθισε στη θέση της μήπως και συγκεντρωθεί στη δουλειά της.
Ήταν η λιγότερο παραγωγική μέρα της και ξεφύσησε ανακουφισμένη όταν τους ζήτησε ο Γρηγόρης να σταματήσουν τη δουλειά και να μαζευτούν κοντά του, μαζί με τα δώρα που είχαν αγοράσει για το ταίρι τους. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή όταν πήρε το κουτί με το δώρο που είχε πάρει στον Γιώργο, στα χέρια της, και η κατάσταση χειροτέρεψε όταν στάθηκε κοντά του.
«Ξέρω ότι με άκουσες…δεν το εννοούσα…»
«Δε με νοιάζει, πια, Γαβρίλου», απάντησε ήρεμα, χωρίς να την κοιτάξει και η Βίκυ ένιωσε τα μάτια της να καίνε γιατί το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να τον πληγώσει.
«Η σημερινή πρόκληση είναι συνέχεια της χθεσινής», άκουσε τον Γρηγόρη να λέει. «Σήμερα θέλω να σταθείτε απέναντι από το ταίρι σας, να του δώσετε το δώρο του και να του πείτε μερικά όμορφα λόγια, θέλω να του πείτε τι σας αρέσει σε αυτόν, τι θαυμάζετε, θέλω να δω χαμόγελα!»
Η Βίκυ πάγωσε. Κοίταξε προς τον Γιώργο που δεν φαινόταν χαρούμενος με την πρόκληση και μετά έριξε μια ματιά προς τον Άνταμ που την παρακολουθούσε από απόσταση. Ήταν τόσο γελοίο το ότι ζήλευε κι εκνευριστικό το γεγονός πως της έδωσε σημασία μόνο όταν ένιωσε ότι απειλείται από τον Γιώργο. Ενδιαφερόταν πραγματικά για εκείνη; Δεν μπορούσε να καταλάβει…
«Το δώρο σου». Ο ψυχρός τόνος του Γιώργου, δεν ταίριαζε καθόλου με τον χαρακτήρα του που ήταν τόσο ζεστός. Μπορεί να ήταν θυμωμένος μαζί της αλλά είδε στα μάτια του την ανάγκη να αφήσουν πίσω τους όλη αυτή την παρεξήγηση που τους έκανε κομμάτια την καλή διάθεση. «Ελπίζω να σου αρέσει», συμπλήρωσε, αυτή τη φορά πιο τρυφερά.
«Ελπίζω να σου αρέσει και το δικό μου», απάντησε, ανήμπορη να κρύψει τον ενθουσιασμό της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έσχισε το περιτύλιγμα του δώρου της όσο εκείνος άνοιγε το κουτί. Όταν είδε τι της είχε αγοράσει, άφησε έναν κοφτό λυγμό να της ξεφύγει και τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα. Ήταν ένα αντίτυπο του βιβλίου «Η Μαύρη Καλλονή» της Άννα Σιούελ. Ήταν το αγαπημένο της βιβλίο σαν παιδί, το έπαιρνε μαζί της ως και στο σχολείο ώσπου μια μέρα, στην πέμπτη δημοτικού, ένας συμμαθητής της το έσκισε. Έκλαιγε όλη μέρα. Ο Γιώργος είχε προσπαθήσει να μάθει τι είχε συμβεί κι όταν του είπε, μόνο που δεν επιτέθηκε στο συμμαθητή τους. Δεν περίμενε πως θα θυμόταν ακόμα και τώρα πόσο αγαπούσε αυτό το βιβλίο…
«Θυμάσαι στο δημοτικό…»
«Θυμάμαι», του είπε κλαίγοντας. «Δεν περίμενα ότι θα εσύ θα το θυμόσουν ακόμα…»
Ανασήκωσε τους ώμους του, τάχα αδιάφορα, αλλά τα μάτια του φανέρωναν το πόσο χάρηκε που το δώρο του είχε τόσο μεγάλη σημασία για εκείνη. Άνοιξε το δικό του και έβαλε τα γέλια όταν βρήκε μέσα έναν σκούφο, ένα κασκόλ κι ένα ζευγάρι γάντια, μαζί με πέντε σοκολάτες.
«Μονίμως κρυώνεις αλλά ποτέ δε φοράς κάτι ζεστό. Τα αυτιά σου κοκκινίζουν από το κρύο το ίδιο και οι αρθρώσεις των δαχτύλων σου και ο σβέρκος σου. Και σου πήρα και σοκολάτες, πάντα έχεις μαζί σου και τσιμπολογάς…»
«Είναι τέλειο το δώρο σου, Γαβρίλου», της είπε, τρυφερά. «Τέλειο…» και θα το χρειαστώ εκεί που θα πάω, ήθελε να συμπληρώσει μα τα λόγια δεν βγήκαν ποτέ από τα χείλη του.
«Γιώργο, ξέρεις πως παρότι τσακωνόμαστε συνέχεια, μου αρέσει πολύ να περνάω χρόνο μαζί σου. Είσαι αστείος, με κάνεις και γελάω πολύ, είσαι τρυφερός και νοιάζεσαι, είσαι ίσως ο μόνος άντρας που έχω γνωρίσει που μου λέει να τρώω περισσότερο», του είπε αστειευόμενη και ο Γιώργος γέλασε δυνατά. «Νιώθω ο εαυτός μου κοντά σου, δε χρειάζεται να προσποιηθώ ότι είμαι κάποια άλλη κι αυτό είναι τόσο… λυτρωτικό!»
Της χαμογέλασε γλυκά και κούνησε το κεφάλι του. «Μου το κάνεις δύσκολο να μείνω θυμωμένος μαζί σου», της είπε και η Βίκυ έκανε μια απολογητική γκριμάτσα. «Πάντα ήσουν το πιο υπομονετικό και δοτικό άτομο, ίσως γ’ αυτό και μου είναι τόσο εύκολο να σε πειράζω συνέχεια», συνέχισε γελώντας και η Βίκυ γέλασε μαζί του. «Είσαι πανέξυπνη και με προκαλείς, δε βαριέμαι μαζί σου, και όπως κι εσύ έτσι κι εγώ αισθάνομαι πως δε χρειάζεται να προσποιηθώ ότι είμαι κάποιος άλλος».
Η Βίκυ δίστασε λιγάκι αλλά δεν κατάφερε να μείνει μακριά του. Τον πλησίασε και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον κορμό του, ενώ ακούμπησε το αυτί της στο στέρνο του, εκεί όπου η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω της προστατευτικά και η Βίκυ χαλάρωσε αμέσως γιατί ήξερε πως ήταν ασφαλής.
«Σ’ ευχαριστώ για τους καφέδες και τα γλυκά», ψιθύρισε και ο Γιώργος την κοίταξε απορημένος.
«Πώς το κατάλαβες;»
«Ο Άνταμ είναι πολύ τσιγκούνης», απάντησε πνίγοντας ένα γέλιο. «Κανείς δεν είναι τόσο δοτικός όσο εσύ…»
Το κινητό του που χτύπησε την ανάγκασε να σταματήσει να μιλάει και να απομακρυνθεί από κοντά του ελάχιστα. Πρόλαβε να δει στην οθόνη το όνομα της Όλγας και τη φωτογραφίας της πανέμορφης κοπέλας και η καρδιά της πόνεσε λιγάκι. Ο Γιώργος απολογήθηκε και πήγε πιο πέρα για να μιλήσει μαζί της και η Βίκυ πήρε μια βαθιά ανάσα την οποία ελευθέρωσε αργά πριν γυρίσει στο γραφείο της για να πάρει τα πράγματά της, και το βιβλίο της, ώστε να φύγει. Ο Άνταμ έκανε μια κίνηση να πάει κοντά της μας τον σταμάτησε με μια κίνηση του χεριού της, δεν είχε κουράγιο να τον αντιμετωπίσει… αυτό που ήθελε εκείνη τη στιγμή ήταν να χωθεί κάτω από την κουβέρτα της και να διαβάσει το αγαπημένο της βιβλίο…







Σχόλια