top of page

12 μέρες Χριστούγεννα: μέρα 10η-11η-12η

  • Εικόνα συγγραφέα: Nektaria Markakis
    Nektaria Markakis
  • πριν από 4 ημέρες
  • διαβάστηκε 16 λεπτά

https://nek8markaki.wixsite.com/logotexnikataxidia/post/12-μέρες-χριστούγεννα-μέρα-10η-11η-12η

Ήταν ατέλειωτη η νύχτα, κανείς τους δεν έκλεισε μάτι λες και φοβόντουσαν μήπως και το όνειρο ξεφουσκώσει σαν μπαλόνι. Δεν χόρταιναν ο ένας τον άλλον, υπήρχαν κάποιες μεγάλες παύσεις στις κουβέντες τους και κάποια ατέλειωτα βλέμματα που φανέρωναν εύκολα το γεγονός πως δεν πίστευαν ότι θα έφταναν σε αυτό το σημείο, να είναι γυμνοί ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, να αγγίζονται τολμηρά και να φιλιούνται βαθιά κι ασταμάτητα γιατί από τα φιλιά του μόνο έπαιρναν ζωή. Ήταν μαγικά, τόσο που κανείς δεν παραπονέθηκε που ήταν άγρυπνοι όταν πήγαν στο γραφείο τη Δευτέρα το πρωί.

Πρώτος μπήκε ο Γιώργος μέσα, σφυρίζοντας, και μετά ακολούθησε η Βίκυ χαμογελαστή, κρατώντας στα χέρια της το χριστουγεννιάτικο κέικ που έφτιαξαν μαζί. Πέρασε μπροστά από το στολισμένο, με φωτογραφίες δέντρο, μα επέστρεψε όταν συνειδητοποίησε τι είδε πάνω του. Ανάμεσα στις φωτογραφίες που είχαν βγάλει την Παρασκευή το βράδυ- κι είχε αναλάβει να εκτυπώσει ο Άνταμ- βρήκε και μία που δεν είχε ιδέα πως είχε τραβηχτεί. Ήταν μία με εκείνη να φιλιέται παθιασμένα στο δρόμο με τον Γιώργο. Είχε τραβηχτεί εν αγνοία της και το χειρότερο, είχε κρεμαστεί σε κοινή θέα χωρίς την άδειά της. Την τράβηξε από το κλαδί νευριασμένη και στράφηκε προς τον Άνταμ που την παρατηρούσε με ενδιαφέρον κι ένα αχνό χαμόγελο γεμάτο ειρωνεία. Ξεκίνησε να πάει κοντά του, με τσαμπουκά, όμως στα μισά το χέρι του Γιώργου τυλίχτηκε γύρω της καταφέρνοντας να τη σταματήσει. Πήρε τη φωτογραφία μέσα από το χέρι της και την κοίταξε γελώντας απαλά, μα η Βίκυ δεν έβρισκε τίποτα αστείο σε όλο αυτό.

«Δεν περίμενα πως ο χλεχλές θα ήταν τόσο μικρόψυχος», σχολίασε κάνοντας μια γκριμάτσα.

«Δεν είναι αστείο, μπορεί να μας βάλει σε μπελάδες...»

«Σε μπελάδες;»

«Ναι, ο Γρηγόρης...»

«...ξέρει εδώ και καιρό ότι είμαι ερωτευμένος μαζί σου», της είπε, και την επόμενη στιγμή τη φίλησε παθιασμένα, τραβώντας όλα τα βλέμματα πάνω τους. «Ναι, παιδιά, με τη Βίκυ είμαστε μαζί, να και οι αποδείξεις», φώναξε δείχνοντάς τους τη φωτογραφία. «Άνταμ, δε σε πειράζει να την κρατήσω, έτσι; Δεν ξέρω πότε την τράβηξες αλλά έκανες φοβερή δουλειά, φίλε, ευχαριστώ».

Το πρόσωπο του Άνταμ έγινε κατακόκκινο, χαμήλωσε το σώμα του στην καρέκλα και κρύφτηκε πίσω από την οθόνη του υπολογιστή του. Η Βίκυ τον κοίταξε απογοητευμένη, λίγες μέρες ήταν ικανές να γκρεμίσουν την εικόνα κάποιου και να χτίσουν εκείνη κάποιου άλλου. Δεν την ένοιαζε πια, ανακουφίστηκε που τουλάχιστον έμαθε από νωρίς πόσο ποταπός μπορούσε να γίνει.

Η καλή της διάθεση έκανε φτερά αλλά τουλάχιστον δεν χρειαζόταν να υποκρίνεται πια, το πρόσωπό της φωτιζόταν κάθε φορά που κοιτούσε τον Γιώργο και η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Αν της έλεγαν πως κάποτε θα ερωτευόταν το παιδί από το σχολείο που της έκανε τη ζωή δύσκολη, θα γελούσε υστερικά, αλλά να που όλα μπορούν να ανατραπούν σε αυτή τη ζωή. Αναστέναξε δυνατά και σηκώθηκε για να πάει ως τη μικρή κουζίνα ώστε να φτιάξει ένα τσάι να πιει. Δεν περίμενε να την ακολουθήσει ο Άνταμ και δεν κατάφερε να κρύψει την ενόχλησή της μετά από αυτό που έκανε. Στάθηκε μπροστά της με ύφος σα να προσπαθούσε να διαλέξει τα λόγια του για να της πει αυτό που είχε κατά νου, χωρίς να το καταφέρει. Δεν είχε χρόνο γι’ αυτόν, τον προσπέρασε κι έβαλε να βράσει νερό στο ηλεκτρικό μπρίκι.

«Ώστε είσαι όντως με τον Γιώργο ζευγάρι;» τη ρώτησε και η Βίκυ πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Ναι, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί ρωτάς. Όλη την Παρασκευή ήσουν απασχολημένος με την Καλλιόπη, δεν έδειξες και πολύ ενδιαφέρον για μένα. Όσον αφορά αυτό που έκανες...»

«Ήμουν θυμωμένος».

«Ναι, αλλά δεν είσαι έφηβος για να κάνεις τέτοια πράγματα», του είπε.

Τα λόγια της ήταν αρκετά για να σκύψει το κεφάλι του και να ζητήσει συγγνώμη, έστω και με μισή καρδιά. «Εύχομαι να πάει καλά η σχέση σας, ειδικά με την απόσταση που θα μπει ανάμεσά σας».

Τον κοίταξε παραξενεμένη. «Δεν καταλαβαίνω», είπε βαριεστημένα.

«Έμαθα πως τον δέχτηκαν στο πρόγραμμα της εταιρείας και θα φύγει για εκπαίδευση στα γραφεία στο Σικάγο, για ένα χρόνο τουλάχιστον».

Πάγωσε μόλις άκουσε τα λόγια του. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που άκουγε στα αυτιά της τον χτύπο. Της φάνηκε πως το δωμάτιο στριφογύρισε για λίγο, ή μπορεί να ήταν η ίδια γιατί πλέον δεν ήταν σίγουρη αν έδινε εντολές στο σώμα της να κινηθεί ή αν εκείνο είχε πάρει τον έλεγχο εντελώς. Ο Γιώργος δεν είχε αναφέρει το παραμικρό...γιατί το έκανε αυτό; Γιατί δε μίλησε; Κατάπιε με δυσκολία όμως κατάφερε να κρύψει την έκπληξή της πίσω από ένα φωτεινό χαμόγελο γιατί δεν ήθελε να δώσει την ευχαρίστηση στον Άνταμ να δει πόσο ταραγμένη ήταν.

«Η απόσταση δεν παίζει ρόλο όταν υπάρχουν δυνατά αισθήματα», αρκέστηκε να πει κι έφυγε από την κουζίνα με γοργό βήμα.

Δεν ανέφερε κάτι στον Γιώργο, ήθελε να περιμένει μέχρι να της πει εκείνος πως θα έφευγε, μα της ήταν τρομερά δύσκολο να κρύψει το φόβο της πως μπορεί να τον έχανε. Ξάφνου τα Χριστούγεννα είχαν χάσει τη γλύκα τους και είχαν μια γεύση πικρή, αυτή του φόβου, που δεν της άρεσε καθόλου. Στάθηκε δίπλα του περιμένοντας τον Γρηγόρη να τους δώσει τη νέα τους πρόκληση, κι ένιωσε τα δάχτυλά του να αναζητούν τα δικά της. Χαμογέλασε γιατί το άγγιγμά του την ηλέκτρισε όπως πάντα αλλά τράβηξε μακριά το χέρι της γιατί κοντά του έχανε κάθε επαφή με την πραγματικότητα.

«Σήμερα θέλω να κάνετε μια βόλτα σε ένα μέρος που ίσως να θέλετε να αποφύγετε», είπε γελώντας ο Γρηγόρης. «Μάλιστα, θα έρθω κι εγώ μαζί σας… ασχοληθήκαμε με παιδιά τις προηγούμενες μέρες αλλά τα Χριστούγεννα δεν είναι μόνο γι’ αυτά, είναι και για όσους νιώθουν παιδιά στην καρδιά γι’ αυτό θα πάμε μια βόλτα από ένα ΚΑΠΗ για να φτιάξουμε μελομακάρονα!»

Δεν χάρηκαν όλοι με την προοπτική αλλά το γέλιο του Γιώργου κάλυψε κάθε γκρίνια που ακούστηκε από τους συναδέλφους τους. Η Βίκυ χαμογέλασε, σχεδόν κατάφερε να φανεί αληθινό το χαμόγελό της μα ο Γιώργος είχε μάθει κάθε γκριμάτσα της, κάθε της βλέμμα και κατάλαβε αμέσως πως κάτι δεν πήγαινε καλά.

«Τι έχεις; Από την ώρα που μίλησες με τον Άνταμ στην κουζίνα, είσαι εκτός τόπου και χρόνου. Αν σου είπε κάτι...»

«Όχι, δεν είπε τίποτα, απλά νιώθω λίγο παράξενα. Μπορεί να με περιτριγυρίζει κάτι», είπε ψέματα.

«Αν θες μπορούμε να αποφύγουμε τα μελομακάρονα στο ΚΑΠΗ...»

«Θέλω τα πέντε χιλιάρικα, μην το ξεχνάς», απάντησε χωρίς δισταγμό και έτρεξε να πάρει τα πράγματά της. Δεν μπορούσε να μείνει μόνη της μαζί του, φοβόταν πως θα κατέρρεε και πως μπορεί να έκανε τα πάντα άνω-κάτω. Θα περίμενε… αποκλείεται να έφευγε χωρίς να της το πει… δε θα κατέληγαν να κάνουν έρωτα αν έφευγε, δε θα της το έκανε ποτέ αυτό…

Η μουσική ακουγόταν ως το δρόμο. Κατέβηκε από τη μηχανή του Γιώργου και έβγαλε το κράνος αργά, κρατώντας το βλέμμα της πάνω στην πόρτα που οδηγούσε στο εσωτερικό του μέρους όπου τους περίμεναν. Γέλασε απαλά γιατί εκτός από μουσική άκουσε και χαρούμενες φωνές και γέλια.

«Πάντα με τρόμαζαν τα γηρατειά». Στράφηκε προς το Γιώργο έκπληκτη όσο εκείνος τακτοποιούσε τα κράνη τους. «Όχι λόγω ματαιοδοξίας, δε με νοιάζει αν θα έχω ρυτίδες ή λευκά μαλλιά».

«Γιατί να σε νοιάξει, οι άντρες όσο μεγαλώνετε γίνεστε και πιο γοητευτικοί εν αντιθέσει με εμάς που μοιάζουμε με σταφίδες», απάντησε μουτρωμένη.

Ο Γιώργος έβαλε τα γέλια κυρίως με την έκφρασή της. «Υπερβολές. Αλλά ξέρεις τι εννοώ… δεν είναι τα γηρατειά ακριβώς όσο...»

«...η μοναξιά που φέρνουν μαζί τους», συμπλήρωσε τη φράση του και εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Δεν είναι όλοι μόνοι, όμως...»

«Όχι, δεν είναι, αλλά με τρομάζει η προοπτική να είμαι με ένα άνθρωπο πολλά χρόνια, να έχουμε χτίσει μια ολόκληρη ζωή μαζί και να πρέπει να περάσω τα γεράματά μου χωρίς αυτόν σε περίπτωση που έχω την ατυχία να τον δω να πεθαίνει».

Ανατρίχιασε , μήπως κι εκείνη δεν είχε σκεφτεί το ίδιο πράγμα πολλές φορές; Όμως, αυτά είναι πράγματα που δεν μπορεί να ελέγξει κανείς, πρέπει να ζήσεις περιμένοντας το καλύτερο και το χειρότερο ταυτόχρονα ώστε να έχεις τη δυνατότητα να ανταπεξέλθεις. Αναστέναξε και πήρε το χέρι του στο δικό της για να μπουν μαζί μέσα στο ΚΑΠΗ. Μια μυρωδιά τριαντάφυλλου και γαρίφαλου τους έκανε επίθεση, η Βίκυ τις λάτρευε αυτές τις μυρωδιές γιατί τη γυρνούσαν πίσω στο χρόνο, τότε που με τη γιαγιά της έφτιαχνε γλυκά ακούγοντας τις ιστορίες που της έλεγε, από τότε που ήταν και η ίδια παιδί. Τους υποδέχτηκαν χαρούμενα πρόσωπα ανθρώπων που βρήκαν καταφύγιο από τη μοναξιά τους εκεί, τους αγκάλιασαν και τους καλωσόρισαν με αγάπη. Οι καρδιές τους φούσκωσαν από χαρά. Σύντομα ο Γιώργος και οι λοιποί άντρες της εταιρείας, βρέθηκαν καθισμένοι γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι να παίζουν χαρτιά, ενώ οι γυναίκες πήγαν στην κουζίνα. Υπό άλλες συνθήκες θα το θεωρούσε τόσο οπισθοδρομικό αλλά το συνωμοτικό ύφος των γυναικών, έλεγε άλλα.

«Χαμένοι θα ήταν χωρίς εμάς», είπε μια γυναίκα που έφτανε τα εβδομήντα. Φαινόταν ταλαιπωρημένη από τη ζωή, μα το χαμόγελο και το φως από τα μάτια της, δεν έλεγε να σβήσει. Τράβηξε από το χέρι τη Βίκυ, σα να τη διάλεξε ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες, και της έδειξε τον πάγκο τους που ήταν φορτωμένος με υλικά για γλυκά. «Έτσι ήταν και ο συγχωρεμένος ο άντρας μου, όλο χαρτιά και τσιγάρο μέχρι που τον πήρε ο χάρος».

«Λυπάμαι πολύ για την απώλειά σας...»

«Ας με συγχωρέσει ο Θεός και ο συγχωρεμένος, αλλά από τότε που χάθηκε, έμαθα τι σημαίνει να ζει κανείς». Η Βίκυ την κοίταξε σοκαρισμένη. «Είσαι παντρεμένη;»

«Όχι, μόλις μπήκα σε σχέση...»

«Με τον όμορφο ψηλό;» τη ρώτησε πονηρά και τα μάγουλα της Βίκυς πήραν φωτιά. «Θα σου δώσω μια συμβουλή, ακόμα κι αν είναι το άλλο σου μισό, μην του δώσεις τα πάντα σου. Κράτα κάτι για σένα, μην αφήσεις τα όνειρά σου για να πραγματοποιηθούν τα δικά του αλλά, ποτέ μα ποτέ, μην του στερήσεις τα δικά του όνειρα. Άφησέ τον να τα κυνηγήσει όσο θα κυνηγάς κι εσύ τα δικά σου. Ισορροπία θέλει ένας γάμος, όχι να φοράς χειροπέδες στον άνθρωπό σου».

Η Βίκυ έριξε μια ματιά προς το σαλόνι και τον Γιώργο που γελούσε υστερικά με τα πειράγματα ενός άντρα που καθόταν δίπλα του. Είχε όνειρα, το ήξερε, μα δεν τα μοιράστηκε μαζί της και αυτό ήταν που την πλήγωνε.

«Είχατε κι εσείς όνειρα;» ρώτησε τη γυναίκα, χαμηλόφωνα, αφού με το ζόρι έβρισκε κουράγιο να μιλήσει.

«Να με λες Φιλιώ. Φυσικά και είχα, όταν ήμουν έφηβη, πριν μάθω τους έρωτες και τα αγόρια, ήμουν η καλύτερη ζαχαροπλάστισσα. Ήθελα να ανοίξω τον δικό μου φούρνο, να ζυμώνω ψωμιά και να βγάζω γλυκά να πουλάω, αλλά… βλέπεις… στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα. Αγάπησα τον συγχωρεμένο και εκείνος ούτε να ακούσει πως η γυναίκα του θα δούλευε. Μου είπε θα με πάρει μόνο αν μείνω σπίτι κι εγώ που είχα μείνει έγκυος, είπα ναι, για να γλιτώσω τη ντροπή. Δε λέω ότι δεν τον αγάπησα αλλά η ζωή μαζί του δεν ήταν η καλύτερη. Δούλευε διπλά για να τα έχουμε όλα, ενώ θα μπορούσα να δουλεύω κι εγώ, δεν έβλεπε τα παιδιά μας πολύ, δε βγαίναμε, δε βλέπαμε κόσμο και απόκτησε και μανία με το χαρτί όταν μεγάλωσε. Θεός συγχωρέστον, από τότε που έφυγε άρχισα να ζω, μπορεί να μην έχω τον δικό μου φούρνο μα φουρνίζω κάθε μέρα ψωμί για όλους εδώ, και γλυκά για να περνάνε όμορφα οι μέρες».

Η Βίκυ χαμογέλασε διάπλατα. «Ζήτησες ποτέ από τον άντρα σου, αφού κάνατε παιδιά, να δουλέψεις, κυρία Φιλιώ;»

«Μια και δύο φορές;» απάντησε τσιριχτά η γυναίκα. «Ήταν ξεροκέφαλος, μαλώναμε συχνά και πηγαίναμε για ύπνο θυμωμένοι. Ποτέ μην πας για ύπνο με τον άνθρωπό σου, θυμωμένη, πάντα να λύνεις το πρόβλημα πριν το κρεβάτι και ποτέ μη χρησιμοποιήσεις το κρεβάτι για να λύσεις το πρόβλημα», τη συμβούλεψε. «Πάντως, συννεφιασμένη μου φαίνεσαι».

Ο αναστεναγμός της Βίκυ φανέρωσε το πόσο δίκιο είχε. «Αν σου κρατάει μυστικά ο άνθρωπος σου, και εσύ τα ξέρεις τα μυστικά, τι κάνεις;»

Το σοφό βλέμμα της κυρίας Φιλιώς, στάθηκε πάνω της, μα αυτή τη φορά ήταν σοβαρή. «Να του το πεις», είπε απλά και της έδειξε τα υλικά στο τραπέζι. «Έλα να σε μάθω να φτιάχνεις ιτσλί, χανούμ γκιρτάν το λένε στην Τουρκία. Ξέρεις τι είναι; σα γεμιστό μελομακάρονο, θα κεντήσουμε πάνω του, έλα-έλα, θα τρελαθείς!»

Δίκιο είχε η κυρά Φιλιώ, μπορεί η διαδικασία να πήρε ώρα λόγω του ότι έπρεπε να κεντήσουν ένα ένα τα ιτσλί με τσιμπιδάκι για να φτιάξουν τα περίτεχνα σχέδια με τα οποία έκλειναν τη γέμιση μέσα στη ζύμη, αλλά άξιζε τον κόπο. Οι ιστορίες της κυρά Φιλιώς έκαναν τη διαδικασία ακόμα ομορφότερη και η ζεστασιά των ανθρώπων- σε συνδυασμό με αυτή της κουζίνας- έκαναν τη βραδιά μαγική. Έφυγαν από εκεί με κουτιά γεμάτα γλυκά και με τα μάγουλα κατακόκκινα. Τα χαμόγελά τους δεν έλεγαν να σβήσουν μα το μυαλό της Βίκυ ήταν κολλημένο σε μια φράση της κυρά Φιλιώς: αν ξέρεις το μυστικό του, πες του το…

Μπήκαν στο σπίτι της όπου τους υποδέχθηκε ο Όλιβερ. Έπρεπε να τον βγάλει βόλτα, του πέρασε αμέσως το λουρί στο κολάρο και βγήκαν πάλι έξω στο κρύο, αμίλητοι. Ο Γιώργος την κοιτούσε ανήσυχος πολύ συχνά ώσπου στο τέλος δεν άντεξε.

«Νιώθω πως κάτι δεν πάει καλά», της είπε, κλείνοντάς της το δρόμο, για να κερδίσει την προσοχή της. «Τι συνέβη; Δε μου το βγάζεις από το μυαλό πως κάτι σου είπε ο Άνταμ το πρωί».

Αν ξέρεις το μυστικό του, να του το πεις….

«Πότε φεύγεις για το Σικάγο;» ρώτησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε και το πρόσωπο του Γιώργου άσπρισε από το σοκ. «Σκόπευες να μου πεις ποτέ ότι φεύγεις ή θα ξυπνούσα ένα πρωί, μετά τα Χριστούγεννα, και δε θα ήξερα πού εξαφανίστηκες;»

«Που να πάρει, δεν ήθελα να το μάθεις έτσι», απάντησε, χαμηλόφωνα.

«Ισχύει ότι φεύγεις την επόμενη των Χριστουγέννων;» ρώτησε πληγωμένη.

«Ίσχυε, δεν ξέρω αν ισχύει πια», της απάντησε και σήκωσε το βλέμμα του ψηλά. Είχε αρχίσει να ρίχνει ψιλόβροχο όμως κανείς τους δεν έκανε την πρόταση να πάνε κάπου ζεστά. «Δε θα σου πω ψέματα, Βίκυ, θα πήγαινα γιατί μου δίνεται μια τεράστια ευκαιρία με την εκπαίδευση, όταν επιστρέψω μπορώ να πάρω τη θέση του Γρηγόρη, θα είναι μια σταθερή δουλειά με μεγάλο μισθό και θα με εξασφαλίσει για χρόνια. Όμως, εδώ και δύο χρόνια ονειρευόμουν αυτό… εμένα κι εσένα μαζί και είμαι μαλάκας που δεν το κυνήγησα νωρίτερα γιατί φοβόμουν την απόρριψη και δε θέλω να το χάσω...»

Σταμάτησε να μιλάει γιατί η έκφραση της Βίκυς πέρασε από τη λύπη στο θυμό μέσα σε δευτερόλεπτα. «Δεν μπορείς να το λες αυτό», του είπε, υψώνοντας τη φωνή της. «Δεν μπορείς να αμφιβάλεις για τις αποφάσεις σου επειδή καταλήξαμε μαζί!»

Χαμογέλασε σαστισμένος. «Δεν αξίζει να αμφιβάλω; Δεν αξίζει αυτό που έχουμε;»

«Όχι», απάντησε με έναν λυγμό και της φάνηκε πως άκουσε την καρδιά του να σπάει σε χίλια κομμάτια. «Δεν ξέρεις καν αν θα κρατήσει αυτό που έχουμε, Γιώργο, κι εγώ δεν μπορώ μετά να περάσω μια ολόκληρη ζωή μέσα στις τύψεις επειδή πέταξες το μέλλον για κάτι που έγινε κομμάτια!»

«Και τι θες να κάνω;» τη ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.

«Ξέχνα τι έγινε μεταξύ μας και πήγαινε στο καλό», απάντησε ψυχρά και του γύρισε την πλάτη για να μη δει τα δάκρυά της που κύλησαν στα μάγουλά της.


Δε μίλησαν όλο το βράδυ. Πήρε τα πράγματά του και επέστρεψε στο διαμέρισμά του ενώ εκείνη παρέμεινε όλη τη νύχτα ξύπνια να κοιτάζει τις σκιές στον τοίχο. Ήταν κομμάτια, δεν ένιωθε ενοχές που δεν τον κρατούσε πίσω, μα ήταν άδικος ο τρόπος που τον έδιωξε. Τον ήξερε, όμως, και ήταν σίγουρο πως θα έβαζε τα όνειρά του και τα σχέδια του στον πάγο για να είναι κοντά της. Έπρεπε να κάνει μια θυσία, και την έκανε, όσο κι αν πόνεσε και τους δύο. Με αυτή τη σκέψη πήγε στη δουλειά όπου την περίμενε μια ζεστή σοκολάτα κι ένα γλυκό πάνω στο γραφείο της, όπως πάντα. Χαμογέλασε στον Γιώργο μα η μελαγχολία ήταν ακόμα εκεί κι αυτό το πρόωρο τέλος πονούσε. Άραγε να υπήρχε άλλος τρόπος να είναι μαζί έστω κι από τόση απόσταση;

Το απόγευμα ο Γρηγόρης τους μάζεψε κοντά του και τους κοίταξε όλους συγκινημένος. Η Βίκυ στάθηκε σε απόσταση από τον Γιώργο γιατί κοντά του μπορεί να έριχνε όλες τις άμυνές της και να του ζητούσε γονατιστή να μη φύγει. Επικεντρώθηκε στον διευθυντή που τους έκανε νόημα να τον ακούσουν και χαμογέλασε γιατί κουνούσε τα χέρια του σαν μαέστρος.

«Φτάσαμε αισίως στην ενδέκατη μέρα και σήμερα θα κάνουμε κάτι απλό, γιατί έχω την εντύπωση πως σας έχω ξεθεώσει». Γέλια ακούστηκαν σε όλο το γραφείο και φωνές που συμφωνούσαν μαζί του. «Σήμερα θέλω ο καθένας σας να μοιραστεί το μεγάλο του όνειρο για το νέο έτος- χωρίς ντροπές, χωρίς να κρίνει κανείς μας τι θέλει ο άλλος, αλλά για να δούμε πόσο διαφορετικά είναι τα “θέλω” όλων μας και πόσο εύκολο είναι να τα αποδεχτούμε».

Η Βίκυ ήθελε πολλά πράγματα για το νέο έτος μα όταν έφτασε η σειρά της, το μυαλό της θόλωσε και μόνο ένα πράγμα κατάφερε να ξεστομίσει. «Θέλω να κάνω πολλά ταξίδια και να γνωρίσω τον κόσμο», είπε γελώντας απαλά και επέστρεψε στη θέση της με την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή γιατί πήρε τον λόγο ο Γιώργος.

«Θέλω τα πάντα», είπε και όλοι τον κοίταξαν με περιέργεια. «Θέλω να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου χωρίς να στερηθώ κάποιο από αυτά. Θέλω τα πάντα», επανέλαβε και κοίταξε προς το μέρος της Βίκυς φευγαλέα. «Μιας κι είμαστε εδώ, θέλω να σας ενημερώσω πως αύριο φεύγω για το Σικάγο, για ένα χρόνο, για εκπαίδευση. Θα μου λείψετε αλλά πρέπει να εκπαιδευτώ για να γίνω το αφεντικό σας κάποια μέρα, πως αλλιώς θα πάρω το αίμα μου πίσω για όσα μου κάνατε τα τελευταία χρόνια;» Όλοι γέλασαν και του ευχήθηκαν να έχει επιτυχία στο νέο του βήμα προς το μέλλον, όλοι εκτός από τη Βίκυ που απλά χαμογέλασε και τον Άνταμ που δε νοιάστηκε διόλου.


Έκοβε βόλτες στο διαμέρισμά της όλο το απόγευμα, δεν την χωρούσε ο τόπος. Δεν μπορούσε να τον αφήσει να φύγει έτσι… δε γινόταν να φύγει χωρίς να μιλιούνται καν… η επόμενη μέρα ήταν η παραμονή των Χριστουγέννων κι εκείνος έφευγε μα δε θα τον άφηνε να ανέβει στο αεροπλάνο έτσι… φόρεσε το παλτό της και πήρε τον Όλιβερ μαζί της, το σπίτι του δεν ήταν σε πολλή μακρινή απόσταση από το δικό της μα της φάνηκε μία αιωνιότητα ώσπου να φτάσουν. Χτύπησε το κουδούνι και χαμογέλασε στην Όλγα που άνοιξε την πόρτα. Η κοπέλα ξαφνιάστηκε που την είδε, όμως δεν έκρυψε την ανακούφισή της.

«Ευτυχώς που ήρθες, δε λέει να φτιάξει τη βαλίτσα του, κλαψουρίζει κι τρώει όλη την ώρα».

Τον βρήκε στον καναπέ τυλιγμένο με μια κουβέρτα να κοιτάζει το ταβάνι και της ήρθε να βάλει τα γέλια. Ελευθέρωσε τον Όλιβερ κι εκείνος έτρεξε πάνω του με φόρα, τρομάζοντάς τον. Ο Γιώργος κοίταξε έκπληκτος προς το μέρος της Βίκυς και σηκώθηκε αργά από τον καναπέ, χωρίς να ξέρει τι να κάνει, ήθελε τόσο πολύ να την αγκαλιάσει μα φοβόταν πως περνούσε τα όρια.

«Τι κάνεις εδώ;» τη ρώτησε, ανήμπορος να κρύψει τη χαρά του.

«Ήρθα να σε βοηθήσω να φτιάξεις τη βαλίτσα σου. Αυτή την εποχή κάνει ψόφο στο Σικάγο, χιονίζει κιόλας εκεί, οπότε θα χρειαστείς χοντρά ρούχα τουλάχιστον ως αρχές Μάη».

Το γέλιο του ήταν απαλό μα φανέρωνε την ανακούφισή του. «Με σώζεις, δεν ξέρω από πού να αρχίσω», της είπε.

«Πάμε, πρέπει να αρχίσεις από την αρχή», απάντησε με νόημα και τον τράβηξε ως το δωμάτιό του.

Μόλις έκλεισε πίσω τους η πόρτα, στάθηκε στις μύτες των ποδιών της κι αναζήτησε το φιλί του. Δεν της το στέρησε, τη φίλησε παθιασμένα και δεν τους πήρε πολλή ώρα να καταλήξουν πάνω στο κρεβάτι, με τα μέλη του μπερδεμένα, να γίνονται ένα πάνω στα παγωμένα σεντόνια.

«Έπρεπε να στο πω εξαρχής ότι θα έφευγα», μουρμούρισε ενώ την κρατούσε στην αγκαλιά του.

«Καλύτερα που δεν το είπες», απάντησε, σοκάροντας ως και την ίδια. «Αν το ήξερα δε θα ζούσαμε ό,τι ζήσαμε, όπως το ζήσαμε...»

«Θέλω κι άλλο, όμως, Βίκυ», τη διέκοψε κι εκείνη αναστέναξε δυνατά. «Δε σου ζητώ να με περιμένεις, αλλά...»

«Αν δεν έχεις βρει κάποια ξανθιά, όμορφη Αμερικανίδα όσο μείνεις εκεί, κι αν δεν έχω βρει ένα ψηλό, όμορφο μελαχρινό, θα το συζητήσουμε όταν επιστρέψεις», αποκρίθηκε γελώντας. «Εξάλλου, ένας χρόνος είναι, και οι μέρες περνάνε γρήγορα».


Πέρασε το βράδυ μαζί του και το πρωί τον πήγε ως το αεροδρόμιο. Ζήτησε άδεια από τη δουλειά για τον συνοδέψει ως εκεί γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί πως δε θα ήταν εκεί όταν ανέβαινε στο αεροπλάνο. Η καρδιά της πονούσε όμως ήξερε πως έκανε το σωστό με το να τον αφήσει να φύγει. Εξάλλου, αν ήταν γραφτό να είναι μαζί, τότε θα βρισκόταν τρόπος… τον αγκάλιασε σφιχτά πριν φύγει για να επιβιβαστεί και αντί να πουν οτιδήποτε, απλά φιλήθηκαν και χώρισαν με βαριά καρδιά και την υπόσχεση πως ό,τι ένιωσαν αυτό το λίγο διάστημα μαζί, δε θα ξεχνιόταν τόσο εύκολα.

Το απόγευμα ντύθηκε με τα καλά της και παρότι δεν είχε όρεξη να συνευρεθεί με άλλο κόσμο, πήγε στο πάρτι στα γραφεία και χαμογέλασε σε όποιον της ευχήθηκε. Ζήτησε από την Όλγα να τη συνοδέψει γιατί δεν άντεχε να πάει μόνη της και η κοπέλα δεν της αρνήθηκε, ανησυχούσε για εκείνη και την ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινε για να βεβαιωθεί πως ήταν καλά. Η Βίκυ πνιγόταν μέσα σε τόσο κόσμο, όλοι ήταν εκεί με τους αγαπημένους τους και τις οικογένειές τους… της έλειπε ήδη τρομερά ο Γιώργος, θα έδινε τα πάντα για να τον ακούσει να της λέει “Γαβρίλου, πάλι χαζεύεις”, όπως έκανε για να την εκνευρίσει. Κατάφερε να ξεφύγει από την Όλγα κάποια στιγμή που είχε πιάσει κουβέντα με τη γυναίκα του Γρηγόρη, και βγήκε στο διάδρομο που οδηγούσε στους ανελκυστήρες, για να μπορέσει να ηρεμήσει λίγο. Άκουγε τις χαρούμενες φωνές από μέσα αλλά εκείνη δεν ήταν ικανή να νιώσει χαρά τη δεδομένη στιγμή που ένιωθε τόσο μόνη ανάμεσα σε τόσο κόσμο.

«Εδώ είσαι, σε έψαχνα». Κοίταξε τον Γρηγόρη που πλησίαζε με γοργό βήμα και πήρε μια βαθιά ανάσα για να συγκρατήσει τη θλίψη της.

«Συγγνώμη, με έπιασε πονοκέφαλος».

«Καταλαβαίνω, τον ίδιο πονοκέφαλο είχα κι εγώ όταν έφυγε η γυναίκα μου για το μεταπτυχιακό της στο Παρίσι». Η Βίκυ γέλασε απαλά, ενώ τα μάγουλά της έκαιγαν. «Έχω να σου δώσω κάτι», συνέχισε ο Γρηγόρης και της έδωσε έναν μακρόστενο φάκελο. Της έκανε νόημα να τον ανοίξει κι εκείνη δεν έχασε καιρό. Ξαφνιάστηκε όταν είδε το περιεχόμενο, ήταν μια ψεύτικη επιταγή για πέντε χιλιάδες ευρώ- τα χρήματα του μπόνους που είχαν μπει στο λογαριασμό της ήδη- κι ένα εισιτήριο για το Σικάγο. «Χαρούμενα Χριστούγεννα, είπες πως το νέο έτος θες να ταξιδέψεις αλλά νομίζω πως δεν πρέπει να το καθυστερήσεις πολύ. Θα σε περιμένω πίσω στο γραφείο στις εφτά Ιανουαρίου, κι όσον αφορά τον Όλιβερ, του έχω φτιάξει ήδη το κρεβάτι του- τα παιδιά μου έχουν ενθουσιαστεί που θα τον φιλοξενήσουμε».

Δεν μπορούσε να αντιδράσει, της πήρε λίγη ώρα ώσπου να απαντήσει. «Δεν… έχω λόγια...»

«Αυτό που έχετε με τον Γιώργο είναι μοναδικό, έχετε έναν δικό σας κώδικα επικοινωνίας που λίγοι καταλαβαίνουν. Ήθελε πολύ θάρρος να τον αφήσεις να φύγει και από δικής του πλευράς ήθελε πολλή δύναμη για να μπει στο αεροπλάνο. Πήγαινε στο Σικάγο, μιλήστε, περάστε μαζί το υπόλοιπο των γιορτών, χαρείτε το, αυτό έκανα κι εγώ με τη γυναίκα μου τότε και δες μας που είμαστε τώρα!» Τον αγκάλιασε σφιχτά και σκούπισε τα μάτια της. «Να είσαι πιο τολμηρή, Βίκυ, αλλιώς η ζωή δεν έχει νόημα», της συμβούλεψε και επέστρεψε στο πάρτι. Εκείνη προτίμησε να μη γυρίσει, έστειλε ένα μήνυμα στην Όλγα και έφυγε για το διαμέρισμά της γιατί η πτήση της για το Σικάγο ήταν σε έξι ώρες κι έπρεπε να ετοιμαστεί.


Ο Γιώργος δεν είχε συνηθίσει ακόμα την αλλαγή περιβάλλοντος και ώρας, κοιμόταν συνέχεια παρότι έπρεπε να βγει να ψωνίσει και να φάει κάτι. Τεντώθηκε πάνω στο νέο του κρεβάτι που ήταν τόσο άδειο και αναρωτήθηκε τι να έκανε η Βίκυ. Είχε μάθει πως κέρδισαν το μπόνους, άραγε να ετοίμαζε κάποιο ταξίδι με αυτά τα χρήματα; ήθελε τόσο πολύ να τη δει… η ώρα ήταν έντεκα και μισή το πρωί στο Σικάγο που σήμαινε πως ήταν εφτάμιση το βράδυ στην Αθήνα. Δε δίστασε να αρπάξει το κινητό του, έπρεπε να δει το όμορφο πρόσωπό της και να της ευχηθεί, μα πριν προλάβει να την καλέσει, τον πήρε εκείνη με βιντεοκλήση.

«Καλά Χριστούγεννα!» τσίριξε ή Βίκυ και ο Γιώργος γέλασε.

«Που είσαι και έχεις ντυθεί σαν χιονάνθρωπος;» την πείραξε.

«Είμαι έξω από το κτίριο στο οποίο μένεις, άνοιξέ μου, κάνει διαολεμένο κρύο εδώ!»

Την κοίταξε σα να ήταν τρελή και η Βίκυ, που περίμενε αυτή την αντίδραση, του έδειξε το μέρος τριγύρω για να τον πείσει.

«Που να πάρει, δεν κάνεις πλάκα», μουρμούρισε κι έτρεξε να της ανοίξει την πόρτα. Του φάνηκε μια αιωνιότητα μέχρι να δει την πόρτα του ανελκυστήρα να ανοίγει, μα όταν την είδε να βγαίνει έξω χαμογελαστή, έτρεξε κοντά της και τη σήκωσε στην αγκαλιά του. «Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε, φιλώντας τη αχόρταγα.

«Με έστειλε δώρο Άη Βασίλης», απάντησε γελώντας ευτυχισμένη. «Φεύγω στις έξι του μήνα το πρωί, πρέπει να με χορτάσεις ως τότε», του είπε προκλητικά κι ο Γιώργος δάγκωσε απαλά τον λαιμό της.

«Να μη χάνουμε χρόνο τότε», αποκρίθηκε και τη σήκωσε στα χέρια του λες και ήταν πούπουλο. Το γέλιο της ήχησε στο διάδρομο, ήταν πραγματικά ευτυχισμένη… δώδεκα μέρες γεμάτες Χριστούγεννα ήταν αρκετές για να βρει όλα όσα έψαχνε...κι είχε σκοπό να μην τα χάσει ξανά...

1 Σχόλιο


Χριστίνα Λελη
πριν 3 ώρες

Αχ βρε Νεκταρία μου πάντα καταφέρνεις να με κάνεις να κλείνω τις ιστορίες σου με ένα χαμόγελο και ένα βουρκωμα ταυτόχρονα!

Μου αρέσει
bottom of page